Διαβάσαμε | «Χέρια Μικρά» του Andrés Barba, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Γράφει η Εύα Κουκή

Το «Χέρια Μικρά» του Andrés Barba είναι, ομολογουμένως, ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Είναι μικρό σε όγκο (περίπου 115 σελίδες) και διαβάζεται σχεδόν με μια ανάγνωση. Είναι μικρό, μα πολύ πυκνό σε ό,τι αφορά το θέμα, τη γραφή και την ατμόσφαιρά του. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μια «νουβέλα τρόμου», χρησιμοποιώντας αυτήν την υβριδική ορολογία, που από την αρχή της  μας προδιαθέτει για το ότι κάτι περίεργο θα συμβεί στη συνέχεια. Το βιβλίο γράφτηκε στα ισπανικά και, για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα πολύ να το έχω διαβάσει και από το πρωτότυπο (αν ήξερα τη γλώσσα) για να δω πώς ακριβώς συνέδεσε τις λέξεις ο Barba για να πλέξει την ιστορία του. Ωστόσο, η μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου καταφέρνει επιτυχώς να βάλει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της πλοκής.

«Ο πατέρας σου πέθανε επιτόπου, η μητέρα σου είναι σε κώμα», αυτή είναι φράση που στοιχειώνει τη Μαρίνα, το βασικό πρόσωπο της ιστορίας, από τη στιγμή που συνέβη το αυτοκινητιστικό δυστύχημα εξαιτίας του οποίου έχασε τους γονείς της. Η Μαρίνα τραυματίζεται αλλά δε σκοτώνεται και μετά τη νοσηλεία της μεταφέρεται σε ένα ορφανοτροφείο. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από δύο διαφορετικές διηγήσεις.  Η Μαρίνα, το κορίτσι που έμεινε ορφανό, μιλά σε α’ ενικό πρόσωπο. Τα άλλα κορίτσια του ορφανοτροφείου μιλούν σε α’ πληθυντικό πρόσωπο. Και καθώς γίνεται αυτή η εναλλαγή προσώπων με την πάροδο των κεφαλαίων, ο αναγνώστης καταδύεται όλο και περισσότερο στην ιστορία. Αυτό το στοιχείο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από τη στιγμή που η Μαρίνα μπαίνει στο ορφανοτροφείο ξεκινά μια ιδιόμορφη σχέση με τα άλλα κορίτσια. Η ίδια προσπαθεί να εγκλιματιστεί και να ταιριάξει μέσα στον χώρο, όμως εκείνα τη βλέπουν ως διαφορετική και, σχεδόν, απειλητική φιγούρα.  Το νέο κορίτσι μοιάζει να σπάει την ομοιομορφία τους και την φαινομενική ήρεμη ζωή τους. Και τότε ξεκινά μια περίεργη αλληλεπίδραση μεταξύ των κοριτσιών και της Μαρίνας. Τη μισούν ή την αγαπούν; Τι κίνητρα έχουν απέναντί της; Και εκείνη πώς βιώνει την κάθε μέρα της στο ίδρυμα; Τις αγαπά ή θέλει να τις τραυματίσει; Ο Barba καταφέρνει κάτι εντυπωσιακό: με αργούς ρυθμούς ξετυλίγει τη διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στη Μαρίνα και στα κορίτσια που αποτελούν μια μάζα αδιαχώριστη, που λειτουργεί σαν οργανισμός. Στο βιβλίο βλέπουμε την μετατραυματική περίοδο της Μαρίνας, τη διαταραγμένη προσωπικότητά της και τη συμπεριφορά μιας μάζας ατόμων μέσα σε ένα ίδρυμα. Η ιστορία διεισδύει στη σύνθετη ψυχολογία και τις εσωτερικές συγκρούσεις των κοριτσιών και όσο προχωρά, καταλαβαίνουμε όλο και περισσότερο ότι πραγματεύεται ένα θέμα πολύ δύσκολο, ενίοτε εφιαλτικό. Όλα αυτά τα συναισθήματα που αναπτύσσονται στα πρόσωπα βρίσκουν ως διέξοδο τη βία.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με έναν ρυθμό που σχεδόν σε υπνωτίζει όσο το προχωράς, σε μαγνητίζει και σε βυθίζει όλο και περισσότερο στην πλοκή του. Ο Barba έχει μια ιδιαίτερα γοητευτική γραφή. Μια εσωτερική γραφή. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης δεν ένιωθα πως αφηγούνται εφτάχρονα κορίτσια. Όμως, νομίζω πως η γλώσσα του συγγραφέα έχει ως στόχο το συμβολισμό πολλών νοημάτων. Είναι ωμή, περιγραφική και σου ψιθυρίζει στο αυτί. Και αυτό ακριβώς συντελεί στο γεγονός πως το βιβλίο είναι μια  «νουβέλα τρόμου». Έχει ενδιαφέρον και αξίζει την ανάγνωση!