Διαβάσαμε: Καουτέρ Αντιμί – Τα πλούτη μας, του Θοδωρή Μπόνη

Ένα ταξίδι για τη μνήμη, την ελευθερία και τον πολιτισμό στην Αλγερία

Βρισκόμαστε στο Αλγέρι και στην οδό Χαμανί συναντούμε ένα παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 μέχρι τη δεκαετία του ’90 το μέρος εκείνο φιλοξενούσε ένα βιβλιοπωλείο που ανήκε στον Εντμόν Σαρλό. Το βιβλιοπωλείο «Τα Αληθινά Πλούτη» λειτουργούσε, επιπλέον, ως βιβλιοθήκη ενώ ο Σαρλό αναλάμβανε την έκδοση βιβλίων νέων συγγραφέων μεταξύ των οποίων και του Καμί. Η Καουτέρ Αντιμί (Kaouther Adimi) –γεννημένη στην Αλγερία το 1986 και κάτοικος Παρισιού από το 2008– φέρνει εκ νέου στο φως ένα ιστορικό πρόσωπο που αγαπούσε όσο λίγοι τα βιβλία στην πόλη του.

Με το βιβλίο της «Τα πλούτη μας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις η συγγραφέας μεταφέρει μια διαφορετική εκδοχή του Αλγερίου: Η πολύβουη ζωή, η κίνηση στους δρόμους δίνουν τη θέση τους στον κόσμο του πνεύματος, στα αρώματα των βιβλίων και τους ήρεμους ρυθμούς της οδού Χαμανί. Στο βιβλίο εναλλάσσονται οι παραστατικές περιγραφές σε α’ πληθυντικό πρόσωπο με τις επινοημένες ημερολογιακές εγγραφές του Σαρλό. Εκεί αποκαλύπτονται τα σχέδιά του για τη δημιουργία του βιβλιοπωλείου, η έλλειψη χαρτιού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αγωνία του για τα εκδοτικά του εγχειρήματα, οι ψυχολογικές του μεταπτώσεις και το πάθος του για τη μετάδοση της γνώσης. Το τέλος του Πολέμου τον βρίσκει στο Παρίσι ως επιστρατευμένο στην Τεχνική Υπηρεσία Πληροφοριών αλλά σημειώνει ότι η έκβαση αυτή δεν είναι παρά η απαρχή της εξέγερσης ο Αλγερινών ενάντια στους Γάλλους αποικιοκράτες.

Η πάλη τους για ανεξαρτησία πυροδοτήθηκε εννέα χρόνια μετά, κυρίως από κινήματα ανταρτών που προκαλούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις και συσπειρώθηκαν κάτω από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Το εκ των ων ουκ άνευ αίτημα των ιθαγενών επαναστατών δεν ήταν άλλο από την αποαποικιοποίηση. Ο λεγόμενος Guerre dAlgerie έχει για αφετηρία του την 1η Νοεμβρίου 1954 και οι επιπτώσεις του δεν άργησαν να φανούν. Στο εσωτερικό της Γαλλίας προκαλείται διχασμός ανάμεσα στους υποστηρικτές της αλγερινής ανεξαρτητοποίησης και σε αυτούς που πρόσκεινται στη συνέχιση της αποικιοκρατικής πολιτικής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκε ο στρατηγός Ντε Γκωλ που έβλεπε τη χώρα του στα πρόθυρα ενός εμφυλίου σπαραγμού και αποφάσισε να διενεργήσει δημοψήφισμα στη χώρα με το οποίο αναγνωρίζεται η Αλγερία ως ανεξάρτητο κράτος. Τα χρόνια εκείνα φέρνουν τον Σαρλό σε αδιέξοδο. Το 1949 το Δικαστήριο του Παρισιού κήρυξε σε πτώχευση τον εκδοτικό του οίκο. Η μεταπολεμική αναζωπύρωση της γαλλικής εκδοτικής παραγωγής έθεσε εκτός ανταγωνισμού τις εκδόσεις Σαρλό με συνέπεια την επιστροφή του τελευταίου στην Αλγερία.

Συνθέτοντας μία αγνή προσωπικότητα, το όνομα του Σαρλό γίνεται ένα άτυπο σύμβολο της φιλομάθειας, της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και γνώσεων, της πολιτισμικής άνθισης και της υγιούς επιχειρηματικότητας σε αντιδιαστολή με τη κερδοσκοπία και τον πολιτικο-θρησκευτικό φανατισμό. Ο ίδιος διατείνεται ότι στις εκδόσεις Σαρλό όλοι ήταν φίλοι αλλά τα φαινόμενα τον φέρνουν αντιμέτωπο με την επιχειρηματική αποτυχία. Και η αποτυχία του αυτή δεν οφειλόταν στη δική του κακοδιαχείριση αλλά στην επιλογή των συνεργατών του. Οι φήμες για συκοφαντίες προς το πρόσωπό του από προσωπικούς του φίλους και συνεργάτες όπως ο Αμρούς δημιουργούν πόλωση στο εσωτερικό της επιχείρησης. Η Αντιμί επιδιώκει εδώ να καταστήσει σαφή την ανάγκη να συνεργάζεσαι καλύτερα με εχθρούς παρά με φίλους στον επιχειρηματικό κόσμο. Με την αυταπάρνηση που τον διακρίνει και την πάγια πρόθεσή του να προσφέρει βιβλία, φιλία και εργασία, ο Σαρλό κατορθώνει πολύ γρήγορα να «κερδίσει» τον αναγνώστη στη διαρκή μάχη που δίνει για να μην εκπνεύσει η ήδη ασθενική εκδοτική παραγωγή στον τομέα της λογοτεχνίας στην Αλγερία. Μέσα σε ένα κλίμα εμφυλιακών συγκρούσεων, τα βιβλιοπωλεία του Σαρλό δέχονται δύο τρομοκρατικά χτυπήματα το 1961 –λόγω της υποστήριξής του στο πρόσωπο του Ντε Γκωλ– από την Organisation Armée Secrète (Οργάνωση Μυστικός Στρατός), μια ακροδεξιά οργάνωση που εναντιωνόταν στην επανάσταση και υποστήριζε ότι η Αλγερία πρέπει να παραμείνει υπό γαλλική κατοχή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
©Hermance TRIAY/Opale/Leemage

 

Το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα της Καουτέρ Αντιμί καταφέρνει να υπερβεί την ειδολογική κατηγοριοποίηση του βιβλίου της αντιμετωπίζοντας την Ιστορία ως τις μνήμες των ανθρώπων. Ο εσωτερικός διάλογος και οι προσωπικές σκέψεις και ανησυχίες συνδιαλέγονται με τη διεκδίκηση της ισότητας των Αλγερινών σε σχέση με τους Γάλλους, το δικαίωμα για αυτοδιάθεση και δικαιοσύνη. Το έργο της αποτίει έναν φόρο τιμής στον αγώνα ενός ανθρώπου για τον πολιτισμό και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών μεταπλασμένο συλλογικά στον αγώνα ενός λαού ενάντια στον βίαιο εκπολιτισμό και εκδημοκρατισμό του από εξωγενείς δυνάμεις. Η μνήμη αποκτά εδώ κριτική διάσταση υπέρ της φυλετικής ισότητας και στηλιτεύει το «δίκαιο του ισχυρότερου». Με την κυκλοφορία του βιβλίου της στη Γαλλία, η συγγραφέας προβαίνει σε ένα θαρραλέο εκδοτικό εγχείρημα που αποσκοπεί στη σύσφιξη των δεσμών των δύο χωρών. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν επαρκούν μόνο οι πολιτικές αποφάσεις και οι αιματοχυσίες αλλά απαιτούνται μορφές πολιτισμικού διαλόγου και αξιοποιήσεις ανθρωπιστικών παρακαταθηκών, μία εκ των οποίων είναι η λογοτεχνία.

Τίτλος πρωτοτύπου: Nos Richesses
Μετάφραση: Έφη Κορομηλά
Μακέτα εξωφύλλου – σχεδιασμός έκδοσης: Μαρία Τσουμαχίδου
Επιμέλεια-διόρθωση: Άννα Μαραγκάκη
Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνος Καπένης
Εκδόσεις: Πόλις (2018)
Σελίδες: 216