Η πίστη είναι θαύμα…, του Γιώργου Κουγιουμτζή

«Λοιπὸ τὴν πρίκα, ὡς φρόνιμη, διῶξε ἀποὺ τὴν καρδιά σου,/ διῶξε καὶ πάσα σαρκικὴ λύπη ἀπὸ κοντά σου./ Τοῦτη εἶναι ὀρδινιὰ Θεοῦ, ὁποὺ τὰ πάντα ὁρίζει,/ τσὶ δούλους του τσὶ μπιστικοὺς τέτοιας λογῆς γνωρίζει.»

Χαρακτηρίστηκε από τους παλαιότερους θρησκευτικό «μυστήριο», κατηγοριοποιείται σήμερα ως βιβλικό δράμα, όμως δεν θα έσφαλε κανείς αν αναφερόταν στη «Θυσία του Αβραάμ» ως δράμα ψυχολογικής φύσης. Και μολονότι η αίσια κατάληξή του δεν επιτρέπει στους μελετητές να του αποδώσουν τον χαρακτήρα της τραγωδίας, θα ήταν μάλλον ανακόλουθο λογικά να δούμε τους πρωταγωνιστές του δράματος, ιδίως τον Αβραάμ και τη Σάρα, ως κάτι άλλο από τραγικούς χαρακτήρες: η θεϊκή εντολή που μεταφέρει ο άγγελος και διατάσσει τον Αβραάμ να θυσιάσει το μονάκριβο και, σημειωτέον, θεϊκά συλληφθέν, τέκνο του, είναι ήδη ως σύλληψη δριμεία για οιονδήποτε και η αποδοχή από τους γονείς της παράλογης αυτής επικείμενης και σκληρής απώλειας του Ισαάκ, είναι βάναυση και συγκλονιστική, πολλώ δε μάλλον η ίδια η επώμιση του αποτρόπαιου τούτου έργου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γραμμένο τον 17ο αιώνα, σε 1.144 ομοιοκατάληκτους στίχους, το κείμενο αποτελεί ένα κόσμημα της Κρητικής Αναγέννησης, υπόδειγμα λαϊκής τέχνης κι αναμφισβήτητα ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του κρητικού θεάτρου. Αποδίδεται, κατά την σήμερα κρατούσα γνώμη, στον δημιουργό του Ερωτόκριτου, Βιντσέντζο Κορνάρο και μάλιστα ως έργο της νεανικής του ηλικίας. Πρότυπό του υπήρξε το “Lo Isach” του Luigi Grotto, εκδοθέν το 1586, που προηγουμένως είχε δραματοποιήσει το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης,  αλλά η «Θυσία το Αβραάμ» πόρρω απέχει από το να θεωρηθεί απλή μετάφραση. Είναι κείμενο θεατρικό, αλλά ιδιαίτερο και ιδιοσυγκρασιακό, καθώς ξεφεύγει από τα συμβατικά πρότυπα του θεάτρου, απεκδυόμενο όλα τα εξωτερικά του δομικά γνωρίσματα: τη διαίρεση σε πράξεις, την εναλλαγή σκηνών, το χώρο, ακόμη και το χρόνο.

Η θεατρική ομάδα «ANGELUS NOVUS» έμεινε πιστή στο πρωτότυπο κείμενο και τήρησε το κρητικό ιδίωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, πραγματοποιώντας τρομερό άθλο, αφού απαιτείται όχι μόνον τρομακτική πειθαρχία, αλλά κι εξαιρετικά ευέλικτη υποκριτική δεινότητα ώστε να επιτευχθεί η αληθοφανής απόδοση του εσωτερικού δράματος των πρωταγωνιστών και η κατά το δυνατόν φυσικότερη έκφραση των συναισθημάτων, χωρίς παρέκκλιση, αλλά οριζόμενη από τη διάλεκτο του κειμένου. Σε αυτόν τον γενναίο άθλο, λοιπόν, ανταποκρίθηκε εξόχως ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως ο πρωταγωνιστής Αβραάμ, ερμηνεύοντας εκπληκτικά όλο το φάσμα του ψυχογραφήματος του δυστυχούς πατέρα, καθώς και η Δέσποινα Σαραφείδου, της οποίας η ερμηνεία του σπαραγμού της μητέρας Σάρας ήταν ανατριχιαστική. Πλαισιωμένοι από την -αντιθετική- παρουσία αφ’ ενός του λευκοντυμένου Ισαάκ, που ενσάρκωσε ο Δημήτρης Φουρλής παροιμιωδώς, εκπέμποντας την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, και αφ’ ετέρου του Μιχαήλ Afolayan, στο ρόλο του αγγέλου με τις μαύρες φτερούγες, χρώμα ανάλογο των νέων που εξήγγειλε, καθώς και από την Στεργιάνα Τζέγκα και τον Τάσο Τσούκαλη-Δημητριάδη στο ρόλο των έμπιστων δουλευτών βοηθών τους, της Ταμάρ και του Σιμπάν, αντιστοίχως, σχηματίζουν αυτόν τον κλειστό, σχεδόν οικογενειακό κύκλο, στο πλαίσιο του οποίου λαμβάνει χώρα το δράμα.

Η ιστορία που ζωντανεύει η «Θυσία του Αβραάμ» είναι άμεση διασκευή του Κεφαλαίου ΚΒ΄ της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελώντας έτσι, στη βάση της, μία αμιγώς θρησκευτική αφήγηση, γεγονός που οδήγησε στο χαρακτηρισμό της παράστασης ως «ιστορία ψυχωφελέστατη» ήδη από την έκδοσή της. Παρά ταύτα, ο σκοπός του δημιουργού της ποιητή, αλλά κι εν προκειμένω του σκηνοθέτη Δαμιανού Κωνσταντινίδη δεν φαίνεται να ήταν ποτέ η κατήχηση, ούτε και η έμπνευση θεϊκού φόβου στο κοινό τους. Πολύ περισσότερο, η παράσταση πραγματεύεται, ως μία πολύ ιδιαίτερη δοκιμή, ένα βαθύτερο κι αρκετά ευαίσθητο θέμα: την έννοια της πίστης. Την απολυτότητα αυτής, το παράδοξο και τη σκληρότητά της. Για τους θεατές, το αίσιο τέλος είναι δεδομένο και προδιαγεγραμμένο και η από μηχανής αποτροπή της θυσίας βεβαία. Για τον Αβραάμ και τη Σάρα, όμως, εξίσου βέβαιη είναι η επικείμενη θανάτωση του υιού τους. Ακόμη και αν υπάρχουν κάποια δείγματα προοικονομίας στο λόγο του Αβραάμ για την μελλούμενη σωτηρία, δεν αναιρείται το γεγονός ότι για τον ίδιο, τη γυναίκα του και τον ίδιο τον Ισαάκ η θυσία αυτή έχει λάβει ήδη χώρα, με όλη της την βαναυσότητα, στον εσωτερικό τους κόσμο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτή η δοκιμασία, που έμελλε να δώσει στον Αβραάμ την πατριαρχεία ενός έθνους, του απέδωσε και τον χαρακτηρισμό του «βασιλιά της πίστης» από τον εγνωσμένο υπαρξιστή φιλόσοφο Kierkegaard, ο οποίος στο βιβλίο του «Φόβος και Τρόμος» -του οποίου αποσπάσματα απαγγέλθηκαν στο τέλος της παράστασης, εν είδει ηθικού διδάγματος- καταπιάνεται ακριβώς με το ζήτημα της πίστης του Αβραάμ. Υπό το πρίσμα αυτό, η παράσταση υπεκφεύγει της αυστηρά θρησκευτικής βάσης της, υπερβαίνει ακόμη και την ψυχολογική διάσταση που της προσέδωσε ο ποιητής-δημιουργός της, ώστε να ενδυθεί και το μανδύα της φιλοσοφίας.

Εν κατακλείδι, δίδω το λόγο στον ίδιο το φιλόσοφο, για ένα καταληκτικό σχόλιο που δύναται να χρωματίσει αυτήν την τόσο ιδιαίτερη περίπτωση «άλματος πίστης» στο παράλογο, που συνετέλεσε ο Αβραάμ, αυτήν την υπέρβαση, στο πλαίσιο ενός σκληρού αγώνα αγάπης και πίστης, πνεύματος και σάρκας, Θεού και ανθρώπου: [Ο Αβραάμ]  «πρέπει να αγαπά το παιδί του μ’ όλη την ψυχή του, όταν του το ζητά ο Θεός, πρέπει να το αγαπά και πιο πολύ ακόμη, αν είναι δυνατόν, και τότε μόνο μπορεί να το θυσιάσει, γιατί η αγάπη αυτή που έχει για τον Ισαάκ είναι εκείνο που, εξαιτίας της παράδοξης αντί­θεσής του με την αγάπη που έχει για τον Θεό, κάνει την πράξη θυσία. Όμως η οδύνη και η αγωνία του παραδόξου κάνουν ώστε ο Αβραάμ να μη μπορεί να κατανοηθεί απόλυτα από τους ανθρώπους. Μόνο τη στιγμή που η πράξη του βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με το συναίσθημά του, θυσιάζει τον Ισαάκ.»