Ο Ανδρέας Ζερδεβάς και η οικουμενικότητα της θάλασσας μέσα από την τελευταία του ποιητική συλλογή

Συνέντευξη στον Θοδωρή Μπόνη (thodoris.bonis@gmail.com)
Ο Ανδρέας Ζερδεβάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1982. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο σπούδασε υποκριτική τέχνη στην Αθήνα, στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης της Μαίρης Βογιατζή Τράγκα. Εργάζεται στο θέατρο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Κοσμοκάρτα στιγμή, εκδόθηκε το 2013. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Χαραγματιές, εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις Κέδρος, όπως και η τρίτη Αυτουργοί του γαλάζιου, το 2018.

Στην ποιητική σας συλλογή καταλαμβάνει εξέχουσα θέση η θάλασσα. Ποια είναι η σχέση σας με το θαλασσινό στοιχείο; Η θάλασσα! Η θάλασσα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι πηγή έμπνευσης για κάθε δημιουργό σε οποιονδήποτε τομέα της τέχνης. Είναι από μόνη της, έτσι κι αλλιώς, η υπέρτατη τέχνη. Κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τόσο σε φυσικό, όσο και σε μεταφυσικό (τουλάχιστον για μένα) επίπεδο. Η παρασύρουσα διάθεσή της και η έκταση του ρεαλισμού που προσφέρει με τις ποικιλίες των αποχρώσεων, την ατέρμονη κίνηση, το άγνωστο βάθος, που φοβίζει και εξεγείρει συνάμα τις αισθήσεις, την κάνουν τόσο μα τόσο μοναδική μέσα μου. Στην ποιητική μου συλλογή, λοιπόν, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η θάλασσα. Τον μελετάει πότε χαμηλόφωνα και πότε βροντόφωνα, τον προετοιμάζει κυματιστά, και ελπίζει ότι όπως έδωσε σε μένα τον καλύτερο της εαυτό στην πρεμιέρα των λέξεων, που πότε έσωσε και πότε έπνιξε μέσα μου,  (καθ’ όλη την διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας της ποιητικής αυτής συλλογής) έτσι απλόχερα ελπίζει να δώσει και να δίνει σε όλους τους αναγνώστες κάθε φορά την καλύτερή της παράσταση.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα συμφωνούσατε ότι η επαφή με τη φύση συντελεί στο να γνωρίσει το άτομο τον εαυτό του; Νομίζω ότι η μόνη σανίδα σωτηρίας του ανθρώπου, ειδικά στις μέρες μας, είναι η φύση. Έξαλλου, πώς μπορούμε να αποσπαστούμε από κάτι στο οποίο ολοκληρωτικά ανήκουμε; Η φύση είναι η βάση μας, η γείωσή μας με την ύλη και η προσομοίωση με κάθε άυλο στοιχείο που αποτελεί απόρροιά της. Η φύση είναι η αρχή καθώς και η κατάληξή μας. Δεν θα μπορούσαμε επομένως (σε τούτο το μεσοδιάστημα που καλείται ζωή), όπως αναφέρει ο Καζαντζάκης, να την αγνοήσουμε και να μην είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι μαζί της, κουβαλώντας την στην προσωρινή πορεία μας, όπως μας κουβαλάει και αυτή στην δική της.

Ποια θεωρείτε ότι είναι η σχέση μεταξύ της θάλασσας και του ονείρου; Η θάλασσα είναι όνειρο και το όνειρο θάλασσα! Συγκεχυμένες λέξεις που βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση και οι δυο, η καθεμιά από τη δική της σκοπιά. Κι όμως, τόσο άρτια συνδεδεμένες μεταξύ τους. Συνάρτηση η μία της άλλης ερμηνεύουν και ερμηνεύονται. Όπως τα βαθιά επιστρώματα της θάλασσας έρχονται κάποτε στην επιφάνεια, έτσι και τα βαθιά επιστρώματα του ονείρου έρχονται κάποτε στην  επιφάνεια. Άλλοτε μοιάζουν ευπρόσδεκτα και άλλοτε όχι. Πότε αγνοούν την ύπαρξή μας και πότε αγνοούνται από αυτήν. Στο χέρι της φαντασίας μας η κάθε λογική και η κάθε παράλογη ερμηνεία. Η θάλασσα βλέπει όνειρα.  Όμορφα όνειρα, γλυκά, τρυφερά, και γαληνεύει… Βλέπει εφιάλτες και ανταριάζει… Τα όνειρα; Τι γίνεται με το όνειρα; Μακάρι, κάθε μα κάθε όνειρο να βρεχόταν από θάλασσα κι ας αντάριαζε ενίοτε!

Στο ποίημα «Τσέπες» αναφέρετε τη θάλασσα ως στοιχείο οικουμενικότητας. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό. Όπως προαναφέραμε, θα έλεγα ότι, εν γένει, η οικουμενικότητα της ποιητικής μου συλλογής είναι η θάλασσα. Κάθε σελίδα βρέχεται από αυτήν. Κάθε λέξη ενέχει αλμύρα. Κάθε πρόταση κυματίζει. Κάθε στροφή βουίζει… Στο ποίημα Τσέπες προσδίδω στην θάλασσα τον χαρακτηρισμό «οικουμενικότητα», παρουσιάζοντάς την ως την ποθούμενη ολότητα του κόσμου. Σαν την αιωνία ανάγκη του ανθρώπου να ενσωματωθεί με την έκταση που του πρέπει, με την αίγλη που θα του προσθέσει το κατιτίς παραπάνω, (λίγο ακόμη δυσβάστακτο, μα γαλάζιο χρόνο) στη ζωή.

Γιατί αποκαλείτε τη μετά θάνατον ζωή «φθινόπωρο»; Δεν ξέρω αν η μετά θάνατον ζωή είναι «φθινόπωρο»! Και νομίζω ότι κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με σιγουριά κάτι τέτοιο. Μόνο οι εικασίες μπορούν να μεγεθύνουν την ανάγκη του καθενός μας ξεχωριστά. Μόνο η φαντασία, ο πόθος και η εσωτερικότητα μπορούν να δώσουν (μη χειροπιαστές βέβαια) απαντήσεις μέσα μας για τη μεταθανάτια ζωή. Πώς θα είναι… Και αν υπάρχει! Πώς θα μπορούσα εγώ, με την υποκειμενική μου πίστη και την φτωχή μου γνώση, να συμπαρασύρω τον αναγνώστη με σιγουριά στο αβέβαιο;  Δεν έχω άλλο, παρά το δικαίωμα να εικάζω, λοιπόν, χαμηλόφωνα και ταπεινά! Δεν ξέρω τίποτα για τη μεταθανάτια ζωή. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι του καλοκαιριού η μετά θάνατον ζωή, είναι σίγουρα το φθινόπωρο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στα ποιήματά σας παρατηρούνται ελεύθεροι και μακροσκελείς στίχοι που λειτουργούν ενίοτε ως πρόζα. Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια νομίζω κάποια συνταγή για την γραφή και πόσω μάλλον για την ποιητική δομή του γραπτού λόγου. Αυτό που πραγματικά θέλω να εκφράσω, από τα βάθη μου,  με το χέρι στην καρδιά της αλήθειας, είναι ότι δεν ξέρω πως και γιατί γράφω. Θα μπορούσα κοινότυπα να το ονοματίσω αυτό έμπνευση. Θα ήθελα όμως να δώσω μια διαφορετική προσέγγιση.  Πρώτον, για να συλλάβει ο εαυτός μου τι ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το χτυποκάρδι του χαρτιού και δεύτερον, για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας: Είναι σαν να έχω απέναντι μου έναν τοίχο που είναι καλυμμένος με ταπετσαρία. Πιάνοντας στο χέρι ένα αιχμηρό αντικείμενο, αρχίζω να ξύνω το χαρτί, από επάνω, σιγά-σιγά με δυσκολία, και έκπληκτος βλέπω να αποκαλύπτεται μπροστά μου η πρώτη λέξη,  η δεύτερη, η τρίτη,  εν συνεχεία ο πρώτος στίχος, ο δεύτερος και ούτω καθεξής.

Ποιες διαφορές διακρίνετε στο βιβλίο σας σε σχέση με τις προηγούμενες ποιητικές σας συλλογές; Το Αυτουργοί του γαλάζιου, αν και εκδόθηκε πρόσφατα, έχει ήδη μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Δεν μπορώ σαφώς να ξεχωρίσω κανένα δημιούργημά μου. Να πω: «Αυτό είναι πιο δυνατό, εκείνο είναι πιο αδύναμο!» Και τα τρία μου βιβλία τα αγαπώ εξίσου το ίδιο! Σίγουρα όμως, μπορώ να διακρίνω, αποστασιοποιημένος, όσο μπορώ πια από το συναίσθημα που με δένει με τα βιβλία μου, ότι ετούτη η συλλογή, έχει πιο ολοκληρωμένη μορφή και πιο ώριμη απόδοση. Η δομή του λόγου νιώθω ότι σε κάποια σημεία παντρεύτηκε μια για πάντα με το συναίσθημα και την ένταση της στιγμής, όπως και ότι οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές ταξίδεψαν ως το αποκορύφωμά τους. Επίσης, σε αυτό το σημείο, θα ήταν μεγάλη παράληψή μου, αν δεν ευχαριστούσα θερμά τους συνεργάτες μου από τον εκδοτικό οίκο «ΚΕΔΡΟΣ»,  που εκτός από την ευλαβική επιμέλεια, σχεδίασαν ένα άψογο εξώφυλλο. Κάθε πράγμα δεν μπορεί να είναι από μόνο του όμορφο. Αν πλαισιωθεί από πίστη και αγάπη, γίνεται ακόμη ομορφότερο.

Γιατί αποφασίσατε να απευθύνεστε άμεσα στα στοιχεία της φύσης; Νομίζω ότι αυτό πηγάζει από την αλήθεια του εαυτού μου. Δεν είναι καθαρά θέμα συνειδητής επιλογής όπως προανέφερα. Όπως θα απευθυνόμουν ευθέως απέναντι σε ένα φυσικό πρόσωπο, υπαρκτό, αγαπημένο, με την ίδια αγάπη ακριβώς, με τον ίδιο χειρισμό μου προέκυψε να απευθυνθώ και στα στοιχεία της φύσης. Δεν νομίζω να γινόταν αλλιώς, εφόσον στην ολότητά μου  επικρατεί ότι είμαι μέρος τους και είναι μέρος μου.

Πώς αποτιμάτε την παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση; Κατά την ταπεινή μου άποψη, νομίζω ότι ο άνθρωπος σίγουρα θα μπορούσε να τα είχε πάει καλύτερα με την φύση. Ως το κύκνειο άσμα της, θα έπρεπε να δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό και να διοχετεύει την έντασή του δημιουργικά κι όχι με φανατισμό και έπαρση. Σαφώς, πέρα από τον δημιουργό, ο άνθρωπος έχει δώσει απαρχής μεγάλο και δύσκολο αγώνα για τον κόσμο, όπως και για την ίδια του την επιβίωση.Πολλά επιτεύγματα τούτης της ζωής είναι έργο του ανθρώπου. Θέλω να πιστεύω, λοιπόν, ότι όποιο λάθος έκανε ή πρόκειται να κάνει ο άνθρωπος στο μέλλον θα είναι από απόλυτη αγάπη και αφοσίωση κι όχι από αγνωμοσύνη.

Ποιες είναι οι βασικές σας λογοτεχνικές επιρροές; Δεν παρουσιάζω τον εαυτό μου σαν να έχει διαβάσει πολλές αράδες γράμματα. Σίγουρα όμως πιστεύω ότι έχω διαβάσει πολλές αράδες ψυχής. Το ένα, βέβαια, σίγουρα δεν αναιρεί το άλλο, ούτε είναι το ένα απολύτως ικανό να συμπληρώσει πλήρως το άλλο. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μου έτυχε, λοιπόν, να με απασχολούν περισσότερο οι αράδες της ψυχής παρά των γραμμάτων. Παρ’ όλα αυτά, τελειώνοντας το λύκειο συνέχισα σπουδές υποκριτικής τέχνης στην Αθήνα όπου και πήρα το πτυχίο μου. Νιώθω ότι το θέατρο με βοήθησε πάρα πολύ στη συγγραφή και ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταβλητότητα των συναισθημάτων που χρειάζεται ένας γλύπτης του λόγου. Ανέκαθεν μου άρεσε η λογοτεχνία, και έχω διαβάσει λίγο από διάφορους συγγραφείς, έλληνες και ξένους.

Η μεγαλύτερη βέβαια ανακάλυψη για μένα, (και που δεν με εντυπωσίασε καθόλου το γνώριμο που ένιωσα, αν και ήμουν είκοσι μόλις ετών) ήταν όταν διάβασα ποίηση. Διαβάζοντας ποίηση εισπράττεις αλήθειες. Χτυπούν τα σωθικά σου μπουνιές συναισθημάτων, άλλοτε απαλών κι άλλοτε βίαιων. Νιώθεις ότι σε δυο τρεις σελίδες κρύβεται ένα μυστικό που μπορεί να μη σου πει τίποτα σήμερα, όμως σου υπόσχεται ότι θα σου πει κάτι κάποια στιγμή. Κάτι, λοιπόν, μου είπε κρυφά στο αυτί ο Ελύτης, κάτι μου έδειξε να συμβαίνει γύρω μου ο Ρίτσος, με συνεπήρε όσο το δυνατόν ο Καβάφης, και με πήγε ατελείωτες βόλτες κρατώντας με σφιχτά από το χέρι η Δημουλά.