Είδαμε | “O Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα” στο Θέατρο Σταθμός

Γράφει ο Μάνος Δασκαλογιάννης

Δύο διαφορετικές ιστορίες. Δύο άνθρωποι στο σκληρό, απάνθρωπο κάποιες φορές σήμερα. Ο Καραφλομπέκατσος είναι ένας μεσήλικας κύριος, που μόλις μετακόμισε στο νέο του διαμέρισμα. Η Σπυριδούλα είναι η προσωποποίηση του φθόνου, η ερωτική αντίζηλος του νεαρού Γιώργου, που έκλεψε τον αγαπημένο του και παλιό φίλο το πατέρα του. Κοινό σημείο και των δύο πρωταγωνιστών η απώλεια που οδηγεί σε θλίψη, απογοήτευση,συντριβή. Πώς μπορούν να αντέξουν μια τέτοια απώλεια; Μέχρι πού μπορεί να φτάσουν;

Ο Καραφλομπέκατσος είναι η πρώτη ιστορία που εκτυλίσσεται στη θεατρική σκηνή. Το σκηνικό λιτό, ένας μπιντές και λίγα έπιπλα, ακόμα μέσα στις νάυλον συσκευασίες τους. Είναι καινούριο το διαμέρισμα και το αγαπά πολύ ο ήρωάς μας, όπως επίμονα μας πληροφορεί. Είναι ελεύθερος, λύθηκε από τα δεσμά της καταδικασμένης του σχέσης και μπορεί πλέον στο μέσον και πέραν της ζωής του να απολαύσει όλες εκείνες τις χαρές που του έλειπαν. Όπως τη μουσική. Α ναι, την αγαπά πολύ τη μουσική. Μα κολλά μονίμως σε ένα σημείο σε μια αυτοσχέδια παρτιτούρα, δεν μπορεί να βρει τη συνέχεια του ρυθμού, κυλιέται πάνω στο θεατρικό σανίδι, βρίζει, χτυπά, βγαίνει στο μπαλκόνι με μόνο κάλυμμα ένα σώβρακο και υψώνει τα χέρια για να εκτελέσει την αυτοσχέδια μουσική παράστασή του με κοινό τις διπλανές πολυκατοικίες, ο κόσμος τον κοιτά λες και είναι τρελός αλλά τί σημασία έχει;

Μέσα από την αναπαράσταση μιας μέρας, ο ήρωας μας ενσαρκωμένος από τον Κωνσαντίνο Αβερικιώτη, σε μια καθηλωτική, παραληρηματική, πυρετώδη, αποτιναγμένη απο συμβάσεις και από ρούχα ερμηνεία, μιλά για όλα εκείνα που όλοι κάποια στιγμή μπορεί να  νιώσουμε: ο συντριπτικός πόνος του να χάνεις εκείνον η εκίνη που κάποτε σε έκανε να πιστέψεις πως το για πάντα είναι παντοτινό,  όχι απλά ένα χρονικό επίρρημα πέντε γραμμάτων, που εύκολα και αφελώς συχνά χρησιμοποιούν τα ερωτευμένα ζευγάρια. Η καταπίεση όλων εκείνων των επιθυμιών, των ονείρων, των σχεδίων που άδοξα έλαβαν τέλος και ποτέ δεν κηνυγήσαμε. Η μοναξιά, εκείνος ο φόβος που ενδόμυχα κουβαλάμε αλλά ποτέ δεν εκφράζουμε, λες και έτσι θα τον ξορκίσουμε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Σπυριδούλα είναι η δεύτερη ιστορία, ο δεύτερος μονόλογος. Μια σταρ, μια ντίβα της μουσικής εκκωφαντικά, τραγουδιστά εισβάλλει στο σανίδι. Τραγουδά όμορφα, κινείται ζωηρά, πίσω όμως από κάθε τραγούδι, σταδιακά, βλέπουμε να κρύβεται κάτι πολύ πιο βαθύ και οδυνηρό. Δεν υπάρχει χαρά στην ατμόσφαιρα. Οι θεατές γινόμαστε θύματα μιας παραπλάνησης που έντεχα καλλιεργεί με την στιβαρή ερμηνεία της η Λένα Στεργίου. Η γυναίκα δεν ήταν ποτέ γυναίκα, ήταν ο Γιώργος, γόνος συντηρητικής οικογένειας,γιος στρατιωτικού πατέρα, χορτοφάγος, ερωτευμένος με έναν κατά πολύ μεγαλύτερο του άντρα. Η Σπυριδούλα δεν ήταν ποτέ Σπυριδούλα, ήταν απλά ένα όνομα όπως πολλά άλλα.

Γιατί τα ονόματα έχουν αξία, δεν λένε όμως και τόσο συχνά την αλήθεια. Και εμφανίζουν συχνά το δυστύχημα να προσδιορίζουν, να ταξινομούν, να διακρίνουν φύλα εκεί που απλώς υπάρχει έρωτας, ανθρώπους εκεί που απλώς υπάρχει ζήλια και πόνος. Πόνος γιατί έχασε αυτόν που κάποτε αγάπησε και ζήλια γιατί του τον πήρε κάποια άλλη. Και όπως στο θέατρο, έτσι και στη ζωή όλοι πρέπει να παίξουν έναν ρόλο, και αλίμονο σε αυτούς που θα τους τύχει η λάθος διανομή. Το σανίδι είναι πολύ ελαφρύ για να τους βαστάξει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δύο μονόλογοι δύο διαφορετικών ανθρώπων, πλασμένοι από την υπέροχη πένα της Λένας Κιτσοπούλου, και όμως χάρη στην σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Κωνσταντίνου Μαρκέλλου μοιάζει λες και φτιάχτηκαν ο ένας συμπλήρωμα του άλλου. Γιατί η ερωτική απογοήτευση δεν διακρίνει φύλα και σεξουαλικό προσανατολισμό, γιατί η κατάθλιψη και οι τραγικές διαστάσεις που αρέσκεται να ενδύεται μας αφορούν όλους. Μέσα στον απλό κόσμο που απλώνεται πάνω στη σκηνή, με λίγα αντικείμενα και με πολλή φαντασία δύο καθημερινές ιστορίες εισβάλλουν βίαια, σαρωτικά, κωμικά πολλές φορές στο ψυχισμό του θεατή και τον καθιστούν συμμέτοχο στο ανθρώπινο δράμα.

Η αμεσότητα των ηθοποιών και η κατάθεση του υποκριτικού είναι τους ενώπιον όλων μας, χωρίς δισταγμό αλλά με τρομερό δυναμισμό, το παιχνίδι των φώτων που στήνει η Μελίνα Μάσχα, καλύπτοντας τα πρόσωπα και αποκαλύποντας τα συναισθήματα, η μουσική υπόκρουση του Γιώργου Κασαβέτη που ξεκουράζει όταν χρειάζεται από την ένταση της σκηνής συντελούν στην κορύφωση του έργου. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο θεαματικά μπορεί το πιο απλό θεατρικό σκηνικό να γίνει ένας ολόκληρος κόσμος όταν οι συντελεστές ενός έργου λειτουργούν τέλεια συγχρονισμένοι.

“Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα” δεν είναι εύκολη παράσταση και αυτή η ιδιαιτερότητα την καθιστά σπουδαία. Παίζει με τα όρια του μέσου θεατή, και βγαίνει νικήτρια, καθώς το χιούμορ της και το ταλέντο που διαχέεται σε κάθε στιγμή μας διαπερνούν και μας οδηγούν στην ταύτιση με το εκτυλισσόμενο δράμα. Απλά, μία από τις καλύτερες παραστάσεις της φετινής σεζόν.