Είδαμε “Το Μεγάλο Κρεβάτι” στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

Γράφει ο Μάνος Δασκαλογιάννης || Με όπλο τη σάτιρα, μέσα από μικρά αυτόνομα σκετς και με πληθώρα από τραγούδια και χορό, είδαμε κατά τη διάρκεια του έργου  τόσο να θίγονται θέματα της επικαιρότητας όσο και να γίνονται αναφορές σε παλαιότερες εποχές και να αναπλάθονται σύμβολα με ένα τρόπο έξυπνο, σπιρτουόζο δια χειρός του σκηνοθέτη της παράστασης Μάνου Βαβαδάκη που κρατά παράλληλα και ρόλο ηθοποιού.

Γράφει ο Μάνος Δασκαλογιάννης

Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης μέσα στην μεγάλη πόλη της Αθήνας. Όταν οι νέοι φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο σε ξένες πολιτείες, όταν τα εργασιακά ωράρια είναι μεγάλα και οι μισθοί μικροί, όταν ζούμε σε έναν κόσμο που έμαθε να αγαπά το φτηνό, να αποφεύγει το βαθύ, και να μισεί το αληθινό,  πώς μπορεί ένας έρωτας να ενώσει δυο ψυχές; Μήπως ζούμε στην πιο αντιερωτική εποχή που είδε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία; Και αν αυτό αληθεύει, προλαβαίνουμε ή και μπορούμε να σωθούμε;

Απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα αποφάσισε να δώσει μια ομάδα νεαρών, ταλαντούχων ηθοποιών, σε μια καυστική κωμωδία ενδεδυμένη σοφά τον μανδύα της αθηναϊκής επιθεώρησης, σε μια παράσταση που είχε παιχτεί για πρώτη φορά στο  μίνι θεατρικό φεστιβάλ που διοργάνωσε τον προηγούμενο Απρίλιο η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, και με τίτλο «Επτά χρόνια φαγούρα – Ο έρωτας στον καιρό των μνημονίων». Με όπλο τη σάτιρα, μέσα από μικρά αυτόνομα σκετς και με πληθώρα από τραγούδια και χορό, είδαμε κατά τη διάρκεια του έργου  τόσο να θίγονται θέματα της επικαιρότητας όσο και να γίνονται αναφορές σε παλαιότερες εποχές και να αναπλάθονται σύμβολα με ένα τρόπο έξυπνο, σπιρτουόζο δια χειρός του σκηνοθέτη της παράστασης Μάνου Βαβαδάκη που κρατά παράλληλα και ρόλο ηθοποιού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο τελευταίος ήδη από την πρώτη σκηνή, σε έναν ευφυώς άμεσο μονόλογο απευθύνεται στο κοινό και το ενημερώνει για τα όσα πρόκεται να διαδραματιστούν στα επόμενα λεπτά. Ζητά τη συμμετοχή μας και αυτή η αμεσότητα μας κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Η σκηνή του κρατά λίγο, ίσα ίσα για να μας ζεστάνει για τον ερχομό του επόμενου χαρακτήρα, ενός τρομερά διασκεδαστικού Άρη Λάσκου στον ρόλο ενός ζητιάνου θεού Έρωτα που ξέχασε να ξυρίσει τη γάμπα αλλά ευτυχώς θυμήθηκε να φορέσει εσώρουχο όπως ο ίδιος μέσα σε ακατάπαυστα γέλια μας ενημερώνει.

Και τα κωμικά, αυτοτελή μονόπρακτα δεν έχουν τελειωμό, καθώς βλέπουμε μια σειρά αστείων χαρακτήρων να διαδέχονται ο ένας τον άλλον στη σκηνή, μεταξύ των οποίων μια θεά Αθηνά με σεξουαλικά απωθημένα (Χαρά-Μάτα Γιαννάτου), έναν τσιγγάνο που ποθεί κρυφά την αρκούδα του (Γιάννης Νιάρρος) και δύο φιλόδοξες λουλουδούδες  (Νάνσυ Σιδέρη, Μαρία Μοσχούρη) που μας δίνουν μια εναλλακτική οπτική της ασθμαίνουσας ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως, δεν λείπουν και οι δραματικές στιγμές για να μας υπενθυμίσουν και την καταστρεπτική δύναμη που κάποιες φορές ασκεί ο έρωτας, με την έξοχη απόδοση από σύσσωμο το θίασο της τραγικής ιστορίας του Μιμίκου και της Μαίρης, εκείνων των δυο αθεράπευτα ερωτευμένων που έμειναν για πάντα χαραγμένοι στην αθηναϊκή μνήμη για το άδικο τέλος τους.

Όμοια δεν λείπει και το σχόλιο για τον ευτελισμό των σχέσεων στις μέρες μας με την ας πούμε πιο σοβαρή, κινούμενη βέβαια πάντα στα όρια της κωμωδίας, σκηνή του πολλά υποσχόμενου ραντεβού δύο γοητευτικών νεαρών (Παναγιώτης Εξαρχέας και Κατερίνα Ζησούδη) και των απρόβλεπτων εξελίξεων που μπορεί να επιφέρει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επιθεώρηση είναι δύσκολο είδος, η τέχνη του να κάνεις τον άλλο να γελά σε σχέση με το δράμα παρουσιάζει εξαιρετικά αυξημένες δυσκολίες. Και όμως ‘Το Μεγάλο Κρεβάτι” δεν αφήνει κανένα θεατή ασυγκίνητο. Η ορθά επιλεγμένη σχεδόν απόλυτη απουσία πολιτικών αναφορών, η πρωτοτυπία των διαλόγων και μονολόγων παρά την κοινοτοπία του θέματος, του έρωτα, πηγή έμπνευσης εδώ και αιώνες, η ανάπλαση μορφών της μυθολογίας με τον κωμικό εκμοντερνισμό τους συμβάλλουν στο θετικότατο απολογισμό της παράστασης. Τα δε μουσικοχορευτικά σκετες αναδεικνύουν μια άλλη εξίσου ταλαντούχα πλευρά άπαντων των ερμηνευτών.

Το “Μεγάλο Κρεβάτι” καταφέρνει και κατακτά τελικά  το κοινό όχι μόνο λόγω της υποκριτική δεξιότητας των ηθοποιών, όχι μόνο χάρη στην αφθονία ξεκαρδιστικών διαλόγων και της αφοπλιστικής αμεσότητάς του,  αλλά κυρίως επειδή δεν παίρνει ποτέ υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό του. Όλα τα μέλη του θιάσου το διασκεδάζουν πραγματικά σε όλη τη διάρκεια του έργου και μας μοιράζουν απλόχερα την ίδια ακριβώς ποσότητα χαράς και σε εμάς, κάνοντας μας να ευθυμήσουμε αλλά και να προβληματιστούμε πάνω στο αιώνιο θέμα του έρωτα, συστατικό απαταίτητο για μια ευτυχισμένη ζωή.