Ο Νίκος Ράμμος στα πάθη του νεαρού Βέρθερου, του Λάζαρου Αντωνιάδη

Από την παράσταση «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου – Το χρονικό μιας απόδρασης» (2018).

Ο ηθοποιός Νίκος Ράμμος γεννήθηκε το 1986 στη Θεσσαλονίκη και είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ. Με την ομάδα Άνθρωπος στη θάλασσα ανεβάζουν στο θέατρο Άνετον το έργο «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου – Το χρονικό μιας απόδρασης» για τρεις παραστάσεις για την «Ανοιχτή Σκηνή – Θεατρικές Φωνές της Πόλης 2018». Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης την Παρασκευή 27 Απριλίου ο ηθοποιός απάντησε στις ερωτήσεις μου.

Κε Ράμμο, με την Ομάδα Άνθρωπος στη θάλασσα ανεβάζετε το νεανικό επιστολογραφικό έργο του Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου». Μιλήστε μας για την απόφαση να καταπιαστείτε με το έργο αυτό; Η πρώτη μου επαφή με το έργο αυτό ήταν μέσω της θεατρικής διασκευής που μου έστειλε η Κλαίρη (Χριστοπούλου). Το ίδιο το έργο δεν το είχα διαβάσει αν και ήξερα την ιστορία του Βέρθερου, αυτού του «διάσημου» αυτόχειρα. Η διασκευή που κρατούσα στα χέρια μου ήταν μια καλοδουλεμένη παρτιτούρα παράστασης, ήταν σαν μια ακτινογραφία της πορείας του Βέρθερου, των εσωτερικών και εξωτερικών του διακυμάνσεων. Δεν είναι, άλλωστε τυχαίος ο υπότιτλος της παράστασης: «Το χρονικό μιας απόδρασης». Επιπλέον, τα πρόσωπα της Λόττε και του Αφηγητή ήταν καίρια τοποθετημένα, ώστε να αφηγούνται και ταυτόχρονα να προωθούν – και ενίοτε να προκαλούν – τις δράσεις του Βέρθερου. Με λίγα λόγια το κείμενο της παράστασης ήταν πολύ καλό. Η ομάδα που επιμελήθηκε της δραματουργίας έβγαλε ένα πολύ δυναμικό απόσταγμα από το αρχικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα. Αυτός ήταν ο ένας από τους δύο λόγους που με ώθησαν να ασχοληθώ μ’ αυτό το έργο.

Ο άλλος είναι ότι έψαχνα εδώ και κάποιο καιρό να δοκιμαστώ σε έναν απαιτητικό ρόλο και να δω αν μπορώ να τα καταφέρω, αν μπορώ να αποδώσω τις διάφορες πτυχές και τις αποχρώσεις του, να αφηγηθώ την ιστορία του και αν τελικά «στέκει» σκηνικά όλο αυτό που προσπαθώ να κάνω. Ο Βέρθερος ήταν η κατάλληλη πρόκληση και είμαι πολύ χαρούμενος που συνάντησα αυτήν τη δυνατή ομάδα και έχουμε μια τόσο δημιουργική συνεργασία.

Είχατε δηλώσει, σε μια παλαιότερη συνέντευξη σας πως σας γοητεύει το αρχαίο δράμα. Βρίσκετε κοινά σημεία στον ήρωα της ιστορίας που υποδύεστε και με τα αρχαία τραγικά πρόσωπα; Όχι, ιδιαίτερα. Βρίσκω τον Βέρθερο πολύ ανθρώπινο και πολύ κοντινό μας. Περισσότερο μου έρχονται στον νου πρόσωπα που συναντάμε στον Ίψεν ή στον Τσέχωφ, οι αγωνίες, οι ανασφάλειες τους, οι αδιέξοδοι έρωτες τους. Ίσως ο Βέρθερος να έχει περισσότερο λυρισμό από τους μεταγενέστερους του, ίσως πάλι ο λυρισμός να είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε νεαρού ερωτευμένου. Πάντως δεν είναι ένα τραγικό πρόσωπο εγκλωβισμένο μέσα σε ένα αδιέξοδο της μοίρας. Ο Βέρθερος είναι και παραμένει ελεύθερος. Η αυτοκτονία του είναι μια επιλογή και ταυτόχρονα ένα μανιφέστο.

Ο Βέρθερος σύμβολο του Ρομαντισμού και της σχολής Sturm und Drang της Γερμανίας αναζητά την δική του αλήθεια. Σε μια σύγχρονη και αντιποιητική εποχή ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί; Πιστεύω πώς ναι. Είμαι σίγουρος πως μπορεί να συσχετιστεί, να επικοινωνήσει, να νιώσει αντίστοιχα συναισθήματα μ’ αυτόν. Η «ταύτιση» είναι λίγο πιο δύσκολη, ειδικά στην περίπτωση ενός αυτόχειρα, ωστόσο είμαι σίγουρος ότι η σκέψη της «αποχώρησης» ή της «απόδρασης» από αυτήν τη ζωή είναι κάτι που, ενδεχομένως, έχει περάσει από το μυαλό όλων μας. Τώρα, σχετικά με την σύγχρονη και αντιποιητική μας εποχή ήθελα να πω ότι και ο Βέρθερος έβρισκε την εποχή του αντιποιητική. Κάθε ποιητής, κάθε καλλιτέχνης συγκρούεται με την εποχή του γιατί έχει να προτείνει κάτι καλύτερο από αυτά που βλέπει γύρω του, είτε μιλάμε για την τέχνη είτε για την κοινωνία. Και ένας από τους λόγους που πηγαίνουμε θέατρο είναι γιατί κάπου-κάπου όλοι μας αναζητούμε μια ποιητική ανάσα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Από την παράσταση «Οικογένεια Νώε» (2016) του ΚΘΒΕ. Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου

Μετά τις σπουδές σας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στο τμήμα της Ανθρωπολογίας, πως αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα και να σπουδάσετε υποκριτική στο Τμήμα Θεάτρου; Η πορεία από την Μπολόνια στο Τμήμα θεάτρου ήταν περιπετειώδης. Βρισκόμουν στο δεύτερο έτος του τμήματος Ανθρωπολογίας όταν η απώλεια του πατέρα μου έφερε τα πάνω κάτω στην οικογένειά μου. Μετά από αρκετά πηγαινέλα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας ένιωσα ότι το πιο σημαντικό ήταν να «επουλωθούμε» ως οικογένεια και να ξαναθέσουμε τις βάσεις μας, οπότε επέστρεψα οριστικά στην Ελλάδα. Η επιλογή αυτή πόνεσε, γιατί αγαπούσα τις σπουδές μου, αλλά σήμερα μπορώ να πω ότι χαίρομαι που έπραξα έτσι. Και επιπλέον γνώρισα και αγάπησα το θέατρο και το σανίδι. Έδωσα ξανά πανελλαδικές και αποφάσισα να κάνω το πανεπιστήμιο πηγή χαράς και έμπνευσης. Ήταν μια λυτρωτική εμπειρία για μένα, τόσο για τις πανελλαδικές που αυτή τη φορά – σε μεγαλύτερη, πλέον ηλικία – ήταν μία συνειδητή επιλογή με πολύ λιγότερο άγχος, όσο και για τη Σχολή Θεάτρου που μου αποκάλυψε έναν κόσμο μέσα στον οποίο ήθελα να χαθώ και να αφιερώνω όλες μου τις ώρες. Η κατεύθυνση υποκριτικής ήταν στα σχέδιά μου από την πρώτη στιγμή που δήλωσα τη σχολή στο μηχανογραφικό. Από την στιγμή που πέρασα και στην Υποκριτική, το ένα έφερε το άλλο και τώρα μιλάμε για τον Βέρθερο.

Η διδασκαλία θα ήταν στα άμεσα σχέδια σας; Είναι κάτι που σας ενδιαφέρει; Ναι, απολύτως. Ανυπομονώ γι’ αυτήν τη στιγμή και την προετοιμάζω εδώ και κάποιον καιρό. Αλλά δεν βιάζομαι. Αυτή τη στιγμή μαθαίνω πολλά πάνω στη σκηνή και τα βιώνω στο πετσί μου. Αργότερα, όλα αυτά θα γίνουν τα εργαλεία του μαθήματος μου. Προς το παρόν ακόμα εντυπώνονται μέσα μου.

Αν δεν ήταν υποκριτική, τι άλλο θα ήταν; Σκηνοθεσία. Μπρρρρρ. Τρομακτική, αλλά και τόσο γοητευτική.