Διαβάσαμε: «Θα βοσκήσω το μαύρο», του Θωμά Ψύρρα [Εκδόσεις Μεταίχμιο]

Γράφει ο Θοδωρής Μπόνης (thodoris.bonis@gmail.com)

«Θα βοσκήσω το μαύρο», του Θωμά Ψύρρα
Ένα βιβλίο που εναρμονίζει την ιστορική γνώση με τη λογοτεχνική έκφραση και το γεγονός με την έντεχνη απόδοση της προσωπικής μαρτυρίας.

Δεκατρία διηγήματα ή μυθιστορίες, που εκκινούν από τη θεσσαλική παράδοση και εκτείνονται σε χωριά και αστικά κέντρα της ενδοχώρας και του εξωτερικού, συνθέτουν το καινούργιο βιβλίο του Θωμά Ψύρρα με τίτλο «Θα βοσκήσω το μαύρο» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αφορμή για την επιλογή του τίτλου στάθηκε το ποίημα του Νίκου Καρούζου «Αίφνης»:

Αυτό που λέμε όνειρο δεν είν’ όνειρο
που η πλατιά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο που αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη·
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία

λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

  Μέσω των αφηγητών, στο βιβλίο συνυφαίνεται η πραγματικότητα και ο μύθος. Σε κάθε διήγημα υπάρχει μια κύρια αφήγηση· ο αφηγητής δεν απευθύνεται στον αναγνώστη, αλλά στο ακροατήριο που είναι παρόν. Οι ένθετες αφηγήσεις, αφετέρου, προσφέρουν την παράλληλη ιστορία. Κάθε ιστορία εγγράφεται μέσα σε ένα μικρότερο ή πλατύτερο χρονικό πλαίσιο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης. Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας επιχειρεί να διατρέξει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας: τον πόλεμο του ’40, τον Ελληνικό Εμφύλιο, τη Χούντα, τη μεταπολιτευτική περίοδο της οικονομικής ευμάρειας και του χρηματιστηρίου, την οικονομική κρίση που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά και την άνοδο του λαϊκισμού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Τότε γέμισε ο κάμπος τζιπάρες και βαριά τρακτέρια με ερ κοντίσιον και σπίτια με γκαζόν και πολυτέλειες. Κι από ζωή… ζωάρα! Στο καφενείο ανάκατοι όλοι μικροί και μεγαλύτεροι να περνάει ο καιρός με τα χαβάδια. Ο καθένας να λέει το μακρύ και το κοντό του. Και το βράδυ καβάλα στο τζιπ και βουρ στα σκυλάδικα και στα λάιβ σόου για “μωρά”. Ουίσκια και καψούρα με τις τραγουδιάρες. Καλοί καιροί!…

»Τώρα όμως με την κρίση… τι κάνουμε; Τώρα τα πράματα είναι σκατά! Παντού χρωστάω. Δεν σηκώνω τηλέφωνο γιατί με παίρνει η τράπεζα. […] Και η δουλειά όλο λιγοστεύει. Όσοι έρχονται στο μαγαζί παραγγέλνουν μία σαλάτα και δικιολογιούνται πως τάχα μου κάνουν δίαιτα! Πώς να βγεις στις υποχρεώσεις; Ούτε μεροκάματο… μέσα μπαίνουμε… και δεν βλέπω φως! Αυτό με τρελαίνει».

Οι ήρωες του Ψύρρα προέρχονται από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα και, καθώς αφηγούνται γεγονότα από τη ζωή τους, έρχονται αντιμέτωποι με την Ιστορία, την αναστοχάζονται και την ανακατασκευάζουν. Ο λόγος τους είναι ευθύς, άμεσος μα, πάνω από όλα, λαϊκότροπος, ενδεδυμένος με την ιδιόλεκτο της Λάρισας και του Τυρνάβου. Τα πρόσωπα είναι όλων των ηλικιών και προέρχονται από διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες (καλλιτέχνες, αθλητές, άνθρωποι της νύχτας, επιχειρηματίες, εφοριακοί, καθηγητές κ.ά.). Οι βιογραφίες τους έχουν ως θεματικό πυρήνα την απογοήτευση από τη ζωή, τη ματαίωση των ελπίδων τους, τη νοσταλγία των περασμένων, την πολιτική πολεμική και το αναπόδραστο του θανάτου. Παρόλα αυτά, η ανάγνωση «δένει» τον αναγνώστη, δίχως να τον κάνει να ασφυκτιά. Δημιουργείται εντέχνως το πεδίο του ελεύθερου κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου δεν αποκρύπτουν το αρνητικό και ανήθικο, αλλά, αντιθέτως, το εκθέτουν. Ο τόνος είναι δυναμικός και ταυτόχρονα εξομολογητικός, φανερώνοντας τη δεκτικότητα του αφηγητή απέναντι στον συνομιλητή του.

«Γύρισα στο καφενείο κι έπιασα να αναρωτιέμαι:
»Έρχεται ο ένας και σου λέει: “Θα σκίσω τα μνημόνια”. Και τον ψηφίζουμε.
»Έρχεται ο άλλος και σου λέει: Θα τυπώσω λεφτά εκεί που τα κόβουν. Και τον κάνουμε υπουργό.
»Έρχεται ο τρίτος και σου λέει: “Το χρέος είναι επαχθές, άρα δεν χρωστάμε”. Και φτιάχνει κόμμα.
»Έρχεται τώρα και τούτος εδώ και λέει: “Θα σας τα πληρώσω όλα, κι αποπάνω θα σας κάνω κι ένα δωράκι είκοσι χιλιαρικάκια”. Και μαζεύει κόσμο από πίσω.
»Τι να πω;… Τι σκατά χώρα είν’ ετούτη;… Μη και δεν φταίει η χώρα και φταίει το κεφάλι μας το στραβό, που γουστάρει παραμύθα; Τι σκατολαός είμαστε;»

Πρόθεση του συγγραφέα είναι να προσδώσει στο περιεχόμενο των αφηγήσεων τον χαρακτήρα του απολογισμού και την ανάγκη της εκ νέου νοηματοδότησης της ζωής, όχι τη στείρα καφενειακή και, περίκλειστη από αγκυλώσεις, αντιπαράθεση. Τα συνειδητοποιημένα πάθη εξωτερικεύονται συχνά με αυτοσαρκαστικό τρόπο, ενώ οι κοινωνικές παθογένειες εξοβελίζονται σαν αλλοτριωτικά ιζήματα. Το σύνολο του έργου διαποτίζεται από τον πολιτικό προβληματισμό, που άλλοτε εντοπίζεται σε σπερματική μορφή και άλλοτε μεταμορφώνεται σε σφοδρή κριτική των πολιτικών και της πολιτικής. Σκοπός, ωστόσο, του συγγραφέα δεν είναι μια ex post πολιτική καταγγελία, αλλά η στροφή προς τον εαυτό, η ατομική και συλλογική αυτοκριτική.

O Θώμας Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και δίδαξε πολλά χρόνια Θεωρία της Λογοτεχνίας στην Επιμόρφωση των Καθηγητών. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού «Σημείο», μέλος της ομάδας του περιοδικού «Αυτό» και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Γραφή» της Λάρισας. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Γραφή», «Σημείο», «Αντί» και στις εφημερίδες «Ελευθερία», «Αυγή», «Ελευθεροτυπία» και «Καθημερινή». Κείμενά του ανθολογήθηκαν στα σχολικά βιβλία των Νέων Ελληνικών. Εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τη νουβέλα «Τα ψάρια της Παναγιάς» και τα μυθιστορήματα «Πυκνός Καιρός» και «Μαράν Αθά». Έχει επιμεληθεί την ανθολογία «Λάρισα-μια πόλη στη Λογοτεχνία», το «Ημερολόγιο 2008 – Θεσσαλία, Χώμα πικρό σαν το ψωμί», τον τόμο «Θεσσαλία ­- ο τόπος και οι άνθρωποι» καθώς και το «Κιλελέρ – στον ήλιο μοίρα».


Συγγραφέας: Θωμάς Ψύρρας
Τίτλος: Θα βοσκήσω το μαύρο
Εκδόσεις: Μεταίχμιο (2017)
Σελίδες: 277
Εξώφυλλο: Δημήτρης Χαρισιάδης, Κρήτη, 1957 © Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη