Γιώργος Ιωάννου «Κέντρο διερχομένων.. τα ηλιοτρόπια» [Σαν σήμερα]

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου 1927 και απεβίωσε στις 16 Φεβρουαρίου 1985. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη.

Το 1954 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Ηλιοτρόπια» και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή «Τα χίλια δέντρα». Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, προς την οποία στράφηκε οριστικά από το 1964 με την έκδοση μιας συλλογής 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο και όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του είναι: Για ένα φιλότιμο (1964), Η Σαρκοφάφος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974), Το δικό μας αίμα (1978) [Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1979], Επιτάφιος θρήνος (1980), Ομόνοια (1980), Κοιτάσματα (1981), Πολλαπλά κατάγματα (1981). Εφήβων και μη (1982), Εύφλεκτη χώρα (1982), Καταπακτή (1982), Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης [Δοκίμια] (1986).

«Τότε που έλειπα» από τη συλλογή ποιημάτων «Ηλιοτρόπια»

Σαν επιστρέφω αργά στην κάμαρά μου,
ομίχλη φόβου πάντα με τυλίγει.
Όργια, λες, έγιναν θεία,
τότε που έλειπα στους δρόμους.
Κομμένα γόνατα – δεμένα χέρια
ξορκίζω τους καθρέφτες και θολώνουν.
Κάτι έχουν δει
κάτι έχουν δει και που δε λέει
να πάρει τέλος, Θε μου.
Πια δε βαστώ.
Εδώ και χρόνια μες στα χέρια του με πλάθει.

«Με κυκλώνει απόψε» από τη συλλογή ποιημάτων «Τα χίλια δέντρα»

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Με ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Το παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’την πόλη.
Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.
Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.

Η λογοτεχνική παραγωγή του Γιώργου Ιωάννου μπορεί σχηματικά να διαιρεθεί σε δύο περιόδους: στις συλλογές του μέχρι «Το δικό μας αίμα» γράφει ρεαλιστικότερα και με τρόπο εντονότερα συσπειρωμένο γύρω από τις ιστορικές εμπειρίες του νεότερου ελληνισμού (από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τα μετεμφυλιακά χρόνια), ενώ στις κατοπινότερες το ύφος γίνεται στοχαστικότερο και υποβλητικότερο, εμφανώς πιο τολμηρό και τείνει συχνά προς την ονειροπόληση.

Βασική παράμετρος της λογοτεχνίας του Ιωάννου είναι το βιωματικό φορτίο της, ο τρόπος με τον οποίο μεταστοιχειώνονται λογοτεχνικά οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το κοινωνικό και ιστορικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, ο κόσμος των εργατών και οι έρωτές τους κ.ά.). Ιδιαίτερο ρόλο, εξάλλου, παίζει η γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.

Για τη βιωματικότητα στο έργο του, ο Ιωάννου είπε:
«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα […]. Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος […]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»

Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι η μονοεστιακότητα στην αφήγηση, ο κατακερματισμός του θέματος και η ιδιαίτερη μεταχείριση του αφηγηματικού χρόνου. Η μονοεστιακή αφήγηση δημιουργεί έναν πεζογραφικό λόγο στον οποίο τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε μένει θεατής και τα αφηγείται (η αφήγηση αυτή δεν γίνεται απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο). Ως προς το χειρισμό της πλοκής, η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος απουσιάζει σχεδόν πλήρως, ενώ τα γεγονότα αποτελούν ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα, διανθισμένες από σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Τέλος, ως προς την παράμετρο του αφηγηματικού χρόνου, η αφήγηση με παρόμοια λογική εγκαταλείπει τη γραμμική προώθηση, μπορεί δηλαδή να ξεκινά αδιαφόρετα από το παρόν ή το παρελθόν και δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής. Τα γνωρίσματα αυτά της γραφής του Ιωάννου συνοψίζονται σχηματικά στην ιδέα του πεζογράφηματος, του ιδιαίτερου δηλαδή λογοτεχνικού είδους που ο ίδιος ευαγγελιζόταν πως εισηγήθηκε και καλλιέργησε συνδυάζοντας στοιχεία παραδοσιακών ειδών πεζογραφίας μικρής φόρμας, όπως το διήγημα και το δοκίμιο.

Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για παιδιά με τίτλο Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του «Ο Πίκος και η Πίκα» (1986). Επιπλέον, ο Ιωάννου ασχολήθηκε πολυσχιδώς με την νεοελληνική παράδοση, καταγράφοντας και εκδίδοντας δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών. Σχετικά εργασίες που εξέδωσε είναι: Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας (1965), Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού (1966), Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές (1970), Καραγκιόζης (1971–1972, Τόμοι 3), Παραμύθια του λαού μας (1973).

Έχει μεταφράσει έργα, όπως «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» του Ευριπίδη (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική [XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας] (1980) και «Για την καταγωγή και τη χώρα των Γερμανών» (ιστορικό δοκίμιο του Κορνήλιου Τάκιτου) (1981).

Εξέδωσε το προσωπικό περιοδικό Φυλλάδιο από το 1978 έως το 1985 (συνολικά 8 τεύχη εκ των οποίων τα δύο τελευταία κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του). Ακόμη επιμελήθηκε την έκδοση του Ημερολογίου του Φ.Σ. Δραγούμη (1984) με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια δικά του.

Μελοποιημένοι στίχοι του κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Κέντρο διερχομένων» σε μουσική και ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη. Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία Αρβανιτάκη, LYRA 1982

«Όχι μαζί» από τα μελοποιημένα σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη

Μην περπατάς, μην περπατάς μαζί μου
να μη σε γράψουνε
με ξέρουνε στην πιάτσα
και θα σε κάψουνε

Περπατά το κατόπι πάνω στα βήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα
εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα

Γυρνάω και σε βλέπω
και αναστατώνομαι
αν είσαι όπως δείχνεις
εγώ σκοτώνομαι

Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους
εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους

Περπατά κι ακόλουθα, μάθε το σπίτι μου
να έρχεσαι μονάχος, αποσπερίτη μου
κι όταν χτυπάς την πόρτα μες τα μεσάνυχτα
τα παραθύρια μου όλα θα `ναι ορθάνοιχτα

«Μείνε κοντά μου» από τα μελοποιημένα σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη

Μείνε κοντά μου απόψε, η νύχτα είναι το παν
η νύχτα είναι μαχαίρι γι’ αυτούς που αγαπάν.
Μεσ’ το σκοτάδι νιώθω καυτό το σώμα σου
το ψάχνω το χαϊδεύω φυλώ το στόμα σου

Το αδειανό κρεβάτι φρικτό μαρτύριο
κοντά μου δε θ’ ακούσεις το σιωπητήριο.
Πάτα το μηχανάκι για τη μονάδα σου
εγώ θα’ μαι για πάντα η φιλενάδα σου

Σαν έρχεται η μέρα βλέπω το ρήμαγμα
την αδειανή ζωή μου και το ξετίναγμα.
Μείνε κοντά μου απόψε έστω για μια φορά
και το πρωί λεβέντη μου βγες στην αναφορά.