Είδαμε: «Λευκή πραγματικότητα» στο Από Μηχανής Θέατρο, του Μάνου Δασκαλογιάννη

Δύο έργα διαφορετικά  μπορούν να γίνουν ένα; Αυτό δε θα μειώσει την αξία καθενός για χάριν του συνόλου; Δύο γυναίκες που δεν συναντήθηκαν ποτέ, και όμως πώς γίνεται να μοιάζουν τόσο; Μα ποια είναι τελικά η λύση όταν οι σκιές επάνω στη ζωή κρύβουν  το νόημά της;

Η Στέλλα Ρουσάκη στο Από Μηχανής θέατρο αποφασίζει να δώσει απάντηση σε αυτά και άλλα πολύ περισσότερα ερωτήματα. Σε μια πρωτοποριακή σύλληψη, δύο έργα ξεχωριστά και σπουδαία, το  Λεωφορείον ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαμς και το Mακρύ ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο’ Νήλ, ενώνονται, ιδωμένα υπό το διεισδυτικό  βλέμμα της συγγραφέως, σκηνοθέτριας αλλά και πρωταγωνίστριας της παράστασης.

Κοινός άξονας οι εξαρτήσεις, κόλαση αλλά και καταφύγιο ταυτόχρονα για πολλές τυραννισμένες ψυχές. Δύο γυναίκες, η Μαίρη και η Μπλανς, καθεμία με τα δικά της προβλήματα, κάθε μία παραιτημένη από το πάθος της ζωής, σε πλήρη απουσία επικοινωνίας με τα πιο κοντινά της πρόσωπα, έχει βρει διέξοδο σε κάποια ουσία από αυτές που καλούμε τοξικές.

Είτε είναι η μορφίνη είτε το αλκοόλ αντίστοιχα, όπως και στις ομώνυμες ηρωίδες των δύο διάσημων έργων, επιλέγουν να μην ζήσουν, να μην έλθουν αντιμέτωπες με τα προβλήματά τους και το στοιχειωμένο τους παρελθόν. Οι ζωές τους εκτυλίσσονται παράλληλα στη σκηνή, μια σκηνής χωρισμένης στα δύο, ενώ  οι αλληλεπιδράσεις τους με τις οικογένειές τους είναι αποσπασματικές, προβληματικές, παραληρηματικές. Σαν μέσα από έναν σπασμένο καθρέπτη καλείται ο θεατής να ερμηνεύσει αυτό το ψυχόδραμα το τόσο γεμάτο από παράλογο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την πρώτη σκηνή, μας τυλίγει το σκοτάδι, όσο σκοτάδι έχει απλωθεί και στο μυαλό των τυραννισμένων γυναικών. Η υπεύθυνη για τα φώτα Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου γνωρίζει καλά πως να δημιουργήσει την απαιτούμενη υποβλητικότητα, και να μάς καθοδηγήσουμε να εστιάσουμε, να δούμε μέσα από το θεατρικό μικροσκόπιο τις νοσηρές ζωές τους Κάνει τον θεατή να ψάχνει  ένα παράθυρο στο φως.

Όμως μόνο ένα παράθυρο υπάρχει και στη σκηνή, και αυτό θα ανοίξει για λίγο μόνο. Αντίστοιχα λείπει και η μουσική. Σκοπός είναι το κοινό να νιώσει όλο το βάρος μιας ζωής βυθισμένης, μιας ζωής που ασφυκτιεί, ενός περιβάλλοντος όπου κανείς δεν σκέφτεται καθαρά, παρά όλοι χαμένοι στη μικροπρέπεια της ζωής τους παραδίνονται σε έναν ψυχρό ατομισμό.

Κρίσιμο σημείο του έργου, κορωνίδα του «σεναριακού πλεξίματος» που στήθηκε για τις ανάγκες της παράστασης, είναι η επικοινωνία μεταξύ της Μπλανς και της Μαίρη. Μπορεί στη ζωή να μην συναντήθηκαν ποτέ, όμως στον θεατρικό χωροχρόνο όλα είναι δυνατά. Δεν πρόκειται και πάλι όμως για κανονική επικοινωνία, αλλά περισσότερο για μια ανταλλαγή συναισθημάτων, μέσα στον τρόμο που εξελίσσεται η καθημερινότητά τους, ίσως μόνο οι δυο τους μπορούν να καταλάβουν πόσο πόνο κρυφά υποφέρουν.

Τα αντικείμενα είναι λίγα, ίσα ίσα να δώσουν την αίσθηση των δύο σπιτιών (Αναστασία Δεκαβάλλα η σκηνογράφος). Μια πολυθρόνα, ένα τραπέζι, ένα μπουκάλι ουίσκι αρκούν για να αποδώσουν την εικόνα ενός σπιτιού, όπως για να μας κάνουν να νιώσουμε και εμείς τμήμα αυτού του παράλογου παιχνιδιού που έχουν όλοι άθελά τους στήσει.

Εξάλλου, η έμφαση δίνεται στις ερμηνείες. Η Στέλλα Ρουσάκη ως Μαίρη, σκιαγραφεί ιδανικά το προφίλ μιας γυναίκας που επιλέγει να ζήσει μέσα στη λήθη, να αγνοεί αυτά που υπόλοιποι ξέρουν, γιατί δεν θέλει να σηκώσει το βάρος της αλήθειας. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ ο γιος της Έντμοντ (Πάνος Μπακανδρέας) είναι άρρωστος, σε όλη τη διάρκεια τονίζει την υγεία του. Από την άλλη, τόσο ο σύζυγός της Τζέιμς Ταιρόν (Σπύρος Κατσιάνος) όσο και ο έτερος γιος της Τζέιμι (Στέλιος Χατζηγεωργίου) πάσχουν και εκείνοι, παραδομένοι στη φιλαργυρία, ο δεύτερος καθ’ εικόνα του πρώτου, αναπόδραστα μιμητής.

Στη δεύτερη οικογένεια, κυριαρχεί ο ρόλος της Μαίρης ερμηνευμένος από την Βίβιαν Σβολίμη. Μια γυναίκα ελκυστική και όμως παραδομένη στο πάθος, αγνή όμως κουβαλά της δικά της σκοτεινά μυστικά. Ζει με την μεγάλη της αδελφή (Θεοδώρα Βάνα) και τον βίαιο σύζυγο της τελευταίας (Γιώργης Βασιλόπουλος). Κλειδί όμως στο δράμα της,  είναι ένας άλλος άντρας ο Μιτς (Πάνος Κούλης), ήρωας και αυτός τραγικός, καθώς μάταια προσπάθησε να τη σώσει πριν να είναι πολύ αργά.

Η Λευκή Πραγματικότητα είναι ένα έργο όπου η αλήθεια φλερτάρει με το ψέμα, η αίσθηση με τη παραίσθηση. Νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε, γρήγορα όμως η κατάσταση ανατρέπεται, η αλήθεια είναι κάποια άλλη. Έργο δύσκολο τόσο στην απόδοση όσο και στην κατανόηση, με την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και τις πολλές ανατροπές που λαμβάνουν χώρα με την εξέλιξη της δράσης. Οι ερμηνείες διακρίνονται για την αρτιότητά τους, όμως σε κάποια σημεία  λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, καθώς οι διπλό τριπλοί ρόλοι που έχουν αναλάβει κάποιοι από τους ηθοποιούς δεν είναι πάντα ευδιάκριτοι, ενώ δεν εκπέμπουν όλοι τον ίδιο ρυθμό. Οι σε ορισμένα σημεία δυσκολίες κατανόησης δεν αναιρούν την απόλαυση ούτε την αξία της παράστασης.

Μια παράσταση που αποδεικνύεται αναπάντεχα πρωτοποριακή, με θέμα βαρύ και επίκαιρο, ενώ και  η απόδοσή της από την νεαρή ομάδα ξεχωρίζει για την ενέργεια που κουβαλά στο σανίδι. Κλείνοντας, θα παραθέσω μια φράση συγκεντρωτική του νοήματος του έργου, αποκορύφωμα του δράματος που βιώνουν οι πρωταγωνίστριες, όπως υπέροχα το θέτει η Μαίρη: «H ζωή είναι ένα κελί εγκλεισμού, όμως οι τοίχοι του είναι γυάλινοι». Δράμα λοιπόν, στο Μεταξουργείο, και ένα έργο για προετοιμασμένους θεατές.