Νίκος Εγγονόπουλος – Ενας στρατευμένος σουρεαλιστής | Σαν σήμερα

Νίκος Εγγονόπουλος
Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907. Ποιητής και ζωγράφος με απολύτως προσωπικό ύφος υπερασπίστηκε το εγχείρημα του υπερρεαλισμού με πάθος και πείσμα – και δια βίου. Με το διπλό έργο του προίκισε την υπερρεαλιστική τέχνη με μοτίβα και παραστάσεις ελληνικής ιθαγένειας. Ο «αδιάλλεκτος» – όπως πολλοί τον χαρακτήρισαν – υπερρεαλισμός του επιτυγχάνει να αφήσει ατραυμάτιστη την οικουμενική διάσταση ενόσω στοιχειοθετεί και υπηρετεί την εθνική του ταυτότητα, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στον περίφημο «Μπολιβάρ».

Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.

Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν».

Μέσω του ποιητικού και εικαστικού του έργου ο Εγγονόπουλος στοχάστηκε για την ελληνικότητα, αντιτιθέμενος – με τα σύμβολα που επέμενε να υπηρετήσει επίμονα, καθώς και με τους «προδρόμους» που ποικιλότροπα μνημόνευσε και τίμησε – στον χαρακτήρα που επιχείρησαν να της δώσεις άλλες πτέρυγες της «Γενιάς του ’30», διεκδικώντας την πνευματική ηγεμονία. Πεισματωμένος και από τον χλευασμό – στα όρια της κανιβαλικής κακότητητας – που αντιμετώπισαν τα δύο πρώτα βιβλία του. καλλιέργησε μεθοδικά το ιδίωμα του, συνομιλώντας με την παράδοση με γνώση και τόλμη, η οποία και του επέτρεψε να την προσεγγίσει με ανασχηματιστική και δυναμική οπτική, κι όχι στατική και απομιμητική.

Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδίαζε νέα κτίρια.

«Γιατί τόση σιωπή γύρω από τα ποιήματα του Εγγονόπουλου; Γιατί θα πρέπει να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια πριν γραφτεί η πρώτη σοβαρή κριτική για τα ποιήματα του;», αναρωτιέται η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Όντως, οι «σοβαροί κριτικοί, όπως ο Ανδρέας Καραντώνης και ο Τέλλος Άγρας», κατά τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδει αλλού η συγγραφέας, σιώπησαν.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄.

Ναυσικά και Οδυσσεύς στο νησί των Φαιάκων (Δεκ.1982), Νίκος Εγγονόπουλος
«…έχω να δηλώσω ότι ποτέ δεν υπήρξα και ‘‘επαγγελματίας’’ ζωγράφος. Παρ’ όλον ότι η ζωγραφική είτανε το μεγάλο μου, το αποκλειστικό μου, μπορώ να πω, μεράκι, ο μεγάλος πόθος στη ζωή μου. Τη ζωγραφική τη σπούδασα και τη δούλεψα με φλογερό πάθος και αφοσίωση. Όμως ξέρω κι από την ίδια πείρα πως ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός πολυβασανισμένος, και θα είτανε μεγάλη υπερβολή να του ζητάς ειδική κατανόηση και θερμό ενδιαφέρον για τις τέχνες.[..]Πάντως το ψωμί μου το έβγαζα εργαζόμενος συνεχώς στο Πολυτεχνείο.»

Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Société Européenne de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου). ‘Ηταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.

Για τον Εγγονόπουλο είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης:

«Γενικά έχει κατορθώσει να συνδυάζει την επαναστατική γραμμή μαζί με μια καλώς εννοούμενη αριστοκρατία. Δεν ήταν εύκολος στις γνωριμίες. Στις δέκα περιπτώσεις, τις εννέα ήταν βέβαιο πως θα σε προγκήξει. Κι όχι διόλου μειώνοντας την ευγένεια, που του ήταν έμφυτη, αλλ’ αυξάνοντας απεναντίας το σαρκασμό. [..] Κανείς δε γνώριζε όσο αυτός τη γαλλική ποίηση. [..] Η τακτική του αιφνιδιαστική.. [..] η αγαπημένη του μέθοδος, που την εφάρμοζε σχεδόν πάντα με την πρώτη επαφή του με τους ανθρώπους. Πανέξυπνος και με τεράστιο μνημονικό, έδρεπε αυτοστιγμεί το πιο παράδοξο άνθος από τις εκτεταμένες καλλιέργειες που διέθετε μέσα του, και το πετούσε καταπρόσωπο στον ανύποπτο συνομιλητή του που , ο δυστυχής, δεν είχε άλλη διέξοδο..»

Ο Εγγονόπουλος πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Ο Ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριό του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετεν, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.

Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ όρθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει βαθειές μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τόνε κρατά στη ζωή.

Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου η άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.

(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).

Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου το κρύφτεις, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!

Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι’ υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.

 

Πηγή: Βικιπαίδεια, Πεζά Κείμενα, Νίκος Εγγονόπουλος (Υψιλον), Ελληνες ποιητές (Καθημερινή).