Θόδωρος Αγγελόπουλος: Οχτώ κινηματογραφικά κλικ στα βαθιά τραύματα της υπαρξιακής αναζήτηση

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα, ο οποίος παρέμεινε στη συνείδηση των κινηματογραφιστών και σινεφίλ ως ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Οι ταινίες του προβάλουν με ποιητικό χαρακτήρα τις κοινωνικές προεκτάσεις του ανθρώπου και εισχωρούν στα βαθιά τραύματα της υπαρξιακής αναζήτησης στην χαρτογράφηση του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935 και αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.

Το 1961 παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόννη και συγκεκριμένα γαλλική φιλολογία, φιλμογραφία, εθνολογία και στη συνέχεια μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l’ homme.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968, όπου και παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, «Εκπομπή», στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον «Χρυσό Φοίνικα» των Καννών, 1998

Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Αναπαράσταση», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό, και σηματοδότησε την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Το 1998 τιμήθηκε με το βραβείο Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών  για την ταινία «Μία αιωνιότητα και μία μέρα».

Ο Θίασος (1974/’75)

«…Ψηφίζοντες τον Στρατάρχην, ψηφίζετε ειρήνη, ευηµερία, ασφάλεια, τάξη»

Η Εύα Κοταμανίδου, ο Στράτος Παχής, η Αλίκη Γεωργούλη, ο Βαγγέλης Καζάν και άλλοι στην ταινία «Ο Θίασος»

Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ώς το τέλος και φροντίζει τον μικρό Oρέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.

Βέρνερ Χέρτζογκ όταν είχε δει το Θίασο είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ με το μεγαλείο της ταινίας που φίλησε τα πόδια του Αγγελόπουλου.

Φωτογραφία από την ταινία «Ο Θίασος»

1975. Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φεστιβάλ των Καννών· Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α’ ανδρικού ρόλου (Βαγγέλης Καζάν), Α’ γυναικείου ρόλου (Εύα Κοταμανίδου), Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης· «Ειδικό βραβείο» στο Φεστιβάλ της Ταορμίνα· Βραβείο Interfilm στο Φόρουμ του Βερολίνου· Βραβείο εge d’Or (καλύτερη ταινία της χρονιάς), Βρυξέλλες. 1976. Βραβείο Figueira das Foss, Πορτογαλία. 1979. Βραβείο Β.F.I. καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Λονδίνο· Μέγα Βραβείο των Τεχνών, Ιαπωνία· Βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Ιαπωνία. «Καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1971-1980», από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας. «44η καλύτερη ταινία στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου», από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.

Φωτογραφία από την ταινία «Ο Θίασος»

Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)

«-Θυµώνω…, λέει η γυναίκα στον Αλέξανδρο. …Να πάρει η οργή! ι σηµασία έχει;
Πατέρας ή όχι. Τι νόηµα έχει; γιατί; Γιατί πρέπει να µατώνουµε τρέχοντας πίσω από
µια σκιά;»

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»

Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ’ τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’ έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο: τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.

Ο Μάνος Κατράκης στην ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»

Ο Μελισσοκόμος (1986)

«H γυναίκα αργεί ν’ απαντήσει. Το πρόσωπό της είναι ωχρό. -Θα κατέβω µε το παιδί στην Αθήνα για λίγο… Με τις εξετάσεις δεν του µένει καιρός να φροντίσει τον εαυτό του. Σωπαίνει. –…Μετά… δεν ξέρω… Σκέφτοµαι να πουλήσω το σπίτι… Ίσως δουλέψω πάλι… Ξεσπάει. –Τι σου ‘κανα, Σπύρο; Τα µάτια της γυναίκας είναι υγρά. O Σπύρος σηκώνεται και την σφίγγει πάνω του. -Τίποτα, ψιθυρίζει. Τίποτα.»

Ο Marcello Mastroianni και η Νάντια Μουρούζη στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος»

O Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μετά το γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει κι αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι, τη γυναίκα του, διασχίζοντας τη χώρα με τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του κι ο πατέρας τού πατέρα του, ακολουθώντας το δρόμο της Άνοιξης, το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Για κείνον, το παρελθόν είναι όλα· για κείνην, δεν είναι τίποτα. O Σπύρος, όμως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια για να επιμείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφημένος στην επίθεση των ίδιων του των μελισσών…

Ο Marcello Mastroianni και η Νάντια Μουρούζη στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος»

O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχε σχολιάσει επιγραμματικά το Μελισσοκόμο με τα καλύτερα λόγια: «Είδα τον ‘Μελισσοκόμο’ που άλλοτε θεωρούσα μια καλή ταινία. Τώρα, αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα αριστούργημα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική»

Ο Marcello Mastroianni στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος» 

Τοπίο στην ομίχλη (1988)

«Αγαπητέ µας πατέρα, σου γράφουµε γιατί αποφασίσαµε να ‘ρθουµε να σε βρούµε. ∆εν σ’ έχουµε δει ποτέ και µας λείπεις. Όλο για σένα µιλάµε. Η µάµα θα στεναχωρηθεί που φύγαµε… Στο βάθος την αγαπάµε, µη νοµίζεις… Αν και δεν καταλαβαίνει τίποτα. ∆εν ξέρουµε πώς είσαι… O Αλέξανδρος λέει διάφορα. Σε βλέπει στον ύπνο του. Μας λείπεις τόσο πολύ. Εγώ καµιά φορά που γυρίζω από το σχολείο, νοµίζω πως ακούω, βήµατα πίσω µου… Τα βήµατά σου. Κι όταν γυρίζω να κοιτάξω, δεν είναι κανένας. Τότε νοιώθω πολύ µοναξιά. ∆εν θέλουµε να σου φορτωθούµε… Να σε γνωρίσουµε κι έπειτα να φύγουµε πάλι… Αν µας απαντήσεις… απάντησέ µας µε τον ήχο του τραίνου… Τατάν…τατάν… τατάν εδώ είµαι… σας περιµένω… τατάν… τατάν… τατάν… τατάν… εδώ είµαι σας περιµένω…».

Η Τάνια Παλαιολόγου και ο Μιχάλης Ζέκε στην ταινία «Τοπίο στην ομίχλη», Walter Ruggle

Η Βούλα κι ο Αλέξανδρος είναι δυο παιδιά, αδέλφια, που ο πατέρας τους δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η απάντηση που τους δίνει η μητέρα τους όταν εκείνα τον αναζητούν. Μια μέρα, επιβιβάζονται σ’ ένα τρένο που νομίζουν ότι θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Το ταξίδι τους δε φαίνεται να πραγματοποιείται. O προορισμός απομακρύνεται όσο τα δυο παιδιά εμπλέκονται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, που τους «καθυστερεί» σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατά μήκος της χώρας. Μετά από μια σκληρή περιπλάνηση στη ζωή και την ενηλικίωση, θα φτάσουν σ’ εκείνο το σύνορο, πέρα απ’ το οποίο πιστεύουν ότι θα βρουν τελικά έναν πατέρα, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτά μια ελπίδα. Αν, μετά την έρημη και παρακμασμένη χώρα που διέτρεξαν, υπάρχει η «Γερμανία» πέρα απ’ αυτό το σύνορο, τότε υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο για να βγουν απ’ τον δικό μας χαοτικό κόσμο.

 1998. Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας. 1989. Ευρωπαϊκό Βραβείο Félix.

Η Τάνια Παλαιολόγου, ο Μιχάλης Ζέκε και ο Στράτος Τζώρτζογλου στην ταινία «Τοπίο στην ομίχλη»

Ο Ντούσαν Μακαβέγεφ είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από το Τοπίο στην ομίχλη. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Πριν δω την ταινία του Αγγελόπουλου, εγώ, που έχω μεγαλώσει χωρίς πατέρα, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τον ανακάλυπτα στην εικόνα ενός δέντρου. Η τελευταία σκηνή του Τοπίου στην Ομίχλη ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Είναι μια μοναδική, θα μπορούσε κάποιος να πει, ‘Ιαπωνική’ σκηνή, που με εξέπληξε, γιατί είχα πάντα στο μυαλό μου την ελληνική παράδοση αποκλειστικά συνδεδεμένη με ερείπια, βράχους και θεούς. Σε αυτήν την σκηνή είδα μια πρόκληση απέναντι σε κάθε αναστολή και εξουσία. Γι’ αυτό θα χρησιμοποιούσα τα λόγια του Μπέργκμαν για να πω ότι ο στόχος του σινεμά είναι να φέρει πάλι το όνειρο πίσω στη ζωή μας, βοηθώντας μας έτσι να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής.»

Η Τάνια Παλαιολόγου, ο Μιχάλης Ζέκε και ο Στράτος Τζώρτζογλου στην ταινία «Τοπίο στην ομίχλη»

Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991)

«O συνταγµατάρχης πατάει τη γαλάζια γραµµή. Μένει ακίνητος µια στιγµή. Έπειτα σηκώνει το ένα πόδι και στέκει έτσι σα πελαργός. Στρέφει το κεφάλι του στον Αλέξανδρο. –Αν κάνω ένα βήµα, λέει χαµογελώντας αινιγµατικά, είµαι… αλλού… Γυρίζει και κοιτάζει τον τούρκο φρουρό. –… ή πεθαίνω, συµπληρώνει. Σιωπή. Το βουητό του ποταµού.»

Ο Γρηγόρης Πατρικαρέας στην ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» 2

Ένας πολιτικός, μετά από μια συνεδρίαση στη βουλή όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του, κι εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Ένας δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ στην παραμεθόριο για τους εγκλωβισμένους στα σύνορα μετανάστες και πρόσφυγες διαφόρων φυλών, συναντά έναν άντρα που η εξωτερική του εμφάνιση ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού. Παρά τις έρευνές του και μια συνάντηση που καταφέρνει να οργανώσει ανάμεσα στον άγνωστο και τη γαλλίδα γυναίκα του πολιτικού, η ταυτότητα του αγνώστου παραμένει ανεξακρίβωτη. Η γυναίκα δεν τον αναγνωρίζει, κι εκείνος δε φαίνεται διατεθειμένος ούτε για μια στιγμή να μας δώσει ένα σημάδι ότι δεν πρόκειται για τον πολιτικό που αγνοείται. Σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου έχει καταφύγει, στην απομόνωση ενός κόσμου με δικό του θεό και νόμο, συμπιεσμένο ανάμεσα σε εμπόδια, σύνορα και όρια, όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη πραγματικότητα…

Κάποτε είχε γνωρίσει τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα. Μια φορά είχε έρθει άρρωστος για να δει το Το μετέωρο βήμα του πελαργού και δάκρυσε σε μία από τις σκηνές.

Ο Γρηγόρης Πατρικαρέας σε μια σκηνή από την ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»

Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995)

Tο φιλµ τελείωνει. Ένα άδειο φωτεινό καρέ παίρνει τη θέση της εικόνας στον τοίχο. Tο µουσκεµένο πρόσωπο του A. και το βλέµµα του καρφωµένο πάνω στον τοίχο. H φωνή
του βραχνή, θρυµµατισµένη: Όταν γυρίσω, θα γυρίσω µε τα ρούχα και τ’ όνοµα ενός άλλου.
Kανείς δε θα µε περιµένει. Kι αν δε µε γνωρίσεις και πεις “∆εν είσαι εσύ”, θα σου δώσω σηµάδια, να πιστέψεις. Tη λεµονιά στον κήπο σου. Tο ακρινό παράθυρο που µπάζει το φεγγάρι. Kι ακόµα σηµάδια του κορµιού και της αγάπης. Kι όταν ανέβουµε τρέµοντας στο παλιό δωµάτιο, ανάµεσα σ’ ένα αγκάλιασµα κι ένα άλλο, ανάµεσα σ’ ένα κάλεσµα κι ένα άλλο, θα σου διηγούµαι το  “ταξίδι” όλη νύχτα κι όλες τις νύχτες που θα ‘ρθουν. Aνάµεσα σ’ ένα αγκάλιασµα κι ένα άλλο, ανάµεσα σ’ ένα κάλεσµα κι ένα άλλο, όλη την ανθρώπινη περιπέτεια, την περιπέτεια που ποτέ δεν τελειώνει… Tο άδειο φωτεινό καρέ στον τοίχο της κατεστραµµένης Tαινιοθήκης και η µουσική της ορχήστρας από µακριά κι η νύχτα.

Φωτογραφία από την ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα»

O ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Α. επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια.  Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του Α. (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η οδύσσεια του Α. δεν είναι μια ομηρική Oδύσσεια. Όλα τα ομηρικά αντίστοιχα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο σαν σχήματα, σκορπισμένα στοιχεία στο μακρύ ταξίδι της σύνθεσης. Τώρα που όλες οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, τώρα που το σοσιαλιστικό όνειρο κύλησε στο ποτάμι της Ιστορίας, η περιπέτεια του βλέμματος απέμεινε η μόνη περιπέτεια να αφηγηθείς.

1995. Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής (Grand Prix du Jury) του Φεστιβάλ Καννών· Βραβείο της Διεθνούς Κριτικής, Φεστιβάλ Καννών· Félix των κριτικών (ταινία της χρονιάς)

Ο Harvey Keitel και η Maya Morgenstern στην ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα»

Ο Βιμ Βέντερς είχε μιλήσει για το βλέμμα του Οδυσσέα με εξαιρετικά λόγια: «Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος με το Βλέμμα του Οδυσσέα. Ακόμα κι εδώ στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί η μαγεία. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά»

Ο Harvey Keitel και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στην ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα»

Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998)

«-Έπειτα κάπως έτσι δεν τελειώνουν όλα; Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτά τα τρία χρόνια… εδώ µέσα… Χωρίς εσένα δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει. –Η βαλίτσα σας είναι δίπλα στην πόρτα, ψελλίζει η γυναίκα προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της. –Ελπίζω να µην έβαλες πολλά. ∆ε θα χρειαστούν, το ξέρεις.»

Η Isabelle Renauld στην ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

O Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή τού Αλέξανδρου. Όμως οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει…

1998. Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών· Oικουμενικό Βραβείο της Καθολικής Εκκλησίας

Ο Bruno Ganz και η Isabelle Renauld στην ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

«Πόσο κρατάει το αύριο; Πώς δραπετεύει κανείς; Ξέρεις τι είναι ποιητής; Γιατί τα πράγµατα δεν ήρθαν όπως τα περιµέναµε; Τι είναι χρόνος; Τέτοιου είδους ερωτήµατα, παρµένα απ’ τις πιο πρόσφατες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, είναι ερωτήµατα που θέτουν οι ήρωές του τριάντα χρόνια τώρα. Λίγοι σκηνοθέτες είναι τόσο ποµπώδεις, τόσο επηρµένοι, τόσο «καλλιτέχνες». O Αγγελόπουλος είναι η προσωποποίηση της ευρωπαϊκής ταινίας τέχνης.» του Louis Seguin

Φωτογραφία από την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

Το λιβάδι που δακρύζει (2004)

«-∆εν καταλαβαίνετε ότι κινδυνεύετε; –Πως ήτο δυνατόν, όµως, τόσα χρόνια ζωή, σπίτια, περιουσίας να τας τας εγκαταλείψουµε; Αυτός εφώναζε. –Τι προτιµάτε, τας περιουσίας ή το κεφάλι σας; Ανήµερα του Αγίου Στεφάνου εµπήκε ο Κόκκινος Στρατός εις την πόλη. Ο κόσµος άρχισε να κουτρουβαλά για το λιµάνι. Τα βαπόρια εγέµιζαν και έφευγαν µε την ανθρώπινη πραµάτεια να κρέµεται ακόµα από τα σχοινιά τους… Οικογένειες χωρίζονταν … Άλλοι στο ένα βαπόρι άλλοι στο άλλο… Μπόγοι, βαλίτσες, πετάγονταν εις την θάλασσα για να χωρέσουν άνθρωποι. Ο αέρας εγέµισε φωνές κι ονόµατα… Πυροβολισµοί εις τις συνοικίες… Τα βαπόρια εσφύριζαν…

Ο Νίκος Κολοβός, η Εύα Κοταμανίδου και άλλοι στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»

Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά. Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη μπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρα. Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε ότι είχε βρει φτάνοντας μια μέρα μικρό παιδάκι στην Ελλάδα.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη και ο Νίκος Πουρσανίδης στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»

Είχε γνωριστεί με τον Φεντερίκο Φελίνι , ο οποίος του έσφιξε το χέρι και του αποκρίθηκε «Έλπιζα ότι θα ήσασταν λιγότερο νέος».

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη και ο Νίκος Πουρσανίδης στην ταινία «Το λιβάδι που δακρύζει»

Πηγή: Βικιπαίδεια, σαν σήμερα, προσωπικό αρχείο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ