Ο Δημήτριος Χατζηθεοδοσίου μιλά για την παράσταση «Μπραντ»

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης απαντά στις ερωτήσεις της Εύας Φίλιου

Κε Χατζηθεοδοσίου, σκηνοθετείτε ένα έργο – ταμπού που κανείς δεν τόλμησε να πραγματευτεί και να παρουσιάσει στην χώρα μας. Πώς νιώθετε για αυτήν την πρόκληση; Αγαπητή κα. Φίλιου, Εύα, πράγματι, το έργο δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ στην χώρα μας. Αυτό είναι απόρροια δύο αιτιών. Πρώτων, της δαιδαλώδους και αχαλίνωτης λυρικής μορφής και έκτασης του υπέροχου Ιψενικού κειμένου και των ιδιαιτεροτήτων που αυτό παρουσιάζει (το πρωτότυπο κείμενο χρειάζεται περίπου 6 ώρες καθαρής παράστασης για να ανεβεί αυτούσιο) και δεύτερον της αιχμηρότητας του λόγου του προς πάσα κατεύθυνση, στο άτομο, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στην οργανωμένη εκκλησία ως φορέα, στο κράτος κλπ.

Το έργο δεν χαρίζεται σε κανέναν και δεν συμβιβάζεται με τίποτα. Αφήνει κάθε επιχειρηματολογία να αναπτυχθεί στο σύνολό της, όπως για παράδειγμα της Επάρχου η οποία αντιπροσωπεύει την φωνή της λογικής του εργαζόμενου λαού ή του Δεσπότη που πρεσβεύει τον ορθολογισμό τύπου, το σύνολο εις βάρος του προσώπου ή ατόμου, την λεγόμενη «διοίκηση μέσου όρου» και αποδεικνύει στην πράξη πόσο ποταπές μπορεί να είναι αυτές οι λογικές με τις οποίες όλοι μας ζούμε από καιρό είς καιρόν, μέσω της συνέπειας λόγου και πράξης του ήρωα, η οποία φαντάζει τρομαχτική σε ορισμένες περιπτώσεις.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτό το τελευταίο στοιχείο ήταν και το πιο έντονο στοιχείο της πρόκλησης. Οποιοσδήποτε τολμήσει να πραγματευτεί αυτό το κείμενο, είναι υποχρεωμένος από το νόημα, τον συγγραφέα, την εποχή και το Ευαγγέλιο, να το κάνει με τρόπο ολοκληρωμένο και ασυμβίβαστο. Πρέπει αυτός ο λόγος, για να έχει ουσία, να εφαρμοστεί τόσο σκηνικά όσο και πραγματικά, διαφορετικά δεν έχει δικαίωμα ούτε ο δημιουργός ούτε ο ερμηνευτής να τα μεταχειριστεί – θα απομείωνε την τεράστια σημασία τους.

Στον αγώνα του Μπράντ, έπρεπε να αντιμετωπίσω το κολοσσιαίο πυκνό και αριστοτεχνικό κείμενο, τους συνεργάτες, την οικογένεια, τους αντιζήλους, τους φίλους, τους εχθρούς, την σκηνή, τον εγωϊσμό, τα θέλω και τελικά τον Θεό μου. Ήταν και παραμένει ένας σκληρός αγώνας, μα νιώθω, όπως και όταν ξεκίνησα όλη αυτήν την προσπάθεια, ότι εκπληρώνω ένα χρέος ανώτερο· ένα χρέος μου προς την κοινωνία η οποία με τα καλά και τα κακά της με ανέθρεψε και είμαι εδώ το παλιό παιδί της που ενηλικιώθηκε. Αυτό το έργο είναι αυτό που οφείλω να της επιστρέψω και αυτό που, ακράδαντα, Πιστεύω, πως έχει ανάγκη να ακούσει, σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Στον αγώνα αυτόν είχα την ευλογία να συναντήσω αρωγούς με πρωτοστάτισσα την καλλιτέχνιδα, δημιουργό και ηθοποιό Vanessa Barré, χωρίς την ύπαρξη της οποίας, δεν θα είχα καταφέρει να εκπληρώσω το χρέος μου.

Με σύγχρονη σκηνοθεσία συνειρμικής σκηνικής ποίησης και ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ, εισερχόμαστε σε έναν κόσμο μυστηρίου. Ήταν δύσκολη η σκηνοθετική προετοιμασία και προσέγγιση της παράστασης;Η μεγάλη δυσκολία και το στοίχημα αυτής της παράστασης ήταν η τοποθέτηση του λόγου της στην σκηνή με τέτοιον τρόπο που α) να μην μουντζουρώνεται από σκηνοθετικά τρικ, β) να έχει πραγματική και ουσιαστική πυκνότητα γ) να ακουστεί με τρόπο που να μην αφήνει ασυγκίνητο τον θεατή, αλλά να τον προκαλεί πέρα από τα όρια της θεατρικής – σκηνικής σύμβασης στην ζωή του να πραγματευτεί το νόημά του –να μήν μπορεί να εγκλωβίσει το μήνυμα στο κτίριο του θεάτρου.

Επίσης, έπρεπε κανείς να συνυπολογίσει την «Ιψενική κληρονομιά» τόσο σε λογοτεχνικό, όσο και σε σκηνικό επίπεδο. Ο Ίψεν είναι κυρίως γνωστός για τα ρεαλίστικά ανεβάσματα έργων όπως οι Βρυκόλακες, Το κουκλόσπιτο, Έντα Γκάμπλερ, Ένας Εχθρός του Λαού. Παρόλα αυτά ο Ίψεν μπορεί χονδροειδώς να διαχωριστεί σε τρείς ζώνες δραματουργίας (εξαιρώντας τα πολύ νεανικά του έργα): την Επική (Μπράντ και Πεέρ Γκύντ), την Ρεαλιστική και την Συμβολική (από την Αγριόπαπια και μετά).

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε κάθε περίπτωση, η επική ζώνη είναι αυτή που εμπεριέχει συμπυκνωμένο όλο το μετέπειτα έργο του Νορβηγού δραματουργού, το οποίο ειδίκευσε και εξερεύνησε από ρεαλιστικές συμβάσεις για να φτάσει την ωριμότητά του στην συμβολική συνειρμικότητα των πρώτων μεγάλων έργων του, χαλιναγωγημένη από την εμπειρία το λοιπών έργων του.

Ο Μπράντ, είναι το πρώτο μεγάλο επικό του έργο, το οποίο ακολούθησε ο Πεέρ Γκύντ, ο οποίος συμπληρώνει τον Μπράντ σαν την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος. Ο Μπράντ είναι ο ήρωας που μάχεται δια της ευθείας οδού, της παραμονής και της μάχης και ο Πεέρ Γκύντ ο αριβίστας που ψάχνει την ολοκλήρωση στην φυγή και τον ηδονισμό. Ο Μπράντ είναι το σύμβολο, το παράδειγμα θα έλεγε κανείς και ο Πεέρ Γκύντ ο αντιήρωας, το παράδειγμα πρός αποφυγήν. Με όλα αυτά ως οδηγούς, η σκηνική προσέγγιση είναι λιτή και συμβολική ώστε να αναδεικνύει τον λόγο, φωτίζοντας τον ωστόσο άμεσα με σύγχρονο τρόπο. Επίσης χρησιμοποιούνται ιδιότυπα μεταδραματικά (ή διαμεταμοντέρνα όπως ορίζω σε σχετικές ακαδημαϊκές μου θέσεις) στοιχεία που συντηρούν την ατμόσφαιρα και το ενδιαφέρον του θεατή για να μπορέσει να ζεύξει όλα τα αιχμηρά νοήματα σε μία ενιαία ιστορία.

Δεν υπάρχουν περιττά τεχνικά στοιχεία όπως ηχογραφημένη μουσική ή ακόμη και κινησιολογικά φτιασιδώματα. Ο θίασος είναι την περισσότερη ώρα επί σκηνής, ενσαρκώνοντας τον «χορό των δεσμωτών», όπως τον ονομάζω εκτεθειμένος πολλές φορές γυμνός ή και ξεκούρδιστος στην περιορισμένη αντίδραση του οριοθετημένου χώρου του, του κουτιού συμβολικά στο οποίο βρίσκεται ο καθένας – είναι η καθαρή αντανάκλαση του κοινού ή της κοινωνίας του σήμερα, απέναντι στον πύρινο λόγο του έργου.

Μπορεί ο άξονας μιας ρεαλιστικής προσέγγισης να έχει απολεσθεί (καθώς θα ήταν έως και άσκοπο σε ένα τέτοιο έργο), εντούτοις όμως η αυθεντικότητα διασώζεται μέσω α) της προετοιμασίας και ερμηνείας των ηθοποιών που αναμετρήθηκαν με τα νοήματα του κειμένου στην πραγματική ζωή και β) με δύο συν μία ολοζώντανες performance που διαδραματίζονται εν ώρα παράστασης αλλά στην πραγματικότητα σπάνε την θεατρική σύμβαση με την απόλυτη πραγματικότητά τους.

Η προετοιμασία της προσέγγισης ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 2017 και ήταν περισσότερο ψυχολογική, οργανωτική και πνευματική. Οι πρακτικές πρόβες του έργου διήρκησαν δύο μήνες με πολύ εντατικό και εξαντλητικό πρόγραμμα.

Ανησυχείτε μήπως κάποιοι αντιδράσουν εξαιτίας του ασεβούς θεολογικού προβληματισμού του και την οξεία κριτική που ασκεί στην εκκλησία το συγκεκριμένο έργο του Ίψεν; Υπάρχει μια εντελώς λανθασμένη άποψη πως το έργο αυτό είναι κατά βάση θεολογικό ή πραγματεύεται ζητήματα δογματικής ή διαθρησκευτικού διαλόγου. Το έργο απευθύνεται στην δομημένη κοινωνία στο σύνολό της και σε κάθε πτυχή της. Στον εργάτη, στον μεροκαματιάρη, στον φούρναρη, στον τραπεζίτη, στον επιχειρηματία, στον πολιτικό, στον κληρικό, στον μασόνο, στον πατέρα, την μητέρα, στον δάσκαλο, στον άνθρωπο.

Η οξεία κριτική που ασκείται δεν είναι προς την εκκλησία, αλλά προς τον κοιμισμένο λαό που έχει βυθιστεί στην τρυπούλα της καθημερινότητας και της μικροπρέπειάς του, της δουλίτσας, του ιδρώτα, του smartphone, του ΙΒΑΝ και του ΑΦΜ του ξεχνώντας το κάθε τί πέρα από αυτό, έχοντας απολέσει κάθε ρανίδα αξιοπρέπειας, θάρρους, τιμής, Πίστης και Ιδέας στο όνομα της αδυναμίας του και της οπτικής «ο καθένας στην δουλίτσα του» ή «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα σήμερα» (θαύματα).

Ο Κύριος, επικοινώνησε τον Λόγο, τον Θεό, με την πράξη και την ίδια του την ζωή. Έγινε ο Λόγος, ο σαρκωθείς Θεός. Το ορθόδοξο Χριστιανικό μήνυμα, διαχρονικό, επαναστατικό, δυναμικό, ανθρώπινο είναι αυτό. Ο Λόγος του ευαγγελίου. Πέρα από τα άμφια και τα κεριά, πέρα από το χτίσμα της εκκλησιάς – και σε αυτά, αλλά όχι μόνο. Ο Αγώνας του να είναι κανείς ολοκληρωμένος άνθρωπος πνευματικά μέσα στον κοινωνικό βίο και να συλλογίζεται την ψυχή του πέρα από την ύλη και την μικρομηχανογραφία, τον ηδονισμό και την μικροπρέπεια, είναι στόχος ασκητικός (σε εφαρμογή δηλαδή).

Συνεπώς, όχι μόνον δεν είναι ασεβής ο θεολογικός προβληματισμός, αλλά ευλαβής και ουσιώδης. Η εκκλησία είναι ο Λαός, το ποίμνιο, και το έργο αυτό ασκεί πρακτική ποιμαντική. Η όποια κριτική στην εκκλησία ως διακρατικό φορέα, περιορίζεται, όπως θα διαπιστώσετε, στην φυσιολογική κατάδειξη της πνευματικής παραφθοράς ορισμένων μονάδων στα σπλάχνα της, που λειτουργούν σαν «δεκανίκια» της εξουσίας και λέω φυσιολογική γιατί ρόλος του φορέα της εκκλησίας είναι 1) να αποτελεί κέντρο συνάντησης της καθημερινής, κοινωνικής και λατρευτικής ζωής των κοινωνιών και 2) να αποτελεί τον θεματοφύλακα του θείου μηνύματος του Λόγου και των παραδόσεων αυτού ανάμεσα στους ιστορικούς κύκλους πνευματικής ακμής και παρακμής, έτσι ώστε να βοηθήσουν και να χειραφετήσουν αυτόν ή αυτούς που θα βαδίσουν τον δρόμο της εφαρμογής του Θείου Λόγου στην πράξη τα ζοφερά χρόνια. Σύμφωνα με το 2, λοιπόν, όχι αντίδραση, αλλά επευφημία θα περίμενε κανείς για την πραγμάτωση αυτού του έργου, που υπενθυμίζει πως ο Κύριος δεν πραγμάτωσε τον Λόγο για να κάνουμε απλώς τον σταυρό μας όταν φοβόμαστε ή αμαρτάνουμε, αλλά για να βαδίσουμε όλοι τον δρόμο της πρακτικής αγιότητας, ξέροντας μάλιστα, στα σίγουρα, ότι θα ταπεινωθούμε για αυτό.

Άλλωστε, ή παράσταση ξεκινά με την εκφορά του Συμβόλου της Πίστεως, για να καταδείξει ότι δεν υπάρχει δογματική διαφωνία ή θρησκευτικό θέμα, μα προβληματισμός πέρα από αυτά, στην εφαρμογή των νοημάτων. Παρ΄όλα αυτά, ένα έργο τόσο αιχμηρό και με τον τρόπο που το πραγματευόμαστε εμείς, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοκ, δυσαρέσκεια και αντιδράσεις, ίσως όχι τόσο από τις Χριστιανικές ομάδες που υπαινίσσεστε, αλλά από πάσης φύσεως άλλες ομάδες που επαγγέλλονται την «αντί-δραση» γενικότερα.

Πιστεύετε ότι το έργο αυτό αντικατοπτρίζει κάτα κάποιον τρόπο το υπαρξιακό κενό που βιώνουν οι κάτοικοι των αστικών κοινωνιών σήμερα; Πιστεύω ακράδαντα ότι το έργο απευθύνεται στην εποχή και στους συμπολίτες μας με τρόπο μοναδικό και πρωτοφανή. Αντικατοπτρίζει, όχι μόνον το υπαρξιακό κενό, όπως ορίσατε, αλλά την αβάσταχτη αλαφρότητα, την αδιαφορία, την παραίτηση και τον στρουθοκαμηλισμό ενός λαού που τον εξαγόρασαν με χάντρες, καθρεφτάκια, στολίδια, Porsche Cayenne και εξοχικά με δανεικά χρήματα, ενώ ταυτόχρονα του αποδιοργάνωσαν την παραγωγική βάση και τον πνευματικό του άξονα, κακομαθαίνοντάς τον σε σημείο αυτοθεοποίησης της κάθε μικροζωούλας της διπλανής πόρτας σε καθεδρικό ναό κολοσσιαίων διαστάσεων και τώρα τον σέρνουν σαν γαϊδουράκι με το καρότο από μιζέρια σε μιζέρια, για να μην ξεβολευτεί από τις μικροανέσεις και το ΙΚΕΑ που του προσέφεραν σαν ιθαγενή.

Αντικατοπτρίζει την φριχτή ποταπότητα και την θραυσματικότητά μας, την υπερθεματοποίηση του εγώ και την αποθησαύριση της ζωής μας, λές και ο θάνατος δεν βρίσκεται ανά πάσα στιγμή στο προσκεφάλι μας. Μιλάμε για αυτό το υπαρξιακό κενό, σαν να είναι κάτι εξωγήινο ή ανεξήγητο ή σαν μιά ασθένεια που δεν γιατρεύεται, ενώ η απάντηση είναι πολύ απλή. Να δει ο καθένας την αλήθεια και την κατάντια του κατάματα. Επί σκηνής, αυτή η αναλογία είναι εμφανέστατη.

Σε ποιους θεατές απευθύνετε; Πρώτα από όλα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το έργο απευθύνεται σε ηλικίες ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ άνω των 15 ετών, εξαιτίας σκληρών σκηνών και δυσκολίας συνδυασμού λόγου, πρόθεσης και πράξης της σκηνικής και πρακτικής πραγματικότητας. Κατά τα λοιπά το έργο απευθύνεται σε όλους όσους διαισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον κόσμο που ζούμε και την κοινωνία που επανδρώνουμε. Απευθύνεται στον νέο που ψάχνει να βρει μια πρόταση ζωής και ένα ιδανικό να αγωνιστεί, στον μεσήλικα που θέλει να κάνει τον απολογισμό του και να λάβει feedback για τα πεπραγμένα του, για τον γέρο που προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι ή που θέλει να δεί την σπίθα της νέας γενιάς που ξεπηδά και που εμείς εκπροσωπούμε.

Απευθύνεται σε αυτόν ή αυτήν που πάει στο μπαρ ή την ταβέρνα και μετά την μέθη ή το ευκαιριακό σεξ νιώθει κενός, σε εκείνον ή εκείνη που νιώθει σαν εξάρτημα μιας μηχανής ή ενα αυτόματο όταν εκπληρώνει την 8ωρη και πολλές φορές 12ωρη βάρδια του, στον καλλιτέχνη που του είπαν ότι πρέπει να συμβιβαστεί με το σύστημα της σόου μπιζ, στον πολιτικό που απώλεσε το ιδανικό του μπροστά στις πιέσεις και τα λόμπυ, στον νεαρό επιχειρηματία που τα μάτια του σπινθηρίζουν ευρώ, στην κοπέλα που κοιμάται με 20 άντρες γιατί είναι ελεύθερη και στον νέο που ψάχνει όμοιες αγκαλιές γιατί κάποιοι του είπαν πως δεν είναι άντρας. Το έργο είναι για όλους όσους έχουν την θέληση και την τόλμη να κόψουν εισιτήριο και να το αντιμετωπίσουν.

Πείτε μας μερικούς λόγους για τους οποίους πρέπει κάποιος να δει το έργο. Είναι το πιο αιχμηρό Ιψενικό έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Θα δει μια ομάδα ταλαντούχων ερμηνευτών όπως η Vanessa Barré, ο Νίκος Κορεξιανός, ο Βασίλης Κανελλόπουλος, ο Μάριος Ζαρδαβάς, η Ελένη Μισχοπούλου, η Ντέπυ Ασληχανίδου, ο Λάζαρος Βρουλάκος και άλλοι να υποστηρίζουν και να ερμηνεύουν το κείμενο αριστοτεχνικά πάνω στην σκηνή. Θα δει μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, εφάμιλλων ή και ανώτερων κριτηρίων ενός κρατικού θεάτρου, που φτιάχτηκε χωρίς καμία βοήθεια ή επιείκεια, χωρίς καμία πλάτη, μα μονάχα με την θέληση, τον αγώνα, το μεράκι, το μεροκάματο και το αίμα των συντελεστών του που πολέμησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για αυτήν. Θα ακούσει και θα αναμετρηθεί με ένα κείμενο που θα ανάψει την σβησμένη του ψυχή και θα τον καλέσει σε δράση. Θα δει καλό, σύγχρονο Θέατρο. Δεν θα δει θέατρο, αλλά ζωή. Αυθεντικό και ουσιώδες ξόδεμα στην σκηνή αλλά και πέρα από αυτήν.  Θα δει και θα ακούσει μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής και ιδανικού η οποία εμφορείται στο πρόσωπο του κεντρικού ερμηνευτή, ο οποίος και τιμωρείται άμεσα και επι σκηνής για την αλαζονεία του να πει και να εφαρμόσει αυτά τα λόγια.

Ποια είναι τα σχέδια σας μετά τις παραστάσεις; Ο πρώτος στόχος για τον οποίο εγώ και η ομάδα μου εργαζόμαστε ακούραστα είναι η περιοδεία του Μπραντ σε όλη την Ελλάδα και την Αθήνα, καθώς το κίνητρο, το μήνυμα και ο στόχος της παραγωγής είναι ιεραποστολικής φύσεως, να ακουστεί δηλαδή σε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα και ψυχές στην Χώρα, για να τις αγγίξει και να αναζωπυρώσει το κίνητρό τους για αξιοπρέπεια, δράση και πνευματική ζωή. Σε δεύτερο χρόνο έχουν προγραμματιστεί μέσω του σωματείου μας «ΔΥΙΟΣΚΟΥΡΟΣ ΦΟΙΝΙΞ» η παραγωγή μίας κωμικής σειράς, μίας ταινίας μεγάλου μήκους και ενός θεατρικού έργου μεγάλης κλίμακας για το τέλος της επόμενης σεζόν.

Παρ΄όλα αυτά, η εμπειρία κάθε καλλιτεχνικού εγχειρήματος έχει απρόβλεπτες απολήξεις, με αποτέλεσμα να είμαι ανοιχτός σε ο,τιδήποτε μου εμφανίσει και προσφέρει η προσωπική καλλιτεχνική και ανθρώπινή μου αναζήτηση.