«Rebound» της Μαρίας Παπαϊωάννου [Γράφει η Εύα Κουκή]

«Rebound» ονομάζεται η υποτροπή μιας ασθένειας. Έτσι ονομάζεται, επίσης, κι ένα γκοθάδικο στην Πλατεία Αμερικής, στην Αθήνα. Οι δυο εκδοχές της λέξης αυτής παίζουν βασικό ρόλο στο βιβλίο της Μαρίας Παπαϊωάννου και διατρέχουν τις σελίδες του. Το «Rebound» είναι ένα βιβλίο που απαρτίζεται από 17 διηγήματα, από 17 ιστορίες που έχουν ως βασικό άξονά τους την κατάθλιψη και τη ζωή μέσα από το δικό της πρίσμα. Το «Rebound» είναι μια ροή που εκτυλίσσεται μέσα σε 17 αποσπάσματα μιας μεγάλης ιστορίας, τοποθετημένα όχι με χρονική σειρά πάντα, και αποτελεί μια μορφή ημερολογίου με φόντο την Αθήνα.

Τα διηγήματα τα αγαπώ πολύ. Αλλά ακόμα περισσότερο αγαπώ τα διηγήματα που είναι τοποθετημένα στο σήμερα και των οποίων τη γλώσσα μπορώ να μιλήσω. Και με το «Rebound» συνέβη ακριβώς αυτό: μετά από ένα μεγάλο κομμάτι ανάγνωσης (που, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν και πολλά τα κομμάτια αυτά, καθώς το βιβλίο διαβάζεται απνευστί) σκεφτόμουν μέσα στο κεφάλι μου ακριβώς με τον τρόπο και τις λέξεις που γράφει η Μαρία Παπαϊωάννου το βιβλίο. Και όταν μου συμβαίνει αυτό με κάποιο κείμενο, το ‘χω για καλό και για σημάδι πως πρέπει το κείμενο αυτό να είναι πολύ καλό για να επέδρασε έτσι μέσα μου.

Η ηρωίδα του βιβλίου δεν έχει όνομα. Η ταυτότητά της παραμένει άγνωστη ως το τέλος. Η ίδια, όμως, είναι λίγο έως πολύ γνωστή σε όλους μας. Η μορφή της αποπνέει αμέσως την αίσθηση του οικείου. Η ίδια αισθάνεται έντονα τον κόσμο, παλεύει με τους δαίμονές της, έρχεται αντιμέτωπη με τον κακό της εαυτό. Το βιβλίο περιγράφεται ως ένα «μαύρο ημερολόγιο εγκυμοσύνης», καθώς η συγγραφέας το συνέγραψε την περίοδο της λοχείας της και ενόσω ήταν ήδη βυθισμένη στην κατάθλιψη. Η γραφή φαντάζομαι πως λειτούργησε κάπως λυτρωτικά. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο μεταξύ του fiction και του non-fiction είδους, ένα σύνολο ιστοριών που αφορμώνται από τη βιωματική εμπειρία αλλά και από τη συλλογική εμπειρία του κοινωνικού περιγύρου.

«Όπως σε κάποιους οργανισμούς η σεροτονίνη είναι σε αφθονία και σφύζουν από ζωτικότητα, ενώ σε άλλους είναι σ’ έλλειψη και παλεύουν, ας πούμε, με την κατάθλιψη, έτσι και οι πόλεις είναι οργανισμοί που μέσα τους εμείς –τα συστατικά του αίματος, του πλάσματος, οι αδένες και οι ορμόνες μες στους αδένες– αποτελούμε το εσωτερικό ενός μοναδικού οικοδομήματος, τόσο ξεχωριστού απ’ όλα τα άλλα. Γι’ αυτό τις αγαπώ τις πόλεις και πιο πολύ από όλες –αν και έχω ταξιδέψει σε πολλές– αγαπώ την Αθήνα».

Η γλώσσα του «Rebound» είναι λιτή, προσεγμένη, ήρεμη μα και δυναμική. Κυλάει. Και καταφέρνει να χειριστεί ένα δύσκολο και βαρύ θέμα, αυτό της κατάθλιψης, με έναν τρόπο αριστοτεχνικό. Με έναν τρόπο τέτοιον που δεν τρομάζει τον αναγνώστη, του μιλά, όμως, με ειλικρίνεια –και ενίοτε με ωμότητα– για την ασθένεια και τις συνέπειές της, για τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί πολλές φορές η ζωή, για την απώλεια, για τις ήττες μα και για τις νίκες, για τη συνήθεια και τη σημασία που μπορεί να έχει στην καθημερινότητα μας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Στη συνήθεια, λοιπόν, πιστεύω που πολλοί την καταριούνται, αλλά εγώ την μακαρίζω, διότι έχω ζήσει πολύ καιρό μακριά της και θέλω να επιστρέψω όσο το δυνατόν γρηγορότερα πίσω σε κείνη και να βρω την πολύτιμη ρουτίνα μου, που με γέμιζε ασφάλεια και ηρεμία. Που με γέμιζε, ίσως και θαλπωρή».

Το «Rebound» είναι ένα ειλικρινές βιβλίο. Γιατί η συγγραφέας του πρώτα έζησε και μετά έγραψε. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο διαφαίνεται ξεκάθαρα η ανθρώπινή του διάσταση. Πιάνει τον αναγνώστη από το χέρι και μέσα από τις ιστορίες της ηρωίδας τον προ(σ)καλεί να συναντηθεί με τον εαυτό του. Αξίζει να διαβαστεί.