Τατιάνα Αβέρωφ: «Πρέπει να αναθεωρήσουμε πια στην Ελλάδα τις έννοιες «δεξιά» και «αριστερά» ή καλύτερα να τις ξεχάσουμε, να τις υπερβούμε..»

Η συγγραφέας μιλά στη Μαρκία Λιάπη

Κυρία Αβέρωφ, ανάμεσα από σπουδές χορού, ψυχολογίας και φιλοσοφίας, πώς στραφήκατε στη συγγραφή; Αποτέλεσε συμπόρευση ή διέξοδο από την επαγγελματική πορεία; Ούτε το ένα ούτε το άλλο ακριβώς. Θα έλεγα μάλλον πως η συγγραφή ήταν εξαρχής ο στόχος, υποσυνείδητος έστω και θολός, που μου πήρε χρόνια μέχρι να ωριμάσει μέσα μου και να βρω τον τρόπο να τον υπηρετήσω.

«Οι ψυχολόγοι νομίζουν ότι έχουν όλες τις απαντήσεις και αυτό είναι επικίνδυνο» έχετε αναφέρει σε προηγούμενη δήλωσή σας. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα πάντα ή αποτελεί έναν «κακό», σύγχρονο ψυχαναγκασμό; Στο απόφθεγμά μου αυτό που παραθέτετε  ̶ νομίζω είναι από βιβλίο μου και μιλάει ένας από τους χαρακτήρες– πάντως, για να ακριβολογήσω, θα έπρεπε να προσδιορίσω ότι «οι κακοί ψυχολόγοι νομίζουν ότι… κ.λπ». Γιατί η δουλειά του ψυχολόγου δεν είναι να έχει και να δίνει τις απαντήσεις, αλλά μάλλον να βοηθάει τον άλλον να αναγνωρίσει τις βαθύτερές του επιδιώξεις και μαζί τα συναισθήματα, τις σκέψεις ή συμπεριφορές που τον καθηλώνουν στο όποιο αδιέξοδό του. Είναι αλήθεια πως σήμερα ο κόσμος καταφεύγει πιο εύκολα στον ψυχολόγο, γιατί αφενός έχουν εκλείψει πολλά απ’ τα παλιά ταμπού και αφετέρου η ζωή έχει γίνει όλο και πιο πολύπλοκη και πιεστική. Αναζητάει λοιπόν λύσεις, και καλά κάνει, απλώς χρειάζεται περίσκεψη και προσοχή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι σας άφησε η ενασχόλησή σας με το επάγγελμα της σχολικής ψυχολόγου; Ποιο πιστεύετε ότι είναι αυτό που έχουν ανάγκη οι σημερινοί έφηβοι, και ειδικά μέσα σε ένα καθοριστικό για τους ίδιους περιβάλλον, όπως το σχολικό; Μόνο θετικές εμπειρίες μού άφησαν τα χρόνια που δούλευα ως σχολική ψυχολόγος. Το σχολικό περιβάλλον σού δίνει πολλές δυνατότητες να παρέμβεις και προληπτικά  ̶  που αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό όπως ξέρουμε. Μπορείς να παρέμβεις στην  εκπαιδευτική πρακτική, στη δομή της τάξης, να οργανώσεις προγράμματα για την ανάπτυξη της συνεργασίας και της δημιουργικότητας των παιδιών, να συζητήσεις με γονείς, εκπαιδευτικούς, παιδιά, είναι άπειρες οι ευκαιρίες και τα παιδιά πάντα σε αναταμείβουν. Πιστεύω πως ο σημερινός έφηβος, όπως και όλα τα παιδιά, χρειάζονται όρια, αλλά και ελευθερία για να ανακαλύψουν τις δικές τους δυνάμεις και ενδιαφέροντα.

Παράλληλα, ασχολείστε με την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, μια σημαντική συλλογή για τη νεοελληνική τέχνη. Ποιον πίνακα θα επιλέγατε από τη συλλογή της Πινακοθήκης ως αγαπημένο και ποια πιστεύετε ότι είναι η εικόνα που έχει το σύγχρονο ελληνικό κοινό για την ελληνική τέχνη; Έχω πολλούς αγαπημένους πίνακες, τις «Ανθισμένες αμυγδαλιές» του Περικλή Πανταζή, το «Σπίτι που ονειρεύεται» του Μιχαήλ Οικονόμου, το «Ερωτικό» του Γιάννη Μόραλη, και έργα πολλών ακόμα σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Μιχάλη Κατζουράκη, του Μανώλη Χάρου, του Γιώργου Ρόρρη, δεν μπορώ να τους ονοματίσω όλους. Ως προς το σύγχρονο ελληνικό κοινό, θα έλεγα πως υπάρχει ένα κάποιο ποσοστό που ενδιαφέρεται, γνωρίζει και αγαπάει την ελληνική τέχνη. Έχουμε επισκέπτες που έρχονται ειδικά στο Μέτσοβο για να δουν τη μόνιμη συλλογή ή κάποα περιοδική έκθεση που έχουν μάθει πως παρουσιάζεται. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι που αδιαφορούν για τον πολιτισμό, ή που έρχονται στην Πινακοθήκη τυχαία, στο πλαίσιο μιας εκδρομής στο χωριό, ακόμα κι αυτοί όμως φεύγουν συνήθως εντυπωσιασμένοι και χαρούμενοι που αφιέρωσαν χρόνο για την επίσκεψη.

Στο πεδίο της συγγραφής, το μυθιστόρημά σας Θράσος (εκδ. Κέδρος) είχε προταθεί για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2010. Ωστόσο, τονίζετε ότι είναι ένα βιβλίο λογοτεχνίας καταρχήν για ενηλίκους. Πιστεύετε στη διάκριση ανάμεσα στην παιδική/εφηβική και ενήλικη λογοτεχνία ή ουσιαστικά αποτελεί μέρος της φιλολογικής κριτικής; Προφανώς και υπάρχουν διαφορές. Είναι άλλα τα γνωρίσματα της κάθε ηλικίας, άρα και τα βιβλία που τους ταιριάζουν. Η παιδική και εφηβική λογοτεχνία απευθύνεται σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Η «ενήλικη» λογοτεχνία βέβαια μπορεί να διαβαστεί και από νέους που έχουν μια αναγνωστική ωριμότητα και έχουν μάθει να απολαμβάνουν τη λογοτεχνία.

Πώς οδηγηθήκατε στη συγγραφή του νέου σας βιβλίου «Έγκλημα στον Παράδεισο», μια στροφή στο αστυνομικό μυθιστόρημα που ίσως ξαφνιάσει το αναγνωστικό σας κοινό; Μου αρέσει γενικά να καταπιάνομαι με διαφορετικά είδη γραφής. Από πολλές απόψεις όμως, το βιβλίο αυτό δεν απέχει και τόσο από τα προηγούμενά μου βιβλία. Νομίζω πως είναι αναγνωρίσιμο το στιλ γραφής, το ενδιαφέρον μου για τους χαρακτήρες, η έμφαση στη λεπτομέρεια, το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Το αστυνομικό ήταν για μένα μια ενδιαφέρουσα πρόκληση που μου επέτρεπε να εξερευνήσω ακόμα περισσότερο την αγάπη μου για σασπένς. Επίσης, ήθελα να «ξεκουραστώ» μετά τη μακρά περίοδο συναισθηματικής φόρτισης που βίωσα γράφοντας το προηγούμενό μου μυθιστόρημα, το «Δέκα ζωές σε μία», που αναφερόταν στη ζωή του πατέρα μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έχετε δηλώσει: «Ήμουν αριστερή στο μυαλό. Σήμερα νομίζω ότι δεν θα διαφωνούσαμε. (σ.σ. με τον Ευάγγελο Αβέρωφ)» και «Στην Ελλάδα υποφέρουμε από κομματικές παρωπίδες». Πού βρίσκεται για εσάς σήμερα η ελληνική Αριστερά και πώς θα περιγράφατε το σημερινό πολιτικό σκηνικό σε κάποιον που δεν ζει στην Ελλάδα; Η ελληνική αριστερά, αν εννοούμε το κυβερνών κόμμα, έχει όλα τα γνωρίσματα της παλιάς, κακής δεξιάς: Διχαστικός λόγος, έλλειψη σεβασμού στους δημοκρατικούς θεσμούς, καλλιέργεια κομματικού κράτους, κοντόφθαλμη πολιτική με γνώμονα μικροκομματικά και προσωπικά ωφέλη. Πρέπει να αναθεωρήσουμε πια στην Ελλάδα τις έννοιες «δεξιά» και «αριστερά», ή καλύτερα να τις ξεχάσουμε, να τις υπερβούμε, ώστε να αρχίσουμε να μιλάμε για την ουσία: δημοκρατία, φιλικό προς τον πολίτη κράτος, ανάπτυξη, ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους, και πάνω απ’ όλα το συμφέρον της χώρας μας που ανήκει στο σύνολο των πολιτών  ̶  ιδίως τώρα που ζούμε σε μια κρίσιμη περίδο, όχι μόνο ως Ελλάδα, αλλά και ως Ευρώπη και ως κουκκίδα σ’ έναν χάρτη παγκόσμιας αναταραχής.

Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει αφορμή για μια πολιτική αλλαγή ή οι τέχνες παραμένουν συνοδοιπόροι και όχι συνδιαμορφωτές της Ιστορίας;  Δεν θα έλεγα πως η τέχνη μπορεί να έχει έναν τόσο «πρακτικό» αντίκτυπο στην πολιτική ζωή μιας χώρας. Η τέχνη δρα πιο μακροχρόνια σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο της συλλογικής μας κουλτούρας. Επίσης, οι αληθινοί δημιουργοί θέλω να πιστεύω πως είναι οι πιο ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της εποχής, που αυτά τα μηνύματα τα εκφράζουν μετουσιωμένα σε τέχνη. Άρα η τέχνη είναι παιδευτική και, άρα, με το δεδομένο ότι η κρίση που ζούμε είναι πρωτίστως πολιτισμική, τότε ναι, έμμεσα, μακροχρόνια η τέχνη συνδιαμορφώνει την Ιστορία.

Τέλος, τι σημαίνει δημιουργία για εσάς σήμερα; Νομίζω πως απάντησα ήδη, εν μέρει έστω, δεν ξέρω αν μπορώ να δώσω μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση στο πλαίσιο μιας σύντομης συνέντευξης. Υποκειμενικά μόνο να προσθέσω ότι η δημιουργία, για μένα, είναι τρόπος ζωής, είναι επιλογή και πάθος και μια συνεχής αναζήτηση  ̶ άσχετα με το αποτέλεσμα, αυτό δεν ανήκει στην κρίση μου, έχει φύγει πια από μένα.