Συνέντευξη | Νίκος Τσιαπάρας «Η τέχνη είναι ένα πρόβλημα με χιλιάδες λύσεις»

Συνέντευξη στη Μαρκία Λιάπη

Ο Νίκος Τσιαπάρας ζωγραφίζει έχοντας την Αλίκη δίπλα του. Την Αλίκη, φυσικά, της χώρας των θαυμάτων, αλλά και τα θυελλώδη κορίτσια της Sally Man, τα χρώματα της αγγλικής pop art, τα μακεδονίτικα κεντήματα της γιαγιάς. Από αυτά ζωντανεύει εικαστικά ο κόσμος των παιδιών, ο κόσμος που φοβόμαστε να κοιτάξουμε αλλά και να θυμηθούμε, γιατί θα μας αποκαλύψει την ψυχική μας πατρίδα. Αυτή η πατρίδα είναι γεμάτη από συναισθήματα, σκέψεις και επιθυμίες, ένας μικρόκοσμος που εξιδανικεύουμε ή άλλοτε απωθούμε μπροστά στην κεντρική, ενήλικη πραγματικότητα. Ευτυχώς που η τέχνη δεν φοβάται να αποκαλύπτει και να φέρνει το παιδί με θρησκευτική επιβολή μπροστά μας, για να μας γεμίσει με ερωτηματικά και αμφιβολίες… Τί θέλουμε να ξεχάσουμε για την πατρίδα μας και γιατί; Τι θα θυμηθούμε μπροστά στην πολύχρωμη ύλη του Νίκου Τσιαπάρα;

Κ. Τσιαπάρα, πώς ξεκινήσατε την διαδρομή σας στον εικαστικό χώρο; Στα σκοτεινά 90s λοιπόν, όταν μεγάλωνα εγώ, δεν υπήρχε ενημέρωση για την τέχνη. Κάποια στιγμή ξεκίνησα μαθήματα ζωγραφικής και έφτασα μέχρι το Λύκειο. Εκεί, λοιπόν, χάνεται η παιδικότητα και αρχίζει ο ενήλικας, σκέφτεσαι τι θέλεις να κάνεις στο μέλλον, υπήρχαν τότε μόνο δύο σχολές Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, δίνω εξετάσεις και περνάω την τέταρτη φορά. Ωραία χρόνια, βέβαια, στη σχολή, και κυρίως η συναναστροφή με άτομα του ίδιου ενδιαφέροντος, επειδή η σχολή στην Αθήνα ήταν και είναι, νομίζω, σε ένα ακαδημαϊκό επίπεδο πολύ πίσω. Όταν έφυγα για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία το 1996 έπρεπε να ξεχάσω ό, τι ήξερα. Πρώτα απ’ όλα, ακόμη και από τις εισαγωγικές εξετάσεις, δίνεται έμφαση στην αναπαραστατική ικανότητα (π.χ. στο σχέδιο από μια προτομή) και όχι στην πρόθεση. Δεν θέλω να το υποβαθμίσω, αλλά μιλάμε για πέντε απρόσωπα σχέδια, σαν να κάνω παπαγαλία σε κάποιο θεωρητικό μάθημα. Τελικά, είσαι ένας πολύ καλός τεχνίτης, ξέρεις το αλφάβητο αλλά δεν μπορείς να γράψεις. Παραμένεις μαθητής, κρύβεσαι πίσω από μια άσκηση, αλλά γιατί θες να γίνεις καλλιτέχνης; Εξάλλου, καθώς περνούν τα χρόνια, μαθαίνεις ότι όλα είναι και πρέπει να είναι επιλογή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άρα, η τέχνη είναι ένα επάγγελμα με τη στενή έννοια ή όχι; Δεν μπορώ να πω ότι είναι ένα επάγγελμα, γιατί τουλάχιστον στην Ελλάδα, και από όσο γνωρίζω προσωπικά, κανείς δεν βιοπορίζεται από την τέχνη του. Κάνουν μια δεύτερη, μια τρίτη σχετική ή εντελώς άσχετη δουλειά για να ζήσουν. Άρα είναι περισσότερο μια τρέλα, μια έκφραση, η οποία, από τη στιγμή, που δεν σου αποδίδει, πέρα από την κάλυψη του ψυχολογικού κενού και της, ας πούμε, ψυχοθεραπείας, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα, πρέπει να τα κατακτήσεις αλλιώς.

Έτσι, λοιπόν, εκτός από εικαστικός, δάσκαλος… Εργάζεστε στην εκπαίδευση αρκετά χρόνια… Τι έχετε να πείτε για την τέχνη μέσα στον εκπαιδευτικό χώρο;
Διδάσκω εικαστικά εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, σε ένα σχολείο στη Βέροια. Σίγουρα τα πράγματα είναι διαφορετικά από τη δική μου γενιά που δεν διδάχθηκε ποτέ καλλιτεχνικά. Τα παιδιά πλέον έχουν την δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με την τέχνη σε αυτά τα τρία χρόνια, τουλάχιστον, του γυμνασίου. Όσο προλάβουν και όσο μπορέσουν. Σίγουρα υπάρχει κάποιος ενθουσιασμός εκ μέρους των παιδιών, σε μια ηλικία ιδιαίτερη. Αν αφιερωθούν υπάρχουν άμεσα αποτελέσματα, αλλά ας μην ξεχνάμε και το υλικό κομμάτι. Είναι ένα μάθημα που απαιτεί ένα εργαστήριο και έναν εξοπλισμό. Εγώ είμαι τυχερός, έχω έναν δικό μου χώρο εξοπλισμένο. Από την άλλη, επίσης, έχουμε ένα μάθημα εξεταζόμενο πανελλαδικά για τους αρχιτέκτονες, τους πολιτικούς μηχανικούς κλπ, το οποίο δεν διδάσκεται ποτέ. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε πολλά…

Τι σας άφησε η παραμονή σας στο Λονδίνο; Τι ξεχάσατε και τι μάθατε; Το ’96 βρέθηκα στο σημαντικότερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης στον τομέα της τέχνης, στο Goldsmiths College, ένα πανεπιστήμιο που στηρίζεται πολύ στην ανάλυση. Ουσιαστικά, όμως, τελείωσα το μάστερ και το διδακτορικό μου από τύχη: είχα κάποια προβλήματα με τις υποχρεώσεις μου στην Ελλάδα, το στρατό και την υποτροφία που είχα, και ζήτησα αλλαγή στο Middlesex. Μέχρι το ’15, λοιπόν, είναι ένα δύσκολο διάστημα, θα μπορούσα να γράψω ένα διδακτορικό για το πώς γράφεται ένα διδακτορικό. Το πιο δύσκολο κομμάτι για εμένα είναι ότι ήταν ένα κείμενο στο οποίο αναφερόμουν στον εαυτό μου, ένα θεωρητικό κείμενο δηλαδή για τη δουλειά μου και για το έργο μου. Στη Βρετανία, δίνεται έμφαση στο «διάβασε», και κυρίως τους μεταμοντέρνους Γάλλους φιλοσόφους. Ουσιαστικά σου λένε: «αποδόμησε την εικόνα και ξανασύνθεσε την». Αυτό μου αφήνει, αν θέλετε, το διδακτορικό: τη θεωρία πίσω από ένα θέμα –το θέμα μου ήταν «Εικονογραφώντας το παιδί: photographic images»– που μπλέκεται με τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την παιδοψυχολογία κ.α. Θα έχω πάντα στο μυαλό μου το γιατί το κάνω. Προσπαθώ, λοιπόν, όχι να εκλογικεύσω –γιατί η τέχνη δεν εκλογικεύεται εντελώς– αλλά να σκεφτώ το πώς, το τί έχει να πει. Σήμερα, εξάλλου, στη ζωγραφική είμαστε γεμάτοι από εικόνες και προσπαθείς πάντα να εκπλήξεις τον εαυτό σου, να περάσεις μέσα από ένα χωνευτήρι όλες αυτές τις εικόνες που βλέπεις καθημερινά και να κάνεις κάτι διαφορετικό. Όχι απαραίτητα επαναστατικό, γιατί όπως βλέπετε η ζωγραφική ξαναγυρίζει στο αναπαραστατικό και όχι π.χ. στη video art.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπορούμε, άραγε, να σπάσουμε ή να αποδομήσουμε την εικόνα όταν μιλάμε πια για έναν οπτικό πολιτισμό; Το να βλέπεις κάτι δεν είναι ισχυρότερο από το να διαβάζεις για αυτό;Το δύσκολο στην σημερινή εποχή είναι να είσαι δημιουργικός μέσα από την εικόνα. Δεχόμαστε συνέχεια σύμβολα, οπότε όλα αυτά πώς μπορείς να τα μεταπλάσεις; Αυτό συμβαίνει και με τα παιδιά: ενώ ζουν μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο με τα παιχνίδια που παίζουν, τα ρούχα κλπ, αν τους ζητήσεις κάτι φαντασιακό θα ξαναδείς λ.χ. έναν αναλογικό ήλιο με ακτίνες. Οπότε καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι. Ωστόσο, και χωρίς να ξεχνάμε ότι η οικονομική μιζέρια δεν μπορεί να στηρίξει την τέχνη, δείτε πχ τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, είναι και μια εποχή με τέχνη, δηλαδή, κάτι καταβαραθρώνεται και κάτι γεννιέται, σε γενικό επίπεδο.

Για έναν καλλιτέχνη κρύβεται έμπνευση σε αυτή την ρευστότητα; Θα έλεγα ότι η έμπνευση είναι πιο πολύ θέμα προσωπικό. Η ζωγραφική είναι μια τέχνη του εργαστηρίου, επηρεάζεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι ας πούμε αλλά όχι όπως η μουσική. Και εδώ έρχεται και το θέμα του marketing και της αγοράς, που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο πλέον για την παραγωγή της τέχνης. Που θα προβληθεί αυτή η δουλειά; Εκθέσεις πλέον δεν γίνονται, πολλές γκαλερί έχουν κλείσει. Αν δεν μπεις σε αυτό το σύστημα θα πρέπει να φτιάξεις κάτι μόνος σου. Στην Ελλάδα, όμως, παραμένουμε ερασιτέχνες σε σχέση με την αγορά της τέχνης, ακολουθούμε τις ξένες προτάσεις, πχ τί προβάλλει ο Christies κλπ.

Μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα οικονομίας και ζωής, πόσο προϊόν έχει η γίνει το έργο τέχνης; Σήμερα όλα πωλούνται και αγοράζονται, εκτός από τη μαγεία της τέχνης υπάρχει και η μαγεία του χρήματος. Νομίζω όμως ότι πάντα υπήρχε, αν θυμηθούμε την Αναγέννηση και του Μεδίκους ή τους μαικήνες που είχαν έναν καλλιτέχνη εφ’όρου ζωής δικό τους. Η διαφορά είναι ότι, σήμερα, επιπλέον, είμαστε όλοι ενιαίοι, έτσι και η αγορά.

Και ο δικός σας προσωπικός δρόμος; Κοιτάξτε, το διδακτορικό ακολούθησε την προσωπική μου καλλιτεχνική ενασχόληση με το παιδί. Η ιστορία αυτή ξεκινά όταν με παρότρυνση των καθηγητών μου άρχισα να σκέφτομαι την επικοινωνία με τον θεατή και κοίταξα ξανά ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες που είχα βγάλει τις ανιψιές μου. Έτσι, ξεκίνησα να φτιάχνω κάποια μικρά πορτραίτα των ανιψιών μου σε μια εποχή όπου ήταν επίκαιρος αυτός που ονομάζουμε «νέος φωτογραφικός ρεαλισμός», δηλαδή μια στροφή στην αναπαραστατική κατεύθυνση. Ανοίγοντας όμως αυτό το δωμάτιο άνοιξε και μια τεράστια θεματική: τί είναι η παιδική μας ηλικία, είναι η ασφάλεια του παρελθόντος, τι εικόνες ανακαλούμε από εκεί; Αναγκάστηκα δηλαδή και εγώ ο ίδιος να σκεφτώ τις εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια, να ψάξω τα κίνητρα μου. Για αυτό δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι είναι κίνητρο για έναν καλλιτέχνη, είναι το θέμα, η διαδικασία, το υλικό ή ακόμη και το τυχαίο; Ξεκινάς με μια πρόθεση και έπειτα εκπλήσσεσαι, πρέπει να είσαι σε εγρήγορση.

Τι είδους μεταμορφώσεις μπορεί να λάβει ένα θέμα που το δουλεύετε τόσο βαθιά και τόσα πολλά χρόνια; Ναι, η αλήθεια είναι ότι αποτελεί έναν κύκλο, δουλεύω το θέμα δεκαπέντε χρόνια. Έχει πολλές οπτικές. Στην αρχή πίστευα ότι είναι ένας κόσμος δικός τους που οι ενήλικες δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Σήμερα πιστεύω ότι είναι ένας κόσμος σε ύπνωση ή σε εξέλιξη, δεν είναι δηλαδή κάτι ρομαντικό ή ναίφ και εμείς οι μεγάλοι είμαστε τα έλλογα όντα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: τους πίνακες με τα παιδιά και τα παιχνίδια τους μετέφραζαν συχνά ως υπαινιγμούς για την σεξουαλικότητα ή την jouissance ψυχαναλυτικά. Εγώ κατέληγα πάντα ότι τα παιδιά απλώς περνούν καλά μέσα στην καθημερινότητά τους και το ότι εγώ παρουσιάζω το παιχνίδι είναι μάλλον δική μου επιλογή. Στο κόσμο αυτόν υπάρχει μια διαφορετική, μεγεθυμένη οπτική η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά από το παιδί. Για αυτό το λόγο δημιουργεί και ένα μυστήριο. Έτσι επιλέγω επίσης να αποδώσω υλικά τον κόσμο του, αποκομμένο, σε μονοχρωματικό πλαίσιο, όπου τα παιδιά, μεγεθυμένα, δρουν και σε κοιτούν. Ουσιαστικά βρίσκονται απέναντι σου και σου ζητούν τον διάλογο, με τον θεατή να γίνεται ο «μικρότερος».

Ένα μυστήριο στο οποίο σκύβει πλέον όλη η δυτική ψυχανάλυση… Στην τέχνη; Υπάρχουν κάποιες δικές σας καταβολές ή αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες; Η ψυχανάλυση είναι μια μαγιά στο πίσω μέρος του μυαλού ενός ζωγράφου, δεν εικονογραφεί δηλαδή κάποιος τον Freud ή τον Lacan. Ο καθηγητής μου έλεγε κάτι πολύ σημαντικό, ότι «η εικόνα είναι γνώση», από το υλικό, το χρώμα και την σύνθεσή της. Και στις δικές μου εικόνες, δηλαδή, βλέπω εικόνες άλλων, πχ της Sally Man, μιας Αμερικανίδας φωτογράφου που φωτογράφιζε τα παιδιά της γυμνά και είχε προκαλέσει σάλο. Πού σταματάει το ιδιωτικό και το δημόσιο, τι πρέπει να δείξω; Επίσης είχα ψάξει πολύ το έργο του Henry Drager, ο οποίος ζωγράφιζε για χρόνια μια σειρά βιβλίων όπου πρωταγωνιστούσαν δύο κορίτσια, τα Vivian girls. Από την άλλη, σε σχέση με τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιώ, σίγουρα οφείλεται στο θαυμασμό μου στα παραδοσιακά κιλίμια, που είχε η γιαγιά μου. Αλλά και η σύγχρονη ποπ ή trash κουλτούρα. Προσπάθησα να συνδυάσω ρεύματα και πολλούς ρυθμούς ζωγραφικής.

Η ποπ-αρτ έχει να μας πει κάτι σήμερα για τη μαζική κουλτούρα; Η ποπ αρτ ξεκίνησε με αυτό το μπουμ της δεκαετίας του ’60 στην Αμερική και την οικονομική ευμάρεια. Ήταν μια δεκαετία που άλλαξε τον κόσμο και άφησε ένα αντίκτυπο στην ζωγραφική και την κινούμενη εικόνα, η οποία γεννιέται τότε. Η διαφήμιση, το σινεμά, το video-art, η οπτική του Warhol μας επηρεάζει ακόμη και η μαζική κουλτούρα είναι μέρος της ζωής μας. Σήμερα στην τέχνη, βέβαια, αυτό συνδυάζεται με την επιστροφή στο παραστατικό που λέγαμε πριν και στρέφεται στο να μεταφερθεί το μήνυμα πιο άμεσα στο κοινό. Δεν ξέρω τελικά πως το προσλαμβάνει το κοινό γιατί πιστεύω ότι η ζωγραφική είναι ένα πρόβλημα με χιλιάδες λύσεις.

Τι ετοιμάζετε για το μέλλον; Τον τελευταίο καιρό επικεντρώθηκα στο παιχνίδι και τα παιδιά, ενώ πέρυσι έκανα μια σειρά με τροπικά σχήματα και κάκτους, που ήταν πάλι ένα επιμέρους στοιχείο των παλιών πινάκων. Τώρα όμως είμαι σε μια φάση επικοινωνίας με το Νομισματικό μουσείο Αθηνών για μια έκθεση που θα γίνει τον δεύτερο εξάμηνο του ΄18. Θα ετοιμάσω μια νέα σειρά έργων με αναφορά τα νομίσματα της ελληνιστικής περιόδου δοσμένα όμως πάλι με το δικό μου τρόπο, με ένα μονοχρωματικό φόντο, με τονισμένες τις γραμμές των ρούχων τους και με ένα τρισδιάστατο τρόπο στα πρόσωπα. Είναι ένα μεγάλο θέμα γιατί ουσιαστικά πάνω στα νομίσματα έχουμε τις πρώτες προσωπογραφίες, την πρώτη απεικόνιση ιστορικών προσώπων το οποίο θα προσπαθήσω να μεταφέρω σε μια μεγάλη διαστάσεων επιφάνεια.

Σήμερα, τι σημαίνει για εσάς η δημιουργία; Δεν θα μπορούσα να απαντήσω με μια πρόταση. Για εμένα είναι τρόπος ζωής και θεραπεία. Μόνο αυτό θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου.

 Το διάστημα αυτό μικρά έργα του καλλιτέχνη φιλοξενούνται στο χώρο BarArt Bau’s, Θεσσαλονίκη. *Το φωτογραφικό υλικό είναι από την προσωπική συλλογή του Νίκου Τσιαπάρα.