Είδαμε: «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, του Γιώργου Κουγιουμτζή

Η εθελούσια τυφλότητα ως εγκληματική συνενοχή

«…ὥστε θνητὸν ὄντ᾽ ἐκείνην τὴν τελευταίαν ἰδεῖν ἡμέραν ἐπισκοποῦντα μηδέν᾽ ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών.»

Κάθε φορά που κανείς προσεγγίζει μία παράσταση αρχαίας τραγωδίας, κατά κανόνα αναζητά, με καλή πάντα διάθεση, την προστιθέμενη αξία της, ήτοι αυτό το καινούργιο στοιχείο που έχει και θέλει να προσφέρει στο θεατή. Και πράγματι, όσον αφορά την αρχαία τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος», πλείστες αποδόσεις έχουν επιχειρηθεί ανά τα χρόνια, με απειράριθμες καλλιτεχνικές (αλλά και ακαδημαϊκές) προσεγγίσεις να συνακολουθούν, άλλες πιο πιστές κι άλλες πιο ελεύθερες. Στην πλέον πρόσφατη μεταφορά της περιώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή, όπως αποδόθηκε από τη σκηνοθετική εποπτεία του Χρήστου Σουγάρη, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης και την ΕΩΣ, αξίζει να αφιερώσει κανείς μερικές στιγμές, χάρη σε αυτή την «ευρηματικότητα», αυτό το added value που επέτρεψαν μία άλλη θέαση κι οπτική της γνωστής, περιώνυμης τραγωδίας.

Η πρωτοτυπία απαιτεί «καλλιτεχνικό ρίσκο», ιδιαίτερα όταν έχει κανείς απέναντί του τον «Οιδίποδα Τύραννο». Οι σκηνοθετικές πρωτοβουλίες πρέπει να λαμβάνονται κι εκτελούνται πρωτίστως με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό και με γνώμονα την πιστότητα στο «πνεύμα» του έργου, όπως εμπνεύστηκε από το Σοφοκλή, κι έπειτα ακολουθούν οι νεωτεριστικές προσεγγίσεις. Είναι ένα στοίχημα για τον εκάστοτε σκηνοθέτη, αν και πρέπει εκ προοιμίου να ομολογήσουμε την αναντίρρητη επιτυχία του εγχειρήματος του Χρήστου Σουγάρη. Ισορροπώντας παραδειγματικά μεταξύ των δύο κόσμων που απεικονίζονται, ήτοι του αρχαίου, σύγχρονου του έργου, και του σημερινού, σύγχρονου των θεατών, δεν υπερβάλλει κανείς δηλώνοντας ότι με τις εισηγούμενες «επεμβάσεις» η παράσταση «κερδίζει το στοίχημα» και μας παρουσιάζει έναν «Οιδίποδα Τύραννο» μοντέρνο, σύγχρονο και μεστό βάθους και νοήματος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η σκηνογραφία είναι λιτή, νεωτεριστική, και το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης φωτίζεται από τον Απολλώνιο Ήλιο, σύμβολο του θεού που μολονότι δεν ενσαρκώνεται, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγωδία, ενώ στο τέλος το φόντο βάφεται κόκκινο, στην απόχρωση του αίματος, σύμβολο των παθών των ηρώων, αλλά και της τραγικής τους κατάληξης, με έντονα κινηματογραφικό ύφος. Άλλωστε κινηματογραφική είναι συνολικά η εν λόγω προσέγγιση, με ομολογημένο τον noir χαρακτήρα της, ο οποίος καθίσταται πρόδηλος ούτως ή άλλως από την (και πάλι κινηματογραφικής περιωπής) απόδοση έργου ερευνητή στον βασιλιά Οιδίποδα –χαρακτηριστική η καταγραφή στοιχείων κι ενδείξεων σε μπλοκάκι-  αλλά και η σκληρότητα, η ωμή αγριότητα στην αναζήτηση της αλήθειας, η υποβλητική βαρύτητα της ατμόσφαιρας και, βεβαίως, η τραγική έκβαση αυτής της περιπέτειας.

Η διανομή των ρόλων είναι καθεμιά από μία δήλωση, και η επιλογή των ηθοποιών αποτελεί συνάμα και στοιχείο της «προσωπικότητας» της παράστασης: το πρώτον, η επιλογή του βασιλιά Οιδίποδα είναι ενδεικτική: ο βασιλιάς είναι νέος κι ενεργητικός, ένθερμος, παθιασμένος, όχι ώριμος, δεν διακατέχεται από την ήρεμη σοφία του γήρατος και της εμπειρίας. Η ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή ενσάρκωση του ρόλου, με βλέμμα, ύφος και χαμόγελο πάντοτε υπαινικτικό, πάντοτε δηλωτικό πολλών περισσοτέρων από όσα λέγονται, αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή του κοινού, συγκλονίζει δε η σταδιακή περιέλευσή στην αποκάλυψη της βαρέως προοικονομούμενης και στον θεατή ήδη γνωστής, αισχρής αλήθειας. Η προ-γνώση αυτή όμως δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τη συμμετοχή του θεατή στον πόνο του Οιδίποδα: η υποδειγματική ερμηνεία του Ντένη Μακρή εκμαιεύει την συν-πάθεια του κοινού του, ένα ειλικρινές, ατόφιο, γνήσιο πάθος για τον τραγικό ήρωα. Την δε Ιοκάστη, με το ψυχρό και αγέρωχο ύφος της βασιλικής αριστοκρατίας, το οποίο όμως αποδεικνύεται αμυντικό, μία προστατευτική για την ίδια αποστασιοποίηση από την συγκλονιστική αλήθεια την οποία αρνείται να πιστέψει, υποδύεται η Νίκη Σερέτη. Στο ρόλο του αδελφού της Ιοκάστης και μέλλοντος βασιλέα Κρέοντα, ο Σαμουήλ Ακινόλα, θα φανεί περήφανος στην ερμηνεία του, αλλά και δεδηλωμένος καλοζωιστής, άνθρωπος των απολαύσεων. Η αναζήτηση μαύρων Ελλήνων ηθοποιών για την ενσάρκωση της μισής βασιλικής οικογένειας ήταν μία πρωτοποριακή, συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη, δηλωτική της συνύπαρξης των ανθρώπων.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακολούθως, ο ανδρόγυνος και τυφλός μάντης Τειρεσίας, ο οποίος, κατά το μύθο, γνώρισε τη ζωή τόσο ως άνδρας όσο και ως γυναίκα, ενσαρκώνεται προσφυώς από τη διεμφυλική Μπέτυ Βαλακίδου, η οποία, συνοδευόμενη από ένα λαμπραντόρ-οδηγό, αποδίδει με ύφος παιγνιώδες και περιφρονητικό το ρόλο του μεγάλου προοικονόμου της αποκάλυψης. Πλαισιώνονται δε αυτοί από δύο ζεύγη χαρακτήρων ακόμη: αφ’ ενός τους Γιώργο Ψυχογιό και Γρηγόρη Ποιμενίδη, στο ρόλο των βοσκών, ο πρώτος τυφλός, γεμάτος όμως γνήσια συναισθήματα, ο δεύτερος εύθυμος και απόλυτα κυνικός, κι αφ’ ετέρου τους Νίκο Γκέλια και Κώστα Λάσκο, οι οποίοι θα αποτελέσουν τον χορό της τραγωδίας, ο μεν νέος, ανήσυχος και παρορμητικός στις κρίσεις του, ο δε γηραιός, πιστός κι επιβλητικός με τη στεντόρεια φωνή του και την καθαρότητα της σκέψης του. Το θίασο ολοκληρώνει τέλος ο άγγελος εξάγγελος της τραγωδίας, Μιχάλης Μουλακάκης, ο οποίος με πρωτοφανή κυνισμό ανακοινώνει τη φρικώδη κατάληξη της Ιοκάστης και του Οιδίποδα στο χορό – και τους θεατές, ενώ ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στα τέσσερα παιδιά (Άρης Κρητικός, Σιαμάκα Ακαμπούογκ, Ίων Δημητριάδης και Δέσποινα-Μαρία Μαρτσέκη), τα οποία με το παιχνίδι της Τυφλόμυγας τόσο προεξοφλούν την τυφλότητα του Οιδίποδα όσο και προσθέτουν ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος στην εξέλιξη της δράσης.

Η τυφλότητα είναι η θεματική που διατρέχει την παράσταση από την αρχή έως και το τέλος. Είτε πρόκειται για το παιδικό παιχνίδι της Τυφλόμυγας είτε για την παθολογική τυφλότητα του βοσκού και του χορού, είτε για την εθελούσια τυφλότητα της Ιοκάστης, το μόνο της στήριγμα για να μπορέσει να κρατηθεί μακριά από την αποκάλυψη της αλήθειας την οποία στο βάθος γνώριζε, είτε για την αυτοπροκληθείσα βίαιη τυφλότητα του Οιδίποδα στο τέλος της παράστασης, είναι σαφές ότι διατρέχει και διέπει το έργο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, δεν πρόκειται για ένα μοτίβο αισθητικό: η τυφλότητα των πρωταγωνιστών είναι στην πραγματικότητα ηθελημένη, η επιλογή της «άγνοιας» είναι συνειδητή: η αποσιώπηση της πραγματικότητας του εγκλήματος του Λάιου οδηγεί στην παράταση του καταστροφικού λοιμού, διότι η αποκάλυψη της αλήθειας φαντάζει αισχρότερη απ’ ότι η αρρώστια που μαστίζει τους πολίτες. Έκαστος με τον τρόπο του συνετέλεσε στην αποσιώπηση αυτή, έκαστος με τον τρόπο του φέρει προσωπικά ευθύνη. Κι, εν όψει της αναπόδραστης και μοιραίας -κατά τη βούληση του πεπρωμένου και κατά τα πρότυπα του Σοφοκλή- αποκάλυψης τη αλήθειας, λίγοι θα μπορέσουν να την αντικρίσουν κατάματα.