Θωμάς Ψύρρας «Η γοητεία του διηγήματος βρίσκεται ακριβώς εκεί που τέμνεται το παρελθόν με το παρόν»

Ο συγγραφέας μιλά στη Μαρκία Λιάπη για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του  «Θα βοσκήσω το μαύρο».

Ο τίτλος της καινούργιας συλλογής διηγημάτων σας είναι ιδιαίτερος και ταξιδεύει προς σουρεαλιστικά μονοπάτια —Θα βοσκήσω το μαύρο. Πώς εμπνευστήκατε αυτόν τον τίτλο; Είναι άραγε ένας διφορούμενος χρησμός για το μέλλον; Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από στίχο ενός ποιήματος του Νίκου Καρούζου. Τον δανείστηκα ως τίτλο, γιατί θεωρώ ότι ενοποιεί τη θεματική των διηγημάτων. Συγκεκριμένα τα διηγήματα αφορούν ιστορίες απλών ανθρώπων από τον μεσοπόλεμο μέχρι την πρόσφατη κρίση οι οποίοι, είτε έζησαν είτε υπέστησαν τις λογής «μαύρες» στιγμές της Ιστορίας μας. Οι ήρωες των διηγημάτων (οι περισσότεροι είναι και οι αφηγητές της προσωπικής τους περιπέτειας) αναστοχάζονται το παρελθόν, «βόσκουν» στο λιβάδι της προσωπικής τους ιστορίας εκεί όπου το «μαύρο» διαρκώς επανέρχεται στο σήμερα και καθορίζει τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους.

Για τον κριτικό Thomas Gullason το διήγημα είναι το πιο αναρχικό κειμενικό μέσο, καθώς εντός της συντομίας του ανοίγει τα περισσότερα νοήματα. Για εσάς πού κρύβεται η γοητεία του διηγήματος; Θα πω μια κοινοτοπία: το διήγημα πρωταρχικά είναι μια φέτα (ή επιλεγμένες φέτες) ζωής, δηλαδή είναι μια επιμέρους βιογράφηση του ήρωα. Δίνει όμως τη δυνατότητα στον συγγραφέα να αντιπαραβάλει δύο διαφορετικές στιγμές της ίδιας ζωής, τη στιγμή των γεγονότων και τη στιγμή της αφήγησης (και αν προσθέσεις και τη στιγμή της ανάγνωσης), δίνει το πλεονέκτημα του αναστοχασμού. Αν ο συγγραφέας αποφύγει τον κίνδυνο της «ηθογράφησης» και της «νοσταλγίας» το διήγημα μετατρέπεται σε κριτική σπουδή κι επομένως ανοίγει πόρτες για πλήθος προσλήψεις και για νοήματα. Η γοητεία του διηγήματος βρίσκεται ακριβώς εκεί. Εκεί που τέμνεται το παρελθόν με το παρόν, τα αφηγηματικά παρελθόντα με το ζωντανό παρόν του αναγνώστη. Από αυτή την τομή -και πώς θα τη «γεμίσει» ο συγγραφέας- εξαρτάται η γοητεία του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα 13 διηγήματα της συλλογής έχουν ως σκηνικό τη βοή του καφενείου. Είναι ίσως το πιο ταιριαστό σκηνικό της σύγχρονης Ελλάδας;  Μετά τον «Πυκνό καιρό» και το «Μαράν Αθά», δυο μυθιστορήματα που βασίζονται σε διαφορετικούς «λόγους» –το πρώτο σε σύγχρονο λόγο ενός σπουδαγμένου ήρωα, το δεύτερο σε ένα κατασκευασμένο ιδίωμα, αμάλγαμα λαϊκού λόγου και εκκλησιαστικής καθαρεύουσας ενός δόκιμου καλόγερου στα τέλη του 19ου αιώνα– επέλεξα για τα διηγήματα στο «Θα βοσκήσω το μαύρο» τον λόγο που χρησιμοποιείται από χαρισματικούς αφηγητές στα λαϊκά καφενεία. Οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές, ήρωες των διηγημάτων, μου όρισαν και τον συγκεκριμένο λόγο και την εκφραστική εκφορά. Από αυτό το γεγονός προέρχεται η εντύπωση της «βοής» του καφενείου που έχουν τα διηγήματα. Πάντως, το σκηνικό του καφενείου ενώ δεν υπάρχει ως περιγραφή στη συλλογή, τροφοδοτεί με την ιδιάζουσα «βοή» του το σύνολο σχεδόν των διηγημάτων. Η «βοή» λοιπόν προέρχεται από την αίσθηση της αφήγησης των ηρώων αλλά και από την εν αναμονή διάθεση των ακροατών/αναγνωστών. Θεωρήστε την μια αίσθηση που προκύπτει από ένα συγγραφικό αφηγηματικό «τέχνασμα».

Διαβάζοντας τις μικρές ιστορίες των ηρώων σας νιώθουμε έναν κόσμο παλιό και σύγχρονο κοντά μας, μια εικόνα από το σύμπαν του Πέτρου Πικρού και του Γιώργου Ιωάννου. Μάλλον ζούμε μέσα από τις λαϊκές παραδόσεις και αυτές ζουν εντός μας; Σας είπα ήδη ότι οι αφηγητές των διηγημάτων χρησιμοποιούν το παρελθόν, βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους «μοίρας», καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς το παρελθόν «συνενώνεται» με το παρόν. Αυτό δεν αφορά την παράδοση – όπως τουλάχιστον έχουμε συνηθίσει να την ορίζουμε. Πρόκειται μάλλον για την ισχυρή αίσθηση του ιστορικού βάρους, ή καλύτερα της ιστορικής μοίρας. Βέβαια οι αφηγητές μου ψυχανεμίζονται και ίσως δεν συνειδητοποιούν πάντα –όπως όλοι μας– το πόσο η Ιστορία ορίζει τα παθήματα και τις καθημερινές επιλογές και συμπεριφορές μας. Αυτοί μιλούν για τη ζωή τους. Δεν μπαίνουν σε περισπούδαστες αναλύσεις. Για τα πράγματα που δεν γίνεται να επιχειρηματολογήσουν ή να αποδείξουν, προτιμούν να τα δείχνουν. Και η αφήγηση αναλαμβάνει αυτό ακριβώς: τη δείξη. Μέσα σ’ αυτή ενοποιείται η ιστορία, η Ιστορία (με κεφαλαίο) και ο προσωπικός βίος. Αυτό κατασκευάζει και τη στάση έναντι της «παράδοσης».

Στην περίληψη της συλλογής γράφετε ότι «είμαστε αρραβωνιασμένοι με την αγωνία», περιγράφοντας το αδιέξοδο ελληνικό πεπρωμένο. Οι αμαρτίες γονέων παιδεύουν και θα παιδεύουν την ελληνική συνείδηση; Η ατομική ευθύνη της αλλαγής του κανόνα; Οι αφηγητές μου χρησιμοποιούν τον αναστοχασμό δίχως τη γλυκερή νοσταλγία του παρελθόντος. Δεν αντιμετωπίζουν όσα έγιναν με διάθεση καταγγελτική, ηρωική ή «πολιτική». Το αντίθετο μάλλον. Οι αφηγητές μου δίνουν την εντύπωση πως καρτερικά αποδέχονται πως όσα έγιναν, έγιναν. Είναι αυτά και δεν αλλάζουν. Βεβαίως δεν ξεχνούν (άρα διαθέτουν «πολιτική» θέση). Όμως έχουν την επίγνωση ότι και πάλι πιθανώς θα συμβούν παρόμοια. Αυτό ακριβώς δημιουργεί μια αίσθηση αγωνίας. Και πώς αντιπαλεύουν τα κύματα της ιστορίας; Με την ενεργοποίηση της ειρωνείας, δηλαδή με την ενεργοποίηση μιας προσωπικής υπονομευτικής ματιάς που επιβεβαιώνει τη γνώση και την ετοιμότητα. Από αυτή την πλευρά τα διηγήματα έχουν έναν σαφή «πολιτικό» χαρακτήρα που ζωγραφίζεται σε διάφορες στιγμές και σε λογής ατομικά αδιέξοδα και συζητήσιμες επιλογές.

Τι σημαίνει για εσάς το λαρισαϊκό τοπίο – τόπος και αναφορά για τους ήρωές σας; Αυθεντική επαρχία ή φοβισμένη ζωή; Οι περισσότερες ιστορίες του «Θα βοσκήσω το μαύρο» εκκινούν από την περιοχή της Λάρισας και του κάμπου για να ανοιχτούν και σε λογής άλλους τόπους εκτός Ελλάδος. Είναι αυτονόητο, νομίζω, να ξεκινήσω από τόπους οικείους σε μένα. Αυτοί δίνουν ένα σκηνικό ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο. Βεβαίως αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μυθολόγηση του τόπου. Και να σας πω: μ’ αρέσει η ιδέα πως η λογοτεχνία μπορεί να προσθέτει σημαίνοντα στα σημεία του χώρου στον οποίο αναφέρεται. Οπότε το επιδίωξα. Προφανώς δεν είχα σκοπό να παρουσιάσω την «αυθεντική» ζωή της επαρχίας ή μια φοβισμένη περίκλειστη επαρχιακή ζωή. Δεν μ’ απασχόλησε ποτέ κάτι τέτοιο. Μάλλον το αντίθετο. Η έγνοια μου ήταν πώς θα άνοιγα τις ιστορίες μου σε διαφορετικούς τόπους και νοοτροπίες γιατί πιστεύω πως πλέον δεν υπάρχουν περίκλειστες «επαρχίες» – τουλάχιστον όπως τις εννοούσαμε πριν από σαράντα χρόνια ή όπως τις εννοεί ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος της Αθήνας. Πάντως το βασικό μου μέλημα ήταν οι ήρωές μου κι όχι το σκηνικό.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλείνοντας, τι σημαίνει δημιουργία για εσάς σήμερα; Το σημερινό ζητούμενο είναι η δραστικότητα του έργου. Και όσο πιο δραστικά επιχειρείται η μεταφορά ενός μύθου σε ιδέες (για να μιλήσω για την πεζογραφία), τόσο μεγαλύτερη είναι η απομάκρυνση από λογής «αλήθειες». Να ξεκινάς από το επιμέρους, το τοπικό και τελικά να το βλέπεις να αφορά το πανανθρώπινο.


O Θώμας Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και δίδαξε πολλά χρόνια Θεωρία της Λογοτεχνίας στην Επιμόρφωση των Καθηγητών. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού «Σημείο», μέλος της ομάδας του περιοδικού «Αυτό» και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Γραφή» της Λάρισας. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Γραφή», «Σημείο», «Αντί» και στις εφημερίδες «Ελευθερία», «Αυγή», «Ελευθεροτυπία» και «Καθημερινή». Κείμενά του ανθολογήθηκαν στα σχολικά βιβλία των Νέων Ελληνικών. Εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τη νουβέλα «Τα ψάρια της Παναγιάς» και τα μυθιστορήματα «Πυκνός Καιρός» και «Μαράν Αθά». Έχει επιμεληθεί την ανθολογία «Λάρισα-μια πόλη στη Λογοτεχνία», το «Ημερολόγιο 2008 – Θεσσαλία, Χώμα πικρό σαν το ψωμί», τον τόμο «Θεσσαλία ­- ο τόπος και οι άνθρωποι» καθώς και το «Κιλελέρ – στον ήλιο μοίρα».

Διαβάσαμε: «Θα βοσκήσω το μαύρο», του Θωμά Ψύρρα [Εκδόσεις Μεταίχμιο]