Είδαμε την παράσταση «Υμπύ Τύραννος» του Αλφρέντ Ζαρρύ στην Πειραματική Σκηνή

Γράφει ο Γιώργος Κουγιουμτζής 

«Υμπύ Τύραννος» του Αλφρέντ Ζαρρύ
στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου – Η προσωποποίηση της ηλιθιότητας

«Σκρατά κι απόσκρατα»

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πρόκειται για μία φάρσα, μία τραγελαφική αβελτηρία, μία αθυρόστομη παρωδία, με συναίσθηση (το σημαντικότερο) της έκτασης «ηλιθιότητάς» της. Κι αλήθεια, η σύλληψη καθαυτή του χαρακτήρα «Υμπύ» ξεκίνησε ως τέτοια: μία φάρσα, ένα αστείο, μία σχολική πλάκα εις βάρος ενός καθηγητή, η οποία μετεξελίχθηκε σε μία ρηξικέλευθη, εμβληματική ακόμη, θεατρική παράσταση, της οποίας η αυθάδεια και η αθυροστομία έμελλε να εμπνεύσει, μεταγενέστερα παγκοσμίως, τα κινήματα του Ντανταϊσμού και του Θεάτρου του Παραλόγου, αποσκοπώντας στην εγκαθίδρυση του σουρεαλισμού, της υπερβολής και -γιατί όχι;- της γελοιότητας, ως ιδιαίτερης μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης.

Για να καταστεί σαφής η σημασία του Τυράννου Υμπύ, είναι απαραίτητο να ενταχθεί η παράσταση στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο: στη Γαλλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας εκκεντρικός έφηβος μαθητής δημιουργεί, με τη συνδρομή των συμμαθητών του, μία καρικατούρα, παρωδία καθηγητή του, έναν παχύ, λαίμαργο κι άσχημο, ανήθικο κι αναίσθητο, αλλά κι εμφατικά βλακώδη χαρακτήρα, αυτόν του Κυρ-Υμπύ, εμπλεκόμενο αρχικά σε επεισόδια και μετέπειτα πρωταγωνιστή μίας τριλογίας: Υμπύ Τύραννος, Υμπύ Κερασφόρος [ενν. Κερατάς] και Υμπύ Δεσμώτης. Η φόρμουλα είναι σαφής και τα μοτίβα γνωστά: ο Κυρ-Υμπύ, ένα κράμα δειλίας και ανελέητης αλαζονείας -που υποκριτικά συνυπάρχουν και διέπουν την ιδιαίτερη προσωπικότητά του καθ’ όλη την έκταση του έργου- προτρεπόμενος από την υπέρμετρα φιλόδοξη γυναίκα του, σφάζει σχεδόν όλη τη βασιλική οικογένεια μίας φανταστικής Πολωνίας, για να σφετεριστεί, προσωρινώς, το θρόνο. Επιζεί της σφαγής μόνον ο παιδιαρίζων υιός του βασιλέως, Γαμίσλαος (sic), ο οποίος, κατόπιν προτροπής των φαντασμάτων της οικογένειάς του, αναλαμβάνει την εκδίκηση κι ανατροπή του σφετεριστή του θρόνου. Ήδη εντοπίζει κανείς στοιχεία από τους σαιξπηρικούς βασιλείς Μάκβεθ, Ληρ και Ριχάρδο ΙΙΙ, αλλά και τον Άμλετ, αν και στην πραγματικότητα, η παράσταση του Ζαρρύ απέχει πολύ από την τραγωδία.

Ο Υμπύ Τύραννος είναι, πολύ περισσότερο, μία φάρσα με επιφάσεις τραγικότητας. Χωρίς ουδεμία σοβαρότητα ή αυτοσυγκράτηση, προσβάλλει, βωμολοχεί, ειρωνεύεται και υπερβάλλει, σε σημείο που ένας συντηρητικός θεατής θα «διαρρήγνυε τα ιμάτιά» του ήδη στα πρώτα λεπτά της παράστασης, όπως έγινε, άλλωστε, κατά την πρεμιέρα της παράστασης στη Γαλλία, η οποία συνοδεύτηκε από αποδοκιμασίες και γιουχαΐσματα, σε σημείο που η πρώτη ημέρα των παραστάσεων ήταν και η τελευταία. Η μαζική αντίδραση του κοινού οδήγησε στην απαγόρευση του έργου, συνεπεία του οποίου ο Ζαρρύ το μετέφερε στο συναφή κι επίσης αγαπημένο του «θεσμό» του κουκλοθέατρου. Ας μην έχουμε αυταπάτες: και σήμερα, ο γκροτέσκος, γραφικός χαρακτήρας του Κυρ-Υμπύ είναι ικανός να προκαλέσει δυσφορία, ενόχληση και σίγουρα αμηχανία στο κοινό του. Το οποίο κι ομολογουμένως επιδιώκει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνεπεία αυτών, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την παρούσα παραγωγή για απείθεια προς το πρωτότυπο υλικό, μάλλον το αντίθετο. Την σκηνοθεσία και σκηνογραφία ανέλαβε ο Μάνος Βαβαδάκης, ο οποίος επίσης ενσάρκωσε και το ρόλο του δολοφονημένου βασιλέα. Το σκηνικό ήταν μάλλον αφαιρετικό, αλλά αρκετά παρακμιακό, με εμφατικά (αρμόζοντα στις ανάγκες του κειμένου) τα στοιχεία του κιτς, ένα μείγμα ντισκοτέκ και φουτουρισμού. Η σκηνή, το στήσιμο των ηθοποιών, η ατμόσφαιρα και η ροή της παράστασης πειθάρχησαν μέχρις εσχάτων στις επιταγές του κειμένου και του ιδίου του συγγραφέως, που συνοψίζονται στην επιβολή της απαρέγκλιτης απουσίας σοβαρότητας. Ο Άρης Λάσκος, ως Κυρ-Υμπύ, ανταποκρίθηκε περίφημα στις επιταγές του ρόλου του, ως η (εμβληματικά) θρασύδειλη κι αφελής γελοιογραφία τυράννου, ο οποίος, υποκινούμενος από τα ταπεινότερα των ενστίκτων και την υποβολή του στενού του περίγυρου, καταλήγει βίαιος, ανάλγητος, πλην πάντοτε βλαξ βασιλέας. Ένας κουτοπόνηρος Κυρ-Υμπύ όμως είναι ανολοκλήρωτος αν δεν πλαισιώνεται από την πανουργία, επιβλητικότητα, αλλά και γραφική κακότητα της (a-la Λαίδη Μακβέθ) Κυράς Υμπύ, της οποίας η ενσάρκωση από την Χαρά-Μάτα Γιαννάτου ήταν αληθώς on point. Δευτεραγωνιστούσαν οι Γιάννης Νιάρρος ως ο συνωμότης και on-and-off συνεργάτης του Κυρ-Υμπύ, λοχαγός Λέρας, το άκρον άωτον του τυχοδιωκτισμού και του καιροσκοπισμού και ο Παναγιώτης Εξαρχέας ως η προσωποποίηση της ανωριμότητας, πρίγκιψ και διάδοχος του θρόνου Γαμίσλαος, συμπληρώνοντας έτσι το εκκεντρικό αυτό «καρέ» των προσωπικοτήτων.

Παρά τις καλλίτερες προθέσεις του γράφοντος είναι δύσκολο να εντοπιστεί η αξία του Αλφρέντ Ζαρρύ και του Υμπύ Τυρράνου του στην Ελλάδα και τον εν γένει δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα. Στον χώρο και τον χρόνο που τον γέννησε, η συνεισφορά του Υμπύ είναι εμβληματική και πρωτοπόρος, ως πρόδρομος του Θεάτρου του Παραλόγου και ως η ρήξη με το status quo μίας συντηρητικής κοινωνίας που απαιτούσε εξίσου συντηρητικές παραστάσεις. Η κλασικότητα του κειμένου έχει διασφαλιστεί, αλλά και συνδεθεί έντονα με ακριβώς αυτή την ιστορική συμβολή. Το πολιτικό περιβάλλον, δε, στο οποίο τοποθετείται η δράση του έργου, το αναγάγει σε μία κατακραυγή των φασιστικών μορφωμάτων, που άλλωστε διακωμωδούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, με την ανούσια αυστηρότητα, τη βλακώδη σκληρότητα και την παράλογη βιαιότητα του βασιλέα Υμπύ, η οποία είναι και η αιτία της (αναπόφευκτης) πτώσης του. Η αλόγιστη απόδοση όμως διαχρονικότητας και σχετικότητας με το σήμερα είναι επικίνδυνη υπόθεση, που ενίοτε προσπερνάει και παραγνωρίζει τόσο το ίδιο το κείμενο, όσο και τις προθέσεις του συγγραφέα Ζαρρύ. Άλλωστε, η προσπάθεια της σύνδεσης του κειμένου με την ελληνική πραγματικότητα, με αναφορές πολιτικού περιεχομένου (ευθείες και δηκτικές προς το χώρο της αριστεράς) αλλά και «πολιτιστικού» (η κατά τα λοιπά αξιομνημόνευτη απεικόνιση και παραλληλισμός του πολέμου με λουλουδοπόλεμο σε ελληνική «μπουζουκερί») ήταν ίσως και το πιο αδύναμο σημείο της παράστασης.

Ούτως ή άλλως, το έργο πρέπει να ιδωθεί ως φάρσα, όπως γαλουχήθηκε εξ αρχής, και η εντύπωση που πρέπει να αφήσει είναι ακριβώς αυτή της φάρσας. Ο Υμπύ Τύραννος δεν αποσκοπεί τόσο στη διαπαιδαγώγηση ή στην πολιτική σάτιρα, αλλά στην εμπέδωση του γελοίου, του παραλόγου και της υπερβολής ως επιτρεπτά μέσα έκφρασης, σε μεγάλο βαθμό δε ως αυτοσκοπού: υπερβολή χάριν υπερβολής και γελοιότητα χάριν γελοιότητας. Έχει δύσκολο κοινό, ή μάλλον, είναι ο ίδιος δύσκολος για το κοινό του, διότι η βωμολοχία, η έμφαση στην κωμωδία καταστάσεων, σε σημείο να θυμίζει επιθεώρηση,  η γραφική, ξύλινη ηθοποιία (ανταποκρινόμενη στις ρητές σκηνοθετικές οδηγίες του ίδιου του Ζαρρύ, που ήθελε η παράστασή του να θυμίζει κουκλοθέατρο και οι ηθοποιοί του μαριονέτες) είναι συστατικά στοιχεία του Υμπύ Τυράννου, χωρίς τα οποία (ή πέρα από τα οποία), καλώς ή κακώς, ο Υμπύ απλώς δεν υφίσταται.