Ο Κωνσταντίνος Αλσινός πίσω απ’ τον «Καθρέφτη του τρελλού»

Συνέντευξη στην Εύα Φίλιου (filiou75@gmail.com)

Ο Κωνσταντίνος Αλσινός απαντά στις ερωτήσεις της Εύας Φίλιου για τη λογοτεχνία, την ποίηση και το τελευταίο του βιβλίο «Ο καθρέφτης του τρελλού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.

Σπουδάσατε θέατρο, έχετε συμμετάσχει σε παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές κι επίσης αρθρογραφείτε σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Ποιος ήταν ο λόγος που σας ώθησε στην ενασχόληση με τη συγγραφή; Γράφω πολύ καιρό τώρα, απλώς τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι πιο ενεργά. Κάποια ενδογενής ανάγκη με ώθησε στο να ξεκινήσω δειλά ‒στην αρχή‒ να «σκαρώνω» στιχάκια, κι έπειτα, με τον καιρό, μυθιστορήματα. Φαντάζομαι, ως καταφυγή περισσότερο∙ κάθε απόπειρα τέχνης εξάλλου, είναι μια κραυγή βοήθειας. Ίσως πάλι, γιατί φαντάζει να είναι η τέχνη με τον πιο προσωπικό χαρακτήρα, μιας και το πώς τελικά θα εκφραστείς έχει να κάνει μόνο μ’ εσένα και το στυλό σου. Στέκεις απλώς και παρατηρείς τον κόσμο, τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πρώτο σας μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα με τίτλο «Στον καθρέφτη του τρελλού» έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις και θίγει πολλές αλήθειες, θέματα που αφορούν τον έρωτα, την αγάπη, τη ζωή, το θάνατο, τα λάθη της ιστορίας, αλλά και γενικότερα την ανθρώπινη φύση. Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτό το βιβλίο και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά του; Γενικά, στην αρχή δεν περίμενα καν να πάρει τόση έκταση ή το τι ακριβώς θ’ ακολουθούσε αργότερα. Πολλές σκέψεις που με απασχολούσαν καιρό, μάλλον βρήκαν απλώς την ώρα και τον χώρο να καταγραφούν, έστω και δια στόματος των κεντρικών ηρώων, που είναι ο Χρόνος, ο Διάβολος και ο Θεός, οι οποίοι μονοπωλούν διαδοχικά το νέο (τον όποιο νέο των καιρών μας) προσπαθώντας να τον πείσουν ο καθένας για κάτι . Τι θα έλεγαν όλοι αυτοί αν μας έβλεπαν σήμερα; Ποια λάθη θα εντόπιζαν και ποια δικά τους θα παραδέχονταν; Σαφέστατα η ανθρωπότητα στο σύνολο της βρίσκεται εν πλήρει συγχύσει, ποτέ ξανά δεν είχαμε τόση γνώση, πληροφορία και δυνατότητες αλλά και ποτέ άλλοτε δεν είχαμε παραπλανηθεί όσο σήμερα. Ίσως αυτό χρειάζεται: έχοντας όλα αυτά, να ξεκινήσουμε μια αξιολόγηση των πάντων, προκειμένου να ξαναβρούμε το κέντρο μας, γιατί, καλή όλη αυτή η «βαβούρα» και το lifestyle και οι ηλεκτρονικές περσόνες του σήμερα, αλλά κατά βάθος, τί; Δεν ξέρω αν το συγκεκριμένο βιβλίο έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, πέρα απ’ το να πείσει κάποιον να κάνει μία παύση (πιθανόν, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη) και ν΄ αναλογιστεί, να επαναπροσδιορίσει για αρχή, το πως βλέπει τον εαυτό του, έπειτα τους γύρω του, και κατ’ επέκταση, φυσικά, τον κόσμο.

 «Όλα ξεκινούν μπροστά σε έναν καθρέφτη, κάτω από το ηλιοβασίλεμα». Ποιος είναι τελικά ο ρόλος του καθρέφτη στο βιβλίο; Αντικατοπτρίζει τις πτυχές της ανθρώπινης προσωπικότητας; Στο πρώτη  μου ποιητική συλλογή, υπάρχει ο στίχος: «κάθε ματιά μας στον καθρέφτη, είναι μια μάχη που ποτέ της δεν κερδίζεται». Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο ρόλος των καθρεφτών και στην ποίηση αλλά και στις εκάστοτε θρησκευτικές (ή δεισιδαιμονικές) αντιλήψεις των ανθρώπων στο διάβα του χρόνου. Είναι μια αναμέτρηση με τον εαυτό μας, που αλλάζει ‒εν μέρει‒ κάθε στιγμή που περνά.  Στο βιβλίο αυτό, ο καθρέφτης είναι η αφετηρία και το τέρμα, από αυτόν ξεκινά η φανταστική βόλτα στο απίθανο και σ’ αυτόν καταλήγει, αφήνοντας μας εντέλει αβέβαιους για το τι πραγματικά έγινε.

Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα; Tι ελπίζετε να αποκομίσει κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο σας; Δεν νομίζω ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο τύπο αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να διαβάσει ο καθένας. Σίγουρα όμως όχι, κάποιος που απλώς θέλει να περάσει ευχάριστα την ώρα του∙ είναι ένα κείμενο που νομίζω απαιτεί και την προσοχή, αλλά και τη συνεχή αξιολόγηση των σκέψεων που ξεδιπλώνονται. Πιστεύω ‒ευελπιστώ μάλλον‒ αυτό που θα αναπτυχθεί σε όποιον το διαβάσει, θα είναι η κριτική του διάθεση καθώς και η τάση να εξετάζει τα όσα ακούει και βλέπει να γίνονται γύρω του σήμερα, που δυστυχώς, είναι πολλά…

Ποια βιβλία βρίσκονται τις ελεύθερες ώρες δίπλα σας, αυτήν την περίοδο; Είμαι πολύ τυχερός πλέον, μιας και υπάρχει ελληνική δανειστική βιβλιοθήκη στο Λονδίνο, όπου βρίσκω καταπληκτικά βιβλία, παλαιότερων και νέων εκδόσεων. Έτσι, μπορώ να τα συνδυάζω. Διαβάζω όσο μπορώ ποίηση (Κ. Δημουλά τελευταία, αλλά και Έλιοτ και Μπόρχερτ) όπως και μυθιστορήματα, που με βοηθούν να δω που βρίσκεται η μυθιστοριογραφία σήμερα (πχ Σαραμάγκου κα). Ενίοτε, κάνω διάλειμμα διαλέγοντας φιλοσοφία, με προτίμηση στους κλασικούς.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος ένα πολύ καλό μυθιστόρημα; Νομίζω οι απαιτήσεις του καθενός είναι διαφορετικές. Για εμένα φερ’ ειπείν, ένα βιβλίο που θα με κάνει απλώς να περάσω τον χρόνο μου, που θα με διασκεδάσει, δεν είναι αρκετό. Θέλω να με κάνει να σκεφτώ, να με βελτιώσει ως άνθρωπο. Δυστυχώς τελευταία, ίσως και ως αντίδραση στο γενικό κακό που μας βρήκε, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δείχνει να προτιμά τα πιο «εύπεπτα», τα πιο διασκεδαστικά βιβλία. Και οι εκδοτικοί οίκοι προσαρμόζονται καταλλήλως (χωρίς να λείπουν βεβαίως λογοτέχνες και συγγραφείς που επιμένουν ποιοτικά με πολύ μεράκι) . Όλο αυτό όμως, δεν βοηθά κανέναν εντέλει. Χρειαζόμαστε βιβλία που θα μας κάνουν να δούμε ή να σκεφτούμε κάτι που δεν είχαμε μέχρι τώρα κατά νου, οι καιροί είναι άγριοι και πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το κάθε τι.

Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, αν αξίζει να ξοδεύεται μελάνι σήμερα, θα πρέπει να γίνεται για έργα που πάνε τον αναγνώστη λίγο παρακάτω, ο χρόνος είναι πολύτιμος και πρέπει να αξιοποιείται δημιουργικά!

Έχοντας ασχοληθεί με την ποίηση, αλλά και με τη συγγραφή σε πεζό λόγο. Θα μπορούσατε να επιλέξετε μεταξύ αυτών των δύο; Είναι διαφορετικά… Καταρχήν η ποίηση σε βρίσκει, δεν είναι κάτι που μπορείς εσύ να δρομολογήσεις. Το μυθιστόρημα πάλι, μπορείς να το δουλεύεις συνέχεια. Νομίζω, λόγω σπανιότητας της απαιτούμενης έμπνευσης και μορφής, θα διάλεγα την ποίηση, ως τελειότερη μορφή λόγου, που απαιτεί και μεγαλύτερες δεξιότητες από μεριάς του λογοτέχνη. Μου αρέσει ας πούμε όταν πρέπει να επεξεργαστώ έναν στίχο που έχει πέντε-έξι λέξεις, αλλά το νόημά του και το συναίσθημα που προκαλεί, είναι πολύ  πιο έντονα από δύο σελίδες μυθιστορήματος.

Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία σήμερα έχει περάσει στο περιθώριο, επειδή η πραγματικότητα που μας κατακλύζει έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία; Νομίζω πως οι λογοτεχνία μπήκε στο περιθώριο μαζί με όλες τις ανθρωποκεντρικές επιστήμες και τέχνες. Είναι σημείο των καιρών, που όλα κινούνται και λογαριάζονται με κριτήριο το χρήμα, καλλιεργώντας μια φιλαυτία πρωτοφανή ίσως, και μιας έπαρσης του ατόμου, που παρελαύνει πάνω από ασθμαίνουσες αξίες και ιδανικά. Οι καιροί είναι πολύ περίεργοι, ο άνθρωπος έχει ξεφύγει και των προδιαγραφών, και των κατασκευαστικών του χαρακτηριστικών, κι όλο αυτό σαφώς και είναι εξαιρετικά δύσκολο να το διαχειριστούμε, παρασυρόμαστε απλώς από το ρεύμα του. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στα ουσιαστικά, τα μικρά, τα γήινα.

Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποια είναι η δική σας ευχή για το μέλλον; Δεν ξέρω τι να πω…να συνέλθουμε ίσως! Να δοκιμάσουμε λίγο να κοιτάμε προς τα μέσα μας, να βελτιώνουμε όσο μπορούμε τους εαυτούς μας, μήπως αρχίσει έτσι να μας αρέσει κι ο κόσμος μας. Αφού εμείς τον κάναμε έτσι, εμείς μπορούμε και να τον αλλάξουμε!