Είδαμε: «Στέλλα κοιμήσου», Εθνικό Θέατρο [Γράφει η Ελπίδα Ροΐδου]

Γράφει η Ελπίδα Ροΐδου

(Είναι δύσκολο να θεωρήσεις μια παράσταση καλή ή κακή, ωραία ή μη. Μπορείς σίγουρα να αναγνωρίσεις μια πρόθεση. Μια παράσταση έχει έντονο ενδιαφέρον αν την επόμενη μέρα ξυπνήσεις και δεν την έχεις ξεχάσει.)

Γιάννης Οικονομίδης. «Στέλλα Κοιμήσου». Η πρώτη του έξοδος στο θέατρο. Αν έχεις δει έστω μια ταινία του , μπορείς να υποψιαστείς περί τίνος πρόκειται. Δε θα πέσεις έξω. Κατάφερε να μεταφέρει στη σκηνή αυτό που κάνει στη μεγάλη οθόνη. Εδώ όμως το εγχείρημα δυσκολεύει. Από όλες τις μεριές. Ο σκηνοθέτης καλείται να δημιουργήσει ένα έργο που διαδραματίζεται σε πραγματικό χρόνο και βιώνεται κατ’ επανάληψιν από τους ηθοποιούς. Όσον αφορά τη σχέση αυτών των δύο, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως υπάρχει μια γενική σκηνοθετική γραμμή, όμως ο ηθοποιός είναι ελεύθερος να αυτοσχεδιάσει, να αλλάξει τα λόγια του, να διαχειριστεί το συναίσθημά του όπως ο ίδιος νιώθει και θέλει κάθε φορά. Τέλος ο θεατής από τη μεριά του, «ζει» ένα έργο που εκτυλίσσεται εκείνη τη στιγμή μπροστά του , δεν έχει την ασφάλεια του πανιού ή της οθόνης. Δεν υπάρχουν οπτικά ή ηχητικά «εφέ». Ενώ ο αυτοσχεδιασμός του ηθοποιού κάνει την κατάσταση ακόμα πιο ρεαλιστική.

Ο Οικονομίδης δεν τα πάει καλά με τη σύγχρονη ελληνική (ή μη) πραγματικότητα. Της κομπίνας, των χρημάτων, της ανυπαρξίας αξιών. Του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Στην προκειμένη περίπτωση, η κοινωνία αντικατοπτρίζεται στην οικογένεια της Στέλλας (σ.σ. Ιωάννα Κολλιοπούλου) . Μια καθόλα πατριαρχική, νεόπλουτη οικογένεια. Ο πατέρας (σ.σ. Στάθης Σταμουλακάτος) κουμαντάρει, κερδίζει λεφτά, απαιτεί, παρέχει λεφτά και ανέσεις. Η αγάπη στην οικογένεια είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα χρήματα. Η υπόθεση δε θα έλεγε κανείς ότι είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη. Η κόρη μιας πλούσιας οικογένειας θέλει να παντρευτεί έναν άντρα κατώτερου οικονομικού επιπέδου (σ.σ. Γιάννης Μυλωνάς), αλλά δεν επιτρέπεται. Πρέπει να παντρευτεί αυτόν που της έχει ορίσει ο «αρχηγός» της οικογένειας προκειμένου ο ίδιος να καταφέρει να μπει στην πολιτική και να αποκαταστήσει τη «φήμη» του. Η αδερφή της (σ.σ. Έλλη Τρίγκου), η αδερφή του πατέρα της (σ.σ. Μάγια Κώνστα) καθώς και ο σύζυγος της θείας (σ.σ. Αντώνης Ιορδάνου) βρίσκονται απέναντι στη Στέλλα, διαφωνούν και κατακρίνουν την επιλογή της. Η μητέρα της (σ.σ. Καλλιρόη Μυριαγκού) καθώς και ο αδερφός της (σ.σ. Γιάννης Νιάρρος) κατανοούν την επιθυμία της, την υπερασπίζονται, αλλά υπάρχει μέσα τους και μια δόση αδιαφορίας. Ωστόσο μόλις αρχίσει ο πατέρας να «ορίζει» όλοι υποχωρούν, χωρίς να προβάλλουν ιδιαίτερη αντίσταση. Κοινωνική καταπίεση, βία ψυχική και σωματική, βωμολοχία. Ο τρόπος που βιώνεται αυτή η απαγόρευση πονάει. Η αλήθεια πονάει και το θεατή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πιο τρομακτικά αληθινό κομμάτι της παράστασης είναι η συμπεριφορά του ενός προς άλλον. Μιλάνε όλοι μαζί χωρίς να κάνουν προσπάθεια να ακούσουν τι έχει να πει ο συνομιλητής, με εξαίρεση την ώρα που παίρνει το λόγο ο «ο αρχηγός τη οικογένειας». Ο άνθρωπος ως δέκτης δεν έχει μάθει να ακούει, κι έτσι όταν μπαίνει στο ρόλο του πομπού νιώθει πως δε θα «ακουστεί» με αποτέλεσμα να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Φαύλος κύκλος και βαθιά σύγχυση.

Ο ρόλος του καθενός και ο τρόπος ενσάρκωσής του φαίνεται να είναι απόλυτα ηθελημένος και στοχευμένος. Το ίδιο και ο θεατρικός χρόνος που καταναλώνει. Οι ήρωες βρίσκονται επί σκηνής σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ενώ οι χαρακτήρες τους ποικίλλουν, ώστε να εντείνει καθένας ξεχωριστά το φορτισμένο κλίμα. Μεγαλύτερο βάρος, ένταση και χρόνο καταλαμβάνουν η Στέλλα και ο πατέρας της. Το κοινό παρακολουθεί την πρώτη να βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης , μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης και έντονου φόβου, από την αρχή του έργου. Ο πατέρας στο πρώτο μέρος δεν εμφανίζεται, ενώ όλοι βρίσκονται επί σκηνής και ασχολούνται με το άτομό του. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μυστηρίου γύρω από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο θεατής έχει την ευκαιρία να υποθέσει, να ελπίσει, να πλάσει ένα χαρακτήρα στο μυαλό του. Όταν τελικά εμφανίζεται ο πατέρας, του δίνεται ο απαραίτητος χώρος και χρόνος ώστε να ξεδιπλώσει τον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο, να υπάρξει έντονη εναλλαγή συναισθημάτων. Ηρεμία και ψυχραιμία, οργή, θυμός και ξέσπασμα, βαθιά απογοήτευση και τελικά κατάρρευση. Όλα περιτυλιγμένα με ένα ριζωμένο αίσθημα φόβου που προσπαθεί να μετουσιωθεί σε επίδειξη ισχύος.

Ο φόβος, φανερός ή ενδόμυχος, είναι ίσως το κυρίαρχο συναίσθημα της παράστασης. Το βιώνουν όλοι οι χαρακτήρες, ακόμα κι αν επιφανειακά προσπαθούν να δείξουν ή δεν έχουν καταλάβει πως δεν είναι αυτό που τους καθοδηγεί. Απλώς ο καθένας το εκδηλώνει με διαφορετικό τρόπο.

Η παράσταση τελειώνει με την κατάρρευση του πατέρα. Αφού έχει προηγηθεί ένα συναισθηματικό κρεσέντο.

Το κοινό χειροκροτά, δυνατά, για πολλή ώρα. Δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί. Αποσβολωμένο και ταρακουνημένο χειροκροτά. Αυτή η συναισθηματική κατάσταση κρατάει αρκετή ώρα, ώσπου η ταραχή να καταλαγιάσει και να κατασταλάξει σε μια άποψη περί της παράστασης. Φεύγοντας από το θέατρο, πέρασε γύρω στη μιάμιση ώρα ώσπου να τολμήσουμε να μιλήσουμε ουσιαστικά για την παράσταση.

Συμφωνήσαμε ότι όλοι οι ήρωες ήταν τραγικοί όμως ένας υπέφερε περισσότερο από τους άλλους. Οι απόψεις όμως διίσταντο για το ποιος χαρακτήρας βίωνε εντονότερο δράμα.

Ο πατέρας ή Στέλλα; Η Στέλλα ή ο πατέρας;

*Η παράσταση «Στέλλα κοιμήσου» παίζεται στο Εθνικό Θέατρο, στο κτίριο Τσίλλερ, σκηνή «Νίκος Κούρκουλος». Τετάρτη-Σάββατο: 21:00. Κυριακή 19:00.