Ερη Ρίτσου: «Μέσω του αστυνομικού μύθου μιλάω για αυτά που με απασχολούν χωρίς να δίνεται η αίσθηση του πολιτικού μανιφέστου»

Η Ερη Ρίτσου μιλά για τα δύο της αστυνομικά μυθιστορήματα με τίτλο «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» και «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.

Βρισκόμαστε στο πολυτάραχο πολιτικά 2015 και λίγες μέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου ένας άνδρας βρίσκεται δολοφονημένος σε δασική περιοχή ενός νησιού από όπου κατάγεται η αστυνομικός Μαρία Γεωργίου. Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» μεταβαίνει από την Αθήνα στο νησί, προκειμένου να αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης. Στο στέρνο του εκλιπόντος χαράχθηκε ένας αγκυλωτός σταυρός. Μία σειρά σεναρίων αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους που αφορούν πολιτικά κίνητρα και βάσιμες υποψίες για εξακολουθητική παρενόχληση ανήλικων κοριτσιών.

Η επιλογή του ιστορικού πλαισίου για τη συγγραφή του βιβλίου μόνο ως τυχαία δεν χαρακτηρίζεται: Παράλληλα με την εξέλιξη της υπόθεσης της δολοφονίας προσφέρεται το έδαφος –τόσο από την πλευρά της παντογνώστριας αφηγήτριας-συγγραφέως όσο και από τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου- για κριτική των κυβερνητικών πολιτικών και καταδίκη της ακροδεξιάς. Η συγγραφέας εδώ κατορθώνει να συμφιλιώσει τη λογοτεχνική συγκατοίκηση της μυθοπλασίας με την πολιτική κριτική:

    • Τι να σου πω, παιδί μου; Θα φύγω και θ’ αφήσω πίσω μου έναν κόσμο γεμάτο πολύ περισσότερους ανόητους απ’ όσους βρήκα όταν ήρθα.
    • Γιατί το λες αυτό, θεία Αντριάνα;
    • Μα δε βλέπεις, παιδάκι μου, τι γίνεται τριγύρω; Τάζουνε όλοι πως θα διαχειριστούνε καλύτερα τον καπιταλισμό και θα τον κάνουνε πιο ανθρώπινο. Μα γίνεται ο καπιταλισμός ανθρώπινος; Κι ο κόσμος τούς πιστεύει και σπάει τα μούτρα του και ζει όλο και χειρότερα, αλλά μυαλό δε βάζει.

Το sequel του βιβλίου «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» είναι το «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά». Στο δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα της Έρης Ρίτσου συναντάμε εκ νέου τη Μαρία Γεωργίου σε μία υπόθεση, που αφορά μια νεαρή κοπέλα, η οποία βρίσκεται κρεμασμένη από κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Το δίλημμα εδώ, ωστόσο, που προκύπτει είναι αν το νεκρό σώμα της κοπέλας είναι αποτέλεσμα αυτοχειρίας ή δολοφονίας. Στην υπόθεση εμπλέκεται προσωπικά η Μαρία Γεωργίου, ενώ οι ανατροπές του βιβλίου θα είναι τέτοιες, που θα αλλάξουν τα επαγγελματικά της σχέδια.

Στην παρακάτω συνέντευξη που μου παραχώρησε η συγγραφέας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, για την επιλογή της πρωταγωνίστριας, τις διαφορές μεταξύ των δύο βιβλίων, αλλά και την παρουσία του πολιτικού σχολιασμού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το αστυνομικό μυθιστόρημα; Είμαι λάτρις των αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου να γράψω εγώ ένα.  Τυχαία και εντελώς απρόσμενα προέκυψε «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» το 2015.  Η ανάγκη μου τότε ήταν να μιλήσω για όλα όσα ζούσαμε, γι’ αυτό που, κατά την άποψή μου, ήταν μια τεράστια κοροϊδία και μια τραγωδία που παιζόταν σε βάρος μας, καθώς τόσο πολύς κόσμος τριγύρω, απολύτως χαρούμενος, φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε στην πραγματικότητα.  Ο αστυνομικός μύθος μου φάνηκε πολύ χρήσιμος ώστε να μπορέσω να μιλήσω για όλα αυτά που με απασχολούσαν και απασχολούσαν και τόσους άλλους, χωρίς να δίνεται η αίσθηση πως πρόκειται για «πολιτικό μανιφέστο».

Στο βιβλίο σας «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» διαφαίνεται, είτε στις δικές σας αφηγήσεις είτε διά στόματος κάποιων χαρακτήρων σας, η κριτική της κυβερνητικής πολιτικής το 2015 και η αποστροφή απέναντι στην άνοδο της ελληνικής ακροδεξιάς. Όπως είπα ήδη, αυτό ήταν το θέμα που με απασχολούσε.  Το γεγονός δηλαδή πως είχαμε να κάνουμε με μια απολύτως στρεβλή κατάσταση, όπου τα όσα λέγονταν δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τα όσα  γίνονταν και όσα λέγονταν, λέγονταν ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα να γίνουν τα ακριβώς αντίθετα.  Αυτό, καθώς και το ό,τι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων γύρω μου έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται καθόλου την πραγματικότητα, να κλείνει τα μάτια σε αυτή και να επιμένει να «βλέπει» αυτό που επιθυμεί να δει, με είχαν πραγματικά απογοητεύσει και χρειαζόμουν ένα τρόπο να το βγάλω από μέσα μου.  Όσο για την άνοδο της ελληνικής ακροδεξιάς, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μιλήσω για άνοδο, μια που η ελληνική ακροδεξιά πάντα υπήρχε καλυμμένη μέσα από άλλα πολιτικά σχήματα.  Ίσως το σωστότερο θα ήταν να μιλήσει κανείς για την φανερή πια εμφάνισή της ως καθαρή φασιστική οργάνωση, που έχει πετάξει από πάνω της όλα τα δημοκρατικά καθώς πρέπει και δείχνει πλέον το πρόσωπο του ρατσιστή, του τραμπούκου, του δολοφόνου, τυλίγοντάς τα όλα αυτά σε ένα περιτύλιγμα δήθεν «πατριωτισμού».

Το βιβλίο γράφεται ακριβώς τις μέρες που αναφέρονται μέσα σε αυτό, δηλαδή την επομένη των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 και γράφοντάς το παρακολουθώ ημερολογιακά την επικαιρότητα, παράλληλα με τις προσπάθειες της αστυνομικού Μαρίας Γεωργίου να ρίξει φως σε μια δύσκολη και μπερδεμένη υπόθεση.

Γιατί επιλέξατε να δώσετε συνέχεια στη λογοτεχνική ζωή της Μαρίας Γεωργίου; Όπως δεν ήταν στα σχέδιά μου να γράψω αστυνομικό μυθιστόρημα, έτσι δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου να συνεχίσω σε αυτό το είδος.  Όμως, καθώς φαίνεται, η Μαρία Γεωργίου, είναι μια αγαπητή ηρωϊδα και πολλοί φίλοι μου ζήτησαν επίμονα μια ακόμα παρουσία της, έτσι το δεύτερο αστυνομικό, το «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά» γράφτηκε αποκλειστικά και μόνο για να ανταποκριθώ στην επιθυμία των φίλων, γιατί ως γνωστόν οι φίλοι είναι πολύτιμοι στη ζωή μας και δεν μπορεί κανείς να τους χαλάει χατίρι.

Πείτε μας λίγα λόγια για την υπόθεση του «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά». Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα; Όχι.  Δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.  Είναι απολύτως φανταστική η ιστορία.  Το μόνο πραγματικό είναι η εικόνα της κοπέλας που κρέμεται από μια κεραία τηλεφωνίας σε ένα λόφο έξω από την πόλη, εικόνα που είναι πραγματική καθώς έτσι είχε όντως συμβεί σε έναν φόνο που έγινε πριν από χρόνια στο Καρλόβασι και που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.   Στη δική μου ιστορία, (η οποία δεν έχει άλλη σχέση με τον φόνο εκείνο, για τον οποίο άλλωστε δεν γνωρίζω λεπτομέρειες μια που τότε ζούσα μακριά απ’ το Καρλόβασι), η Μαρία Γεωργίου αναλαμβάνει και πάλι μια υπόθεση που ενώ αρχικά φαίνεται να είναι μια υπόθεση αυτοκτονίας και δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να δείχνουν προς άλλη κατεύθυνση, το δε σημείωμα αυτοκτονίας που βρίσκεται στο σπίτι της κοπέλας ουσιαστικά κλείνει την υπόθεση μέσα σε λίγες ώρες, κάτι ενοχλεί την νεαρή αστυνομικό μου και τελικώς οι εξελίξεις δείχνουν πως το ένστικτο και οι γνώσεις της, σωστά την οδήγησαν να αμφισβητεί κατά βάθος τη θεωρία της αυτοκτονίας.  Με την επιμονή της και με προσεκτική δουλειά, θα φτάσει και πάλι στη λύση του μυστηρίου που καλύπτει τον θάνατο της κοπέλας.

Διακρίνετε κάποιες διαφορές στην προσέγγιση και τη συγγραφή των δύο βιβλίων; Ναι,  σίγουρα.  Το γράψιμο του πρώτου αστυνομικού ξεκίνησε από μια δική μου ανάγκη να μιλήσω για την τότε καθημερινότητά μας και τα προβλήματά της που εξακολουθούν να μας ταλανίζουν όλα αυτά τα χρόνια, την πτώση του βιοτικού επιπέδου με τη μείωση μισθών και συντάξεων,  το πρόβλημα της έλευσης προσφύγων και μεταναστών, την ολοένα και πιο φανερή παρουσία του φασισμού στη χώρα, έτσι «Ο νεκρός δολοφονήθηκε» έχει ένα ορατό πολιτικοκοινωνικό background.  Το δεύτερο αστυνομικό μου το «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», μια που όπως σας είπα ήταν «παραγγελιά», είναι πιο αστυνομικό, αν και φυσικά πάντα υπάρχει ο γύρω χώρος και οι άνθρωποί του, καθώς ο στόχος μου ήταν να γράψω μια ακόμα ιστορία με ηρωίδα τη Μαρία Γεωργίου.

Μπορείτε να μας πείτε αν είχατε κάποιες λογοτεχνικές επιρροές κατά τη συγγραφή των βιβλίων και αν ναι, ποιες ήταν αυτές;  Δεν μπορώ να μιλήσω για κάποιες συγκεκριμένες επιρροές.  Προφανώς  όλα μου τα σχετικά διαβάσματα έχουν χωνευτεί μέσα μου και μιλούν πια χωρίς να έχω συνείδηση του  τι οφείλω πού και σε ποιον.  Πρέπει όμως να ομολογήσω πως το σχήμα της ομάδας των αστυνομικών που εργάζεται στο Τμήμα εγκλημάτων κατά ζωής,  το οποίο παρουσιάζεται στο πρώτο μου βιβλίο, της ομάδας δηλαδή του Θεόδουλου Αλβανού, στην οποία ανήκει και η Μαρία Γεωργίου, το οφείλω στον Μάρκαρη.

Πιστεύετε ότι τα δύο αυτά βιβλία λειτουργούν ως μέσο πολιτικού σχολιασμού ή καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους; Νομίζω πως το ένα δεν αναιρεί το άλλο.  Μπορεί να λειτουργούν και ως μέσο πολιτικού σχολιασμού και να διατηρούν την αυτονομία τους.  Άλλωστε, αν λείψει η αυτονομία και αν λείψει το ενδιαφέρον για τον ίδιο τον αστυνομικό μύθο, για το τι έγινε και πώς έγινε, για το τι θα γίνει παρακάτω, ο πολιτικός σχολιασμός πάει στράφι.  Θέλω να πω πως αν ο αναγνώστης δεν βρει ενδιαφέρον στο μυθιστορηματικό κομμάτι, δεν θα καθίσει να ασχοληθεί ούτε με τις πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις.  Έτσι, η χαρά μου είναι μεγάλη, γιατί τόσο από τις κριτικές όσο και από όσα μου έχουν πει οι αναγνώστες, και τα δύο αστυνομικά μου ρέουν, κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και, όπως χαρακτηριστικά μου είπαν, «διαβάζονται απνευστί».

Θεωρείτε καθήκον του συγγραφέα να καταπιάνεται με την κοινωνικο-πολιτική επικαιρότητα και να γίνεται εκφραστής της εποχής του; Δεν νομίζω πως είναι θέμα καθήκοντος.  Οι συγγραφείς ζουν μέσα στον κόσμο και δέχονται στην καμπούρα τους όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας.  Εφ’ όσον λοιπόν δεν μένει κανείς μόνος του σε μια σπηλιά ψηλά στο βουνό, αλλά κινείται μέσα στην κοινωνία, ό,τι γράφει θα εκφράζει αναγκαστικά την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα μέσα στην οποία κινείται, είτε το έχει στόχο είτε όχι, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, είτε αναφέρει τα προβλήματα είτε όχι.  Γιατί και η μη αναφορά είναι επίσης θέση.  Προσωπικά δεν πιστεύω πως υπάρχουν «μη στρατευμένοι» δημιουργοί.  Όλοι είναι στρατευμένοι στη μια ή στην άλλη πλευρά και με τον τρόπο του ο καθένας υπηρετεί την ιδεολογία του και τα συμφέροντα τα οποία έχει ταχθεί να υπηρετεί.


Η Έρη Ρίτσου γεννήθηκε το 1955 στο Βαθύ και μεγάλωσε στο Καρλόβασι της Σάμου. Είναι κόρη της γιατρού Γαρυφαλλιώς Γεωργιάδου-Ρίτσου και του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων για παιδιά και από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία της «Γιατρός επαρχίας» και «Μυστικά και αποκαλύψεις».