Η απώλεια της αθωότητας, της Κωνσταντίνας Δασκαλογιάννη

Γράφει η Κωνσταντίνα Δασκαλογιάννη

«Η συνείδηση της ζωής είναι ανώτερη απ’ τη ζωή∙ η γνώση των νόμων της ευτυχίας  είναι  ανώτερη,  από  την  ευτυχία». Λίγες λέξεις μα γεμάτες τόση δύναμη, δυο προτάσεις-καταδίκη για την λησμονιά των ανθρώπων από την αληθινή ομορφιά, για την εξύψωση της θεωρίας έναντι της ίδιας της ζωής, και ένας πόνος αβάσταχτος, θρήνος για την πιο αποτρόπαια πράξη: την απώλεια της αθωότητας.

Στο θέατρο Μορφές, ένας άνθρωπος μόνος, εξομολογείται στο αόρατο για αυτόν κοινό του. Κουβαλά μιαν αλήθεια που έχει γίνει πια δυσβάσταχτη για αυτό, έχει ανάγκη να αλαφρύνει λίγο ετούτο το μεγάλο βάρος. Ο πρωταγωνιστής μας ομολογεί πως αισθάνεται γελοίος. Αυτή η αίσθηση της γελοιότητας τον ακολουθεί παντού, σε κάθε του βήμα, είτε ξυπνά είτε κοιμάτοι, είναι ένας ίσκιος που παραμονεύει ακόμη και στην πιο μαύρη νύχτα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπορεί ο ήρωάς μας να μορφώθηκε, όπως μας διηγείται, μπορεί να πλούτισε όσο μπορούσε, όσο περισσότερο στάθηκε δυνατό, όμως ακριβώς εκεί έγκειται και το μεγάλο παράδοξο, η υπέρτατη δυστυχία: όσο περισσότερο πάσχιζε να αποτινάξει από πάνω του αυτό το μίασμα, την φθοροποιό γελοιότητά του, τόσο περισσότερο την έτρεφε, την ενίσχυε, μέχρι την τελική αποδοχή της, την πλήρη ηττοπάθεια.

Αρχίζει να φλερτάρει με τον θάνατό του, ίσως τελικά το πάτημα μιας σκανδάλης να είναι πολύ πιο γλυκιά διέξοδος από αυτή την συσσίφεια διαμάχη με την αίσθηση της γελοιότητάς του, όμως ακόμη και εκεί αυτή δεν τον αφήνει να ησυχάσει.

Ώσπου μια νύχτα, ένα όνειρο διαφορετικό από τα άλλα, σαν αλήθεια και ψέμα μαζί, σαν κάτι πιο απτό, πιο υλικό μα ταυτόχρονα πιο φευγαλέο, θα τον ταξιδέψει σε έναν κόσμο που πάσχιζε τόσο καιρό να βρει, ένα κόσμο που δεν θα είναι πια γελοίος. Από την στιγμή λοιπόν της εξιστόρησης του ονείρου, αρχίζει και η μεγάλη αποκάλυψη του έργου, το ξεσκέπασμα της έντεχνα ορχηστρωμένης απάτης του κοινού από τον αφηγητή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Απάτη γιατί στην παράσταση, ο γελοίος του τίτλου δεν είναι πάρα ένας καθημερινός άνθρωπος που εξωτερικεύει τις σκέψεις του, που κλυδωνίζεται από μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, που τελικά αμφισβητεί αυτό που οι άλλο θεωρούν δεδομένο. Σε πρώτο επίπεδο μονολογεί, αλλά σε δεύτερο συνομιλεί  με τους θεατές, δίνοντας τους αρκετό υλικό για σκέψη και γιατί όχι και αυτοκριτική.

Καθώς το κουβάρι της αφήγησης ξετυλίγεται, ενώ η παράσταση προχωράει σταδιακά, ο ήρωάς μας έρχεται στο φως, φανερώνοντας πως ο αυτοπροσδιορισμός είναι άδικος γιατί ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ “γελοίος”. Αντιθέτως, οι σκέψεις του δεν διακρίνονται διόλου από γελοιότητα, παρά μόνο από νηφαλιότητα και «Αλήθεια» για την ανθρωπινή φύση. Ίσως τελικά η γελοιότητας ανήκει στους Άλλους, στους μη αμφισβητίες, στους συντηρητικούς.

Ωστόσο η ουσία της παράστασης, αυτό το παιχνίδι ανάμεσα σε δυο διαφορετικές αλήθειες, που η μια αναιρεί την άλλη, λειτουργεί χάρη στην δεξιοτεχνία ενός σπουδαίου ηθοποιού. Ο Θωμάς Κινδύνης, μέσα από τη δραματική αφήγηση, κάνει ένα δώρο στους θεατές, ταξιδεύοντας τους μαζί του στο όνειρο, και συνάμα στην αμφισβήτηση της ίδιας τους της ταυτότητας, ατομικής, κοινωνικής, ηθικής. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής  του και οι αρμονικές κινήσεις του, συμβάλλουν στην καθαρή μεταφορά του σημαινόμενου στους θεατές, αυτού του λανθάνοντος μηνύματος που κρύβεται κάτω από τα στρώματα της υποτιθέμενης γελοιότητας του χαρακτήρα.

Πιστός μάλιστα στον ρόλο που επιτελεί ως ηθοποιός και όπως είχε κάποτε ειπωθεί από τον μεγάλο Δημήτρη Χορν, ο κύριος Κινδύνης, αφού έπεσε η αυλαία της παράστασης, συνομίλησε με το κοινό, χαρίζοντας μας στιγμές που θα θυμόμαστε για καιρό.

Ταυτόχρονα, οι σκηνοθετικές πινελιές της Άννας Σεβαστή Τζίμα, από τις βιντεοπροβολές (Παναγιώτης Λαμπής) έως το παιχνίδι με το μακιγιάζ του πρωταγωνιστή, συμβάλλουν τα μέγιστα στην μεταφορά ενός έργου βαθιά στοχαστικού, δυο αιώνες πριν γραμμένο, με τρόπο άμεσο και εύληπτο.

Πέρα μάλιστα από την υψηλών ρυθμών απόδοση  του έργου σε ερμηνευτικό-σκηνοθετικό επίπεδο, δεν θα μπορούσε να μην γίνει λόγος και για τη μουσική της παράστασης από τον Κωνσταντίνο Ευαγγελίδη, που με την αυθεντική μελαγχολία της, συνιστά άξια συνοδοιπόρο στο όνειρο, καθώς και τη σκηνογραφική πλαισίωση της Κωνσταντίνας Μαρκίδη, όμορφη αναπαράσταση του κόσμου που έπλασε το μυαλό του μεγάλου Ρώσσου συγγραφέα.

Θέλοντας, λοιπόν, να καταλήξουμε σε ένα καταληκτικό συμπέρασμα, το Όνειρο ενός Γελοίου συνιστά έναν δραματικό μονόλογο-κραυγή αγωνίας, πιστό στο πνεύμα του δημιουργού. Μια παράσταση όχι μονό για να τέρψει το θεατρόφιλο κοινό, αλλά και να μας κάνει να στοχαστούμε για πολλά που θεωρούμε, μάλλον από σφάλμα, δεδομένα.