7 ερωτήσεις «Για τη Μαρίτα» από τον Αριστοτέλη Χαϊτίδη στην πρωταγωνίστρια του, Έρη Μπακάλη

Ένας βαθιά γυναικείος μονόλογος με την Έρη Μπακάλη

Μετά από μεγάλη επιτυχία σε θέατρα του γερμανόφωνου χώρου, το έργο του Αριστοτέλη Χαϊτίδη Για τη Μαρίτα με την Έρη Μπακάλη παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία του ιδίου και για πρώτη φορά στην Αθήνα, μόνο για δύο παραστάσεις στις 6 και 7 Οκτωβρίου στο Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα).

Ο μονόλογος Για τη Μαρίτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 2016 στη Βιέννη στα Γερμανικά (Marie-Fragment, Dschungel Wien). Ακολούθησαν πολλές ακόμα παραστάσεις τόσο στη Βιέννη όσο και σε φεστιβάλ του γερμανόφωνου χώρου. Η ελληνική παραγωγή του μονολόγου είναι η τέταρτη κατά σειρά σκηνοθετική προσέγγιση του ίδιου έργου στη διάρκεια 2 ετών.

Είναι ένα έργο βαθιά γυναικείο. Είναι η διεισδυτική ματιά στη ζοφερή πραγματικότητα που ζει μια γυναίκα, πολλά χρόνια έπειτα από τον θάνατο του μοναδικού της παιδιού. Η Μαρίτα, που πέθανε στην αρχή της εφηβείας της λόγω μιας σοβαρής διατροφικής διαταραχής, κυριαρχεί στη μνήμη της μητέρας της. Ωστόσο, η ίδια παραμένει μια μακρινή φιγούρα, σαν να μην έχει ζήσει ποτέ πραγματικά. Προσπαθώντας να διαχειριστεί το βάρος μιας ολόκληρης ζωής σε άρνηση, η μητέρα, ίσως στο τέλος των ημερών της, μονολογεί σε μια απόπειρα να ξεπεράσει τη μοναξιά μέσα της.

Ο Αριστοτέλης Χαϊτίδης επιχειρεί την προσέγγιση συναισθημάτων μέσω μιας εσωτερικευμένης ερμηνείας, αλλά και της ιδιαίτερης μουσικότητας της γλώσσας. Καθώς το πρωτότυπο έχει γραφτεί στα Γερμανικά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόδοσή του στα Ελληνικά, καθώς διερευνώνται άλλες πτυχές του κειμένου.

Πώς θα χαρακτηρίζατε το πρόσωπο που υποδύεστε; Θα την χαρακτήριζα ως μητέρα που δεν είναι πια μητέρα. Το παιδί πεθαίνει κι αυτή συνεχίζει να ζει. Αυτό είναι ίσως και η μεγαλύτερη δυσλειτουργία ή ρήξη που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποια η δυσκολία του ρόλου; Σας βοήθησε το γεγονός ότι είστε η ίδια μάνα; Η δυσκολία ήταν να ανακαλύψω τα διφορούμενα σημεία της αφήγησης του προσώπου αυτού και να υπογραμμίσω ακριβώς αυτά τα διλήμματα χρησιμοποιώντας «ανοιχτούς» ερμηνευτικά τονισμούς. Επειδή ακριβώς είμαι και εγώ μητέρα, είχα την τάση να της δίνω πάντα δίκιο. Αυτό όμως θα ήταν πολύ απλό, πολύ λίγο. Η συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους και ιδίως στα παιδιά μας που είναι ευάλωτα και εξαρτώμενα από εμάς έχει επιπτώσεις που αν τις συνειδητοποιούσαμε θα μας έπιανε δέος. Γι’ αυτό ο εγκέφαλός μας βρίσκει τρόπους να μπλοκάρει αυτήν τη συνειδητοποίηση για να μπορούμε να συνεχίζουμε να ζούμε και να επικοινωνούμε χωρίς να βραχυκυκλώνουμε. Όμως, παρόλ’ αυτά χρειάζονται εδώ στιγμές παρατήρησης, στοχασμού και ενδοσκόπησης.

Τι σας συνδέει με το πρόσωπο που υποδύεστε; Τι σας χωρίζει; Μας συνδέει η άποψη που εκφράζεται στο έργο ότι η ευτυχία δεν είναι επιλογή αλλά έλεος. Και ακριβώς ή ίδια φράση μας χωρίζει κιόλας. Και επίσης οι μητέρες μας. Νομίζω ότι έχω μια πολύ διαφορετική μητέρα απ’ ότι αυτή η γυναίκα. Η δικιά μου μάνα πιστεύει και αυτή ότι η ευτυχία είναι έλεος.

Είναι τελικά πιο εύκολο να παίξει κανείς κόντρα ρόλο; Όχι, είναι παγίδα. Γιατί αν κάτι δεν μου είναι και τόσο γνώριμο θα πρέπει να δουλέψω περισσότερο για να το αποδώσω πειστικά και πολυδιάστατα.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά με τον σκηνοθέτη; Έπαιξε ρόλο ότι είναι και ο συγγραφέας του έργου; Ότι ο σκηνοθέτης είναι και ο συγγραφέας του έργου έπαιξε σαφώς έναν ρόλο που σαν εμπειρία μετέφερε μια καινούργια πτυχή για μένα στη δουλειά. Γνώριζε πολύ καλά το κείμενο, πράγμα που δεν το κάνουν οι σκηνοθέτες. Όμως ήταν ανοιχτός σε ερμηνευτικές προσεγγίσεις δικές μου, σε βαθμό που ήταν σαν να ανακάλυπτε το κείμενο μαζί μου. Μια διάσταση του θεατρικού παράδοξου κατά την οποία πρέπει να ανακαλύπτεις κάτι που ήδη ξέρεις. Αυτή η πιο σημαντική θεατρική διάσταση δεν ήταν προσπάθεια για εκείνον, αλλά βίωμα. Επίσης, ο τρόπος του να με οδηγεί και να με διορθώνει υπήρξε μοναδικός. Οι παρατηρήσεις του ήταν πάντα γεμάτες σεβασμό στις προθέσεις μου και γι’ αυτό δεν έγιναν εμπόδιο παρά προτροπές για να πάμε ένα βήμα παραπέρα.

Ακολουθήσατε κάποια μέθοδο ή συγκεκριμένη οδό για να δομήσετε το ρόλο; Μια μέθοδο σαν να διαβάζουμε παρτιτούρα. Ο Αριστοτέλης το έστησε σαν να δούλευε πάνω στις αποχρώσεις των φράσεων ενός σόλο κονσέρτου. Διαθέτει μια ιδιαίτερη μουσικότητα και ακολούθησε και υπογράμμισε τους τόνους και ήχους των διαφόρων συναισθημάτων. Αυτό στο τέλος γίνεται για τον ηθοποιό κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας.

Τι παίρνετε από αυτόν το ρόλο αφού σβήσουν τα φώτα της σκηνής; Την αίσθηση ότι εμείς ανήκουμε στη ζωή και όχι η ζωή σε εμάς.