Έγινε «Το σώσε» στη Στέγη

Κείμενο: Μάνος Δασκαλογιάννης
manosdaskalog@gmail.com

Ένας θίασος μετρίων ηθοποιών και ένας ονειροπαρμένος σκηνοθέτης αποφασίζουν να ανεβάσουν μια θεατρική παράσταση χαμηλών προδιαγραφών. Όμως σε αυτό το έργο τίποτα δεν πάει καλά! Οι αναποδιές και η έλλειψη έρχονται να μπλεχτούν με τις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ομάδα δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή μπρος στα μάτια του φιλότεχνου κοινού.

Το Σώσε του Μάικλ Φρέιν είναι μια παράσταση θεάτρου για το ίδιο το θέατρο, μια κωμωδία υψηλών ταχυτήτων με έντονο το στοιχείο του παραλόγου. Σχόλιο για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες όταν καλούνται να εκθέσουν κοινή θέα τα αποτελέσματά τους αλλά και θεώρηση του συγγραφέα για το κωμικοτραγικό της ίδιας της ζωής, που όσο επιδέξια και αν την «σκηνοθετούμε» έρχονται πάντα τα απρόβλεπτα για να μας την αναποδογυρίσουν.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η υπόθεση είναι σπονδυλωτή. Η τελική πρόβα, μια παράσταση κάμποσο καιρό μετά, και, πολύ αργότερα,  μια δεύτερη παράσταση του περιοδεύοντος θιάσου. Κάθε φορά χειρότερη από την προηγούμενη, τα διαρκή λάθη και οι άβολες καταστάσεις επιδεινώνουν την «εκτέλεση» του έργου, μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι τους τελευταίους επιθανάτιος ρόγχους του, όταν όλα καταρρέουν και η σκηνή θυμίζει εικόνα πολέμου..

Αυτό είναι το έργο που αποφάσισε ο Έκτορας Λυγίζος μαζί με τον δικό του θίασο (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μιχάλης Κίμωνας, Γιάννης Κλίνης, Σοφία Κόκκαλη, Εμιλυ Κολιανδρή, Εκτορας Λυγίζος, Αννα Μάσχα, Αρης Μπαλής, Αρετή Σεϊνταρίδου) να ανεβάσει στην εντυπωσιακή Στέγη.

Πριν καν η παράσταση ξεκινήσει, το πρώτο πράγμα που τράβηξε το βλέμμα των θεατών δεν είναι άλλο από το σκηνικό που έστησε η Κλειώ Μπομπότη, από τα ωραιότερα και ευφυέστατα που έχουν ποτέ στηθεί για ελληνική παραγωγή. Ένα ξύλινο σύμπλεγμα από σκάλες που οδηγούν σε διάσπαρτες πόρτες τοποθετημένες σε διάφορα ύψη, αναπαράσταση μινιμαλιστική της κατοικίας που διαδραματίζεται η θεατρική παράσταση του σεναρίου. Ταυτόχρονα ένας άθλος για τους ηθοποιούς του δικού μας έργου που γεμάτοι ενέργεια  τις ανεβοκατέβαιναν, αν και η διάταξη των χώρων ήταν τέτοια που δεν έκανε εμφανή την φαιδρότητα του αδιάκοπου μπες-βγες επί σκηνής.

Η παράσταση ξεκινά, και οι ηθοποιοί ένας ένας κάνουν το πέρασμά τους από τη σκηνή. Όλοι τους κινούμενοι με μεγάλη άνεση, με κοφτούς διαλόγους και φυσική ροή, δίχως λεπτό αμηχανίας, με ασταμάτητη κίνηση, αισθητική πραγματικά απόλαυση, αποτέλεσμα τόσο ταλέντου αλλά και εξαντλητικών προβών. Σύντομα βέβαια, το ταλέντο δεν μπορεί να πνίξει και κάποιες αστοχίες. Δίπλα στην αδυναμία του σκηνικού να συνδράμει στο απορρέον  γέλιο του κοινού που κατά τα άλλα κυλούσε άφθονο, θα έβαζα και μια ακόμα, την απόδοση της μετάβασης από την μία πράξη στην άλλη. Χωρίς κάποια επεξήγηση ή σημάδι μεταφερόμαστε από την μια χρονική στιγμή στην επόμενη, με αποτέλεσμα κάποια σκηνές αντί να φαντάζουν μέσα από το σχήμα του απροσδόκητου κωμικές, αντ’ αυτού ζωγράφιζαν την απορία στα πρόσωπα των θεατών.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όμως οι στιγμές αυτές είναι λιγοστές. Οι ερμηνείες κινήθηκαν σε επίπεδο υπερβολικά υψηλό για να αφήσουν της όποιες αδυναμίες να επισκιάσουν το έργο τους. Η καταπληκτική επικοινωνία μεταξύ απάντων και οι σπιρτόζικες ατάκες που εκτοξεύονταν σε κάθε κατεύθυνση κατάφεραν να κάνουν άπαντες να δακρύσουν από τα γέλια, χάριν δε της σκηνοθετικής επιδεξιότητας του Λυγίζου, επιτέλεσαν και ένα δεύτερο σκοπό.

Μέσα από την «κωμωδιοποίηση»  των δρώντων  πάνω στο σανίδι, αναδείχτηκε και η τραγικότητα που συνοδεύει ενίοτε τους ηθοποιούς, τόσο εκείνους του θεάτρου, όσο και της αληθινής ζωής. Οι επιλογές μας όσο συνετά και αν λαμβάνονται, φέρουν πάντα και τον τυχαίο παράγοντα, το δε αποτέλεσμα, αν η προσπάθεια μας τελικά δεν ευοδωθεί, δεν μπορεί να το λάβει κανείς υπόψη και απολύτως σοβαρά. Στο κάτω κάτω, αν δεν υπήρχε το τραγικό, γιατί να μας φαινόταν τόσο λυτρωτικό το αστείο;

Κάτι πολύ καλό, λοιπόν, λαμβάνει χώρα μες στην αίθουσα της Στέγης. Λίγες παραστάσεις μένουν. Σπεύστε!