Κύριε Λάσκο, ο Υμπύ ήταν ο δυσκολότερος ρόλος που υποστηρίξατε μέχρι στιγμής; του Λάζαρου Αντωνιάδη

Ο Άρης Λάσκος είναι ένας νέος τολμηρός ηθοποιός. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών και αριστούχος απόφοιτος της σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Τους προηγούμενους μήνες πρωταγωνίστησε με τον ομώνυμο ρόλο του αμφίβολου βασιλιά Υμπύ, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μάνου Βαβαδάκη, για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Παράλληλα, διατελεί χρέη δασκάλου υποκριτικής και σκηνοθέτη στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μπορεί πριν δέκα μέρες να έκλεισε η αυλαία του «Υμπύ», αλλά στις 21 Απριλίου κάνει πρεμιέρα μ’ ένα ολοκαινούργιο έργο, τον «Σημαιοφόρο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, με την ομάδα Ubuntu στο θέατρο 104.

Κε Λάσκο, περάσετε μια πολύ φορτισμένη χρονιά στην Πειραματική σκηνή με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του βασιλιά Υμπύ στον «Υμπύ Τύραννο», αλλά και με τη συμμετοχή σας στο «Μεγάλο Κρεβάτι» σε σκηνοθεσία πάλι του Μάνου Βαβαδάκη. Μιλήστε μας, για την εμπειρία σας. H αλήθεια δεν μπορώ να σας μιλήσω ξεκάθαρα για την εμπειρία, γιατί λόγω κεκτημένης ταχύτητας, δεν έχω πάρει απόσταση και δεν έχω κάποιο σαφές συμπέρασμα. Μπορώ μόνο να σας περιγράψω την αίσθηση, σαν να συμβαίνει τώρα. Όλα ήταν πρωτόγνωρα: πρώτη φορά με αυτούς τους συνεργάτες – κι ας ήξερα την πλειονότητά τους από τα χρόνια που φοιτούσαμε στο Εθνικό – , πρώτη φορά υποστηρίζω έναν «ομώνυμο» ρόλο, πρώτη φορά σε επιθεώρηση – έστω και σε σύγχρονη εκδοχή της. Αρχικά λοιπόν μιλώ για τη χαρά να δουλέψω με τους συμμαθητές μου και να ενταχθώ στην ομάδα τους και να δουλέψω με τον Μάνο, που από τη σχολή ακόμα κάναμε σχέδια κοινά. Η συνολικότερη εμπειρία τώρα, πέρα από την απίστευτη σωματική καταπόνηση, γιατί ειδικά ο «Υμπύ» ήταν μια 70λεπτη γυμναστική για μένα, ήταν σαν μια εκδρομή, σαν βόλτα στο λούνα παρκ. Περιλαμβάνει μια απίστευτη χαρά και απελευθέρωση, γιατί και οι δύο δουλειές βασίζονταν στην εξωστρέφεια, τη διαρκή επικοινωνία με το κοινό και κυρίως το παιχνίδι μεταξύ μας. Και ήταν παράλληλα ένα διαρκές στοίχημα πως αυτή η εξωστρέφεια δεν θα κυλίσει σε ευκολίες, στη μπαλαφάρα. Δεν ήταν κάθε μέρα επιτυχημένη, αλλά αυτός ο διαρκής αγώνας, αυτή η ακροβασία στην κόψη μεταξύ σοβαρότητας και ελαφρότητας που και τα δύο έργα απαιτούσαν, δεν αύξανε μόνο την αδρεναλίνη, αλλά ένιωσα πως με ανύψωσε και σαν καλλιτέχνη.

Ο «Υμπύ» ήταν ο δυσκολότερος ρόλος που υποστηρίξατε μέχρι στιγμής; Αδιαμφισβήτητα ναι. Αφενός πρόκειται για έναν ρόλο που είναι παρών σε ολόκληρο το έργο – πλην δύο μικρών σκηνών – και αναπόφευκτα φέρει την ευθύνη του να στηρίζει ολόκληρη την παράσταση: ρυθμικά, υφολογικά, νοηματικά, δραματουργικά. Και αυτό πέρα από την αντικειμενική δυσκολία, σε μένα προκαλούσε και διάφορα άγχη και με έφερνε αντιμέτωπο με το πως θα είμαι ανοιχτός και δεν θα προσπαθώ να ελέγχω αυτό που συμβαίνει επί σκηνής. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Μάνο, κυρίως για την απόλυτη ηρεμία του, που μπόρεσε να με απελευθερώσει από αυτό. Αφετέρου ο Υμπύ – τεχνικά – είναι ένας κλόουν με όσες προκλήσεις αυτό συνεπάγεται: διαρκή εναλλαγή διαθέσεων, φωνητικές μάσκες, διαρκή κίνηση, απίστευτη ενέργεια, άλλη γλώσσα χρησιμοποιεί στην πρώτη σκηνή, άλλη στην επόμενη, άλλη στο φινάλε. Έστω λοιπόν ότι αντεπεξέρχεσαι σε αυτές, πώς λοιπόν θα δώσεις συνέχεια σε αυτό τον ρόλο – ήρωα; Πως θα έχει μια ροή που δεν θα σε πετάει έξω ως ερμηνευτή; Τέλος, είναι ένας ρόλος που – όπως και κάθε άλλος βέβαια – με έφερε σε μια πιο εμφανή αποδοχή του προσωπικού μου χιούμορ και της ιδιοσυγκρασίας μου επί σκηνής. Και είναι πρώτη φορά που τόσο εμφανώς αλίευσα υλικό από αυτήν την πιο ατίθαση πλευρά μου και το ευχαριστήθηκα, οφείλω να ομολογήσω.

Η ιδιαιτερότητα του ρόλου αυτού, σας οδήγησε και σε μονοπάτια που δεν τα είχατε υπολογίσει στο θέατρο; Θα ξαναπαίζατε έναν παρόμοιο χαρακτήρα; Σε μια εργασία που μας είχε ζητήσει ο Μάνος στις αρχές των προβών και την οποία ξέθαψα για αυτή τη συνέντευξη είχα γράψει για τον Υμπύ: «Σπάει κάθε κοινωνικό στερεότυπο. Αδίστακτος, αδυσώπητος, βάναυσος, χειριστικός, θρασύδειλος, αγενής, χωρίς καμία ηθική και αίσθηση καλοσύνης και δικαιοσύνης, απεκδύεται με χαρά όλους τους ρόλους και τις υποχρεώσεις. Και αυτό είναι απελευθερωτικό. Υπαρξιακά. Τι θα γινόταν αν; Αν δεν ήμουν ευγενής. Αν δεν ανταπέδιδα ότι μου δινόταν. Ή μάλλον επαναξιολογεί όλες τις αρετές, όλα τα πρέπει με τα οποία μεγαλώσαμε. Κάνει πράγματα τα οποία εμείς θα φοβόμασταν να κάνουμε και είναι σαν να πραγματώνει κάθε λεπτό όλη την πρώτη ή δεύτερη, την κακή, την ενστικτώδη σκέψη που έχουμε και δεν αρθρώνουμε ποτέ. Γι αυτό είναι γοητευτικός» Ιδού λοιπόν τα μονοπάτια που ρωτάτε. Να περάσεις μέσα από την επικίνδυνη, μαύρη περιοχή σου, να είσαι μη αρεστός για πολλή ώρα, χοντροκομμένος, vulgaire θα μπορούσα να πω, με τρόπο όμως τέτοιο που να είναι εν τέλει γοητευτικός και να μην προκαλεί αποστροφή. Να καταλάβεις αυτόν τον κυρ Υμπύ στο τέλος του έργου. Να διαρρήξεις το περίβλημα της χυδαιότητάς του και παραδόξως όντας χυδαίος επί σκηνής, τελικά να μην είσαι. Πως δηλαδή ενώ το σχήμα είναι στα όρια της ασχήμιας, το αποτύπωμα που μένει να είναι συμπαθές. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια μεγάλη και ειλικρινή κατάβαση στον εαυτό σου, κότσια να το ανασύρεις και κότσια να το αντέξεις, πέρα από τις όποιες προσωπικές ανασφάλειές σου.
Και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβήθηκα την επιλογή αυτού του έργου, θυμάμαι ρώτησα τον Μάνο «άλλο έργο δεν μπορούσες να βρεις»; Τελικά όμως όλα για κάποιο λόγο γίνονται και η ζωή έχει ίσως πιο ωραίο σχέδιο για μας, οπότε τώρα που έκανα την παρθενική μου εμφάνιση σε αυτό που λέμε «θέατρο του παραλόγου / νταντά» μετά χαράς να εμπλακώ και σε άλλα τέτοια εγχειρήματα!

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υπάρχουν, όμως και νέα σχέδια. Παρουσιάζετε με την ομάδα Ubuntu – για πρώτη φορά στην Ελλάδα – στο θέατρο 104, το αριστούργημα του Rainer Maria Rilke «Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε». Μιλήστε μας για τη νέα παράσταση. Η νέα αυτή παράσταση με τον πιο συντμημένο και «πιασάρικο» τίτλο «ο Σημαιοφόρος» είναι η επανασύνδεση της ομάδας μας UBUNTU μετά την τελευταία μας δουλειά το 2013 (Διαβολιάδα, του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ). Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος που ξαναβρίσκομαι με την Ελεάνα Τσίχλη και καινούριοι πια και με πολλές νέες εμπειρίες ξανασυνεργαζόμαστε. Την προσπάθεια αυτή πλαισιώνουν οι σταθερές μας συνεργάτιδες Στέλλα Κάλτσου και Τίνα Τζόκα στα φώτα και τα σκηνικά αντίστοιχα, ενώ τη σκηνή θα μοιραστώ με την Ελεάνα Καυκαλά και τη μουσική υπογράφει ο Κορνήλιος Σελαμσής.
Είναι σταθερή επιδίωξη της ομάδας μας το αφηγηματικό θέατρο και η θεατρική διασκευή λογοτεχνικών κειμένων. Εδώ τώρα καταπιανόμαστε με ένα ακραία λυρικό και ποιητικό υλικό, το οποίο μας δυσκολεύει και μας ιντριγκάρει ταυτόχρονα. Στόχος μας είναι χωρίς να προδοθεί η καταγωγή αυτού του υλικού και χωρίς να παραδοθούμε στην γοητεία ενός τόσο όμορφου λόγου, ο λόγος αυτός να μιληθεί και κυρίως, μια τόσο «παλιά» ιστορία να αφορά εμάς, σήμερα, το 2018.

«Ο σημαιοφόρος» ψάχνει την ομορφιά μέσα από το θάνατο, ώσπου στο τέλος πεθαίνει από αυτή που ψάχνει. Ποια η σημασία του παραλληλισμού με το σήμερα; Θα έλεγα πως ο σημαιοφόρος δεν ψάχνει την ομορφιά μέσα από το θάνατο, αλλά την ομορφιά μέσα σε ένα τοπίο θανάτου ή την ομορφιά λίγο πριν το θάνατο. Δεν προσπαθεί δηλαδή να δικαιωθεί πεθαίνοντας ή να νοηματοδοτήσει τη ζωή του με το θάνατό του. Αλλά ακριβώς επειδή ως ένας απλός ιππότης που συμμετέχει σε μια εκστρατεία, γνωρίζει από πολύ νωρίς την ημερομηνία λήξης, αποφασίζει τι είναι αυτό που θα γεμίσει τη ζωή του. Αφού θα πεθάνει ως ένας από τους πολλούς, αποφασίζει τελικά να ζήσει σαν άνθρωπος πριν πεθάνει: να ερωτευτεί, να ξεκουραστεί, να «μην είναι συνέχεια στρατιώτης» όπως χαρακτηριστικά λέει. Να βρει «κήπους» όπως λέει μέσα στην τόση ασχήμια και τελικά πριν φύγει να έχει ένα χαμόγελο στα χείλη. Κι αυτή ακριβώς είναι η παραλληλία με το σήμερα: μέσα στην τόσο δύσκολη και δυσανάγνωστη εποχή μας, όταν τα πιο στοιχειώδη αμφισβητούνται να αποφασίσουμε να ζήσουμε θαρραλέα. Διεκδικώντας αυτό που μας λείπει, αυτό που θέλουμε.

Στο έργο πλανάται το ερώτημα, αν οι ήρωες γνωρίζουν τις συνέπειες του ηρωισμού τους. Μα αν τις γνωρίζουν, μπορούν να είναι ήρωες; Σαφώς και όχι. Από την έρευνά μας σε πολλές βιογραφίες και ιστορικά γεγονότα– γιατί θέλουμε να ανοίξουμε το έργο και προς άλλες προσωπικότητες – διαπιστώνουμε ότι τελικά η αντιμετώπιση κάποιου ως ήρωα, δε γίνεται από τον ίδιο, αλλά μεταγενέστερα από άλλους που έζησαν γύρω ή μετά από αυτόν. Παρατηρήσαμε όμως πως μια τέτοια διαδικασία μας κάνει να στεκόμαστε απέναντι στους ήρωες με δέος και θαυμασμό, σαν να αντιμετωπίζουμε όχι ανθρώπους, αλλά απρόσιτες μορφές. Αυτό που θέλουμε πολύ να πούμε με την παράσταση, είναι πως τελικά, ακριβώς επειδή ο ήρωας ποτέ δε θεώρησε τον εαυτό του ως τέτοιο τη στιγμή που έκανε την μεγάλη τομή, πάνω από όλα είναι ένας άνθρωπος: με θέλω, ανησυχίες, επιθυμίες, φόβο και άγχη καθημερινά. Είναι δηλαδή σαν κι εμάς. Ή μάλλον καλύτερα, θα μπορούσαμε κι εμείς να είμαστε ήρωες. Θα μπορούσαμε δηλαδή να θεωρήσουμε την παράστασή μας αυτή σαν μια ανοιχτή πρόσκληση για όλους προς τον ηρωισμό: όλοι είμαστε εν δυνάμει ήρωες. Μένει να πραγματωθεί.

Παράλληλα, όμως δραστηριοποιείστε και στο χώρο της διδασκαλίας συμμετέχοντας και στο Φεστιβάλ Νέων της Στέγης. Φέτος λοιπόν είναι μια πολύ γεμάτη χρονιά, η σημαντικότερη εμπειρία της οποίας είναι αυτή μου η συνεργασία με τη Στέγη και η για πρώτη φορά ενασχόλησή μου με τη διδασκαλία και τους εφήβους. Στα πλαίσια του Onassis Youth Festival λοιπόν από τον Οκτώβρη της περασμένης χρονιάς συναντιόμαστε εβδομαδιαία με μια ομάδα εφήβων και με αφορμή τον Ίωνα του Ευριπίδη αναρωτιόμαστε τελικά πως μπορεί ένας νέος του 2018 να προσεγγίσει ένα κείμενο χιλιάδων ετών και με τρόπο που να τον αφορά. Που συναντιέται και που διαφωνεί με το κείμενο αυτό. Και γιατί εν τέλει αυτά τα αρχαία κείμενα θεωρούνται κλασικά. Το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής είναι αποκαλυπτικό: είναι τρομερό πως αυτά τα παιδιά που αγνοούσαν βασικά πράγματα για το αρχαίο θέατρο – και εδώ διαπιστώνεται το έλλειμμα της εκπαίδευσής μας – τελικά ταυτίστηκαν με αυτόν το αρχαίο έφηβο που δεν ήξερε τους γονείς του, πως έκαναν «δικά» τους τα ερωτήματα και τις αναζητήσεις του. Και είναι πέρα για πέρα συγκινητικό να βλέπεις παιδιά μέσα από την ενασχόλησή τους με την Τέχνη μέσα σε ένα μόλις χρόνο να αλλάζουν ποιότητα, να ηρεμούν, να βελτιώνονται και να αναδεικνύουν τους εαυτούς τους καλύτερα. Νιώθω πραγματικά τυχερός που μου δόθηκε αυτό το δώρο φέτος, η ουσιαστικότερη εμπειρία μου έως τώρα.