Η Αλεξάνδρα Κ*, το γράψιμο και οι αχινοί, της Εύας Κουκή

Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Ίσως πολύ ιδιαίτερο, τόσο που στα σημεία γίνεται λίγο δύσκολο στην κατανόηση. Αν μη τι άλλο, είναι γοητευτικό! Προσωπικά, με ρούφηξε η ανάγνωσή του. Στη δική μου περίπτωση –μιας και το διάβασα μέσα σε διάφορες και διαφορετικές ώρες της μέρας (νωρίς το πρωί, μεσημέρια και ξημερώματα, μεταξύ ραστώνης και βιασύνης)– έδινε ένα ιδιαίτερα σουρεάλ vibe στην καθημερινότητά μου. Κι όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, η εμπειρία της ανάγνωσης μεγεθύνεται!

Με την Αλεξάνδρα Κ* μιλήσαμε για του Αχινούς, για το θεατρικό της έργο που μόλις ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και για τη γραφή εν γένει. Την ευχαριστώ θερμά!

 Το βιβλίο σας είναι ιδιαίτερο, πρωτότυπο, νομίζω δύσκολο στην κατανόηση στα σημεία, μα σίγουρα γοητευτικό. Είχατε ενδοιασμούς, δεύτερες σκέψεις, πριν κυκλοφορήσει; Απ’ τη στιγμή που άρχισε να παίρνει τη μορφή μυθιστορήματος, έδωσα στον εαυτό μου μιαν υπόσχεση: ότι για πρώτη φορά θα έγραφα κάτι όπως ακριβώς το ήθελα εγώ, ανεξάρτητα από το αν θα ήταν αρεστό, σωστό, κατανοητό. Πριν την κυκλοφορία του, είχα όλων των ειδών το feedback από τους κοντινούς μου ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του «δεν κατάφερα να το τελειώσω». Άκουσα γνώμες, αποπειράθηκα να εφαρμόσω κάποιες αλλά τις περισσότερες φορές το ίδιο το κείμενο πετούσε έξω την καινούρια πρόταση. Πιστεύω πως όταν ένα δημιούργημα είναι απολύτως προσωπικό, θα βρει και χωρίς καμία έκπτωση αυτούς τους 2-3 άγνωστούς μου ανθρώπους με τους οποίους τού μέλλεται να συνομιλήσει. Μ’ αυτό το βιβλίο, αυτοί οι 2-3 άνθρωποι μ’ ενδιέφεραν. Το ότι τελικά ήταν πολλοί περισσότεροι, μόνο έκπληξη και ευγνωμοσύνη με κάνει να νιώθω.

Πόσο καιρό σας πήρε για να το ολοκληρώσετε; Εκ των υστέρων, μπορώ να πω ότι μού πήρε συνολικά δύο χρόνια καθημερινού, εντατικού γραψίματος αν και η αλήθεια είναι ότι πέρασαν τουλάχιστον έξι μήνες δουλειάς μέχρι να το πάρω συνειδητά απόφαση ότι γράφω ένα βιβλίο. Οι 90 σελίδες που είχαν γραφτεί μέχρι τότε πετάχτηκαν, και τότε άρχισαν να γράφονται οι Αχινοί.

Το μυθιστόρημα μιλά για τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων, για μια μεταβατική γενιά. Ξεκινήσατε το γράψιμο με γνώμονα να μιλήσετε για τη γενιά αυτή; Όχι, δεν ξεκίνησα με κανένα πλάνο, κανέναν οδηγό, καμία τέτοια φιλοδοξία. Ήθελα να καταγράψω λίγο πολύ την καθημερινότητα εμού και των γύρω μου στην προσπάθειά μου να καταλάβω πώς τη βγάζουμε καθαρή. Οπότε, αναπόφευκτα, επειδή ανήκω σ’ αυτή τη γενιά, τα θέματα των σημερινών 30ρηδων αποτυπώθηκαν στο βιβλίο. Είμαστε μια περίεργη, μικρή γενιά: είμαστε τα παιδιά που μεγάλωσαν άνετα, που σπούδασαν μαζικά στο εξωτερικό, που φορτώθηκαν φιλοδοξίες και που όταν ήρθε η ώρα να εξαργυρώσουν την «επένδυση» των γονιών τους, βρήκαν όλες τις πόρτες κλειστές. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μεγαλουργούσαν, είχε καταρρεύσει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Παγκράτι για τους ήρωες του βιβλίου είναι τόπος ελευθερίας. Το γράψιμο αυτού του μυθιστορήματος ήταν τόπος ελευθερίας για εσάς; Απόλυτης ελευθερίας και της πιο γλυκιάς, απάνθρωπης φυλακής. Όταν διανύω περίοδο γραφής, ζω επί εικοσιτετραώρου βάσεως μέσα στην ιστορία, μαζί με τους ήρωές μου και δε μου επιτρέπω –μάλλον από ενοχή– άλλες ενασχολήσεις. Πλην του διαβάσματος στο τέλος της μέρας, που είναι η τροφή μου για την επόμενη μέρα γραψίματος.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί –μεταξύ των προσώπων– η γλώσσα. Είναι ζωντανή, σπαρταριστή, έμμετρη. Είναι, τρόπον τινά, χειροπιαστή. Έχετε διαμορφώσει ένα προσωπικό στυλ. Πόσο την παιδέψατε; Είναι αυτό που σας έλεγα πριν για το προσωπικό στοίχημα. Είχα ανάγκη να τριφτώ με τη γλώσσα και να την επεξεργαστώ μέχρι εκεί που θα ένιωθα ότι δεν πήγαινε άλλο. Πέρα όμως από τη δική μου συγγραφική ανάγκη, η ίδια η ιστορία με οδήγησε εκεί. Όταν γράφεις για ένα τόσο κοινό αίσθημα όπως αυτό της ματαίωσης του σύγχρονου νέου Έλληνα, και δη σήμερα, είναι τρομερά επικίνδυνο να ολισθήσεις σε ένα αποτέλεσμα φτηνό, καθημερινό, επικαιρικό. Δεν ήθελα αυτό για τους ήρωές μου γιατί αυτό θα τους πρόδιδε. Το θέμα τους τούς πονούσε όπως πονάει κι εμένα και τους γύρω μου. Ήθελα μια γλώσσα που να αποτυπώνει με όσο το δυνατόν ακριβότερα υλικά κάτι που κάποιος απ’ έξω θα θεωρούσε εύκολο και κοινότοπο.

Νομίζω πως εύκολα θα σας χαρακτήριζε κάποιος πολυσχιδή προσωπικότητα: θεατρικές σπουδές, υποκριτική, αρθρογραφία, σενάριο, συγγραφή. Σας έχει κερδίσει, τελικά, η γραφή; Από παιδάκι αυτή με είχε κερδίσει αλλά άργησα πολύ να το/την παραδεχτώ. Μεγάλωσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου η έκφραση ήταν ντροπή και λόγος κοροϊδίας οπότε κι εγώ την απωθούσα όσο άντεχα. Μετά έκανα την επανάστασή μου ασχολούμενη με το θέατρο –όπως λέει κι ένας φίλος μου, το θέατρο είναι η φτηνή επανάσταση του μέσου Έλληνα εφήβου– αλλά το γράψιμο δε σταμάτησε ποτέ. Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω για λόγους βιοπορισμού, κάποια άλλη στιγμή άρχισα να γράφω εκείνα που εγώ πραγματικά είχα ανάγκη.

Σε ό,τι αφορά τη συγγραφή, ξεκινήσατε από το παιδικό βιβλίο; Χμ. Όχι ακριβώς. Η ιστορία του πρώτου μου παιδικού βιβλίου ήταν σενάριο για μικρού μήκους πριν γίνει πεζό. Τότε είχα ήδη γράψει και είχαν παρασταθεί τα πρώτα μου κείμενα για το θέατρο και εργαζόμουν ήδη σε εφημερίδες και περιοδικά. Παρ’ όλα αυτά, ήταν η πρώτη φορά που δεν εκτελούσα κάποιου είδους ανάθεση.

Μεταξύ άλλων έχετε γράψει και ένα θεατρικό έργο, το οποίο μόλις ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας. Πώς προέκυψε αυτό; Πείτε μας λίγα λόγια. Ήταν μια ιδέα που είχα αρχίσει να γράφω πριν χρόνια αλλά την είχα παρατήσει. Όταν είδα ότι η Πειραματική του Εθνικού δεχόταν προτάσεις για την επόμενη σεζόν, είπα να κάνω ένα μικρό διάλειμμα από το γράψιμο των Αχινών και να ξαναπιάσω εκείνη την παλιά ιδέα. Πέντε μήνες μετά, με ειδοποίησαν ότι εντάσσουν το έργο στο πρόγραμμα.

Πώς ήρθε λοιπόν εκείνη η ιδέα; Το έργο γράφτηκε εξ αφορμής δυο πραγματικών γεγονότων. Η πρώτη αφορά το ανεξάρτητο κράτος του γιατρού Τσιρώνη στο Φάληρο – ιστορία που τελείωσε με τη δολοφονία/αυτοκτονία του αγωνιστή. Η δεύτερη αφορά την πρώτη αποκρατικοποίηση της χώρας στα πλαίσια των απαιτήσεων του πρώτου Μνημονίου. Πρόκειται για την πώληση της περιοχής του Ερημίτη στη Β. Κέρκυρα, ενός μέχρι πρότινος προστατευόμενου οικοσυστήματος που σύντομα θα φιλοξενεί 40.000 τ.μ ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων. Ιστορίες άσχετες μεταξύ τους, που εγείρουν όμως αμφότερες τα ίδια ερωτήματα: Πού σταματάει το κράτος και πού αρχίζει ο άνθρωπος; Πού η ιδεολογία και πού η επιβίωση; Τι σημαίνει νόμιμος πολίτης σε μια χώρα που καταπατά τους νόμους της εις βάρος του; Γίνεται ένας επαναστάτης να μην είναι εξίσου φαύλος με το σύστημα που τον ανέθρεψε; Στα πόσα ψέματα γίνεται κανείς λαϊκός ήρωας και πόσοι πολίτες χρειάζονται για να φτιαχτεί ένα κράτος; Ερωτήματα που στη ρίζα τους έχουν να κάνουν με την πρόσληψή του καθενός μας για το ρόλο του, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μέσα σε κάθε σύστημα. Και που, για να απαντηθούν, πρέπει να ανατρέξουμε ο καθένας ξεχωριστά στο πρώτο κοινωνικό σύστημα που γνωρίσαμε: την οικογένειά μας.

Σε ποιους συγγραφείς επιστρέφετε πάντα; Στον Εμπειρίκο, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό. Στην Έρση Σωτηροπούλου, τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον Κωστή Παπαγιώργη. Στον Σαίξπηρ και τον Τσέχωφ. Στη γαλλική ερωτογραφία του 19ου αιώνα.

Ποιο βιβλίο έχετε ζηλέψει και θα θέλατε να το είχατε γράψει εσείς; Πάντα βρίσκω ένα λόγο να ζηλέψω το οποιοδήποτε βιβλίο/έργο/σενάριο. Εκεί που σκάω όμως απ’ το κακό μου και το θαυμασμό μου είναι στα σενάρια του Τσάρλι Κάουφμαν και του Ευθύμη Φιλίππου.

Και ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτή την περίοδο; Το «Κουτσό» του Κορτάσαρ στη σπουδαία μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.