Κριτική: «Το Πείραμα» της Ζέτης Φίτσιου

Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης προέρχεται από αυτήν. Και όσο απίθανο και αν το νομίζουμε κάποιες φορές,μοιάζει εντυπωσιακά με αυτήν. Τόσο που μπορεί η κίνηση των ηλεκτρονίων στον πυρήνα ενός ατόμου, να μην διαφέρει από την κινήσεις των μελών μιας οικογένειας,εγκλωβισμένης μέσα  σε  μία διάφανη φούσκα. Και στις δύο περιπτώσεις περιορισμός, αλληλουχία, επανάληψη. Αλλά τι μπορεί να συμβαίνει τελικά; Γιατί όταν κοιτάμε είτε ανθρώπους είτε σωματίδια, πάντα εμφανίζουν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά;

Πριν αναφερθώ στα της παράστασης,είναι απαραίτητη μια μικρή επεξήγηση: To πείραμα, που τιτλοφορεί και την παράσταση, διεξήχθη για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα από τον φυσικό  Thomas Yang και είναι από τα διασημότερα στα χρονικά της επιστήμης. Ονομάστηκε «πείραμα της διπλής σχισμής» καθώς τα εξεταζόμενα ηλεκτρόνια κλήθηκαν να περάσουν ακριβώς μέσα από δύο σχισμές. Και όπως πολύ όμορφα και παραστατικά εξηγείται στην διάρκεια της παράστασης, χάρις την επινόηση του Yang απεδείχθη πως τα ηλεκτρόνια κινούνται τόσο σωματιδιακά όσο και κυματικά.

Σαν τον άνθρωπο. Μήπως και εμείς δεν λειτουργούμε άλλοτε ως μονάδες, προσωπικότητες αυτόνομες, αυτόβουλες,αυθύπαρκτες και άλλοτε πάλι χανόμαστε μέσα στο πλήθος, εξομοιωνόμαστε με τον περίγυρο μην αντέχοντας τα φώτα της προβολής και τα μάτια των περίεργων, των έξω από εμάς.

Ακολουθώντας αυτήν την σκέψη η Ζέτη Φίτσιου έγραψε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα έργο, που μέσα από τα διδάγματα της επιστημονικής έρευνας κατορθώνει μια εύστοχη σύνδεση με τα ανθρώπινα, τα πάθη των δικών μας κοινωνιών, καθώς ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος συνυπάρχουν παράλληλα και μοιάζουν εντυπωσιακά πολύ στους κανόνες που ακολουθούν.  Όταν υπάρχει ένας παρατηρητής, είτε στο πλαίσιο ενός πειράματος είτε όταν απλά κάποιος μας κοιτάζει,έχουμε την ανάγκη να κρύψουμε το αληθινό μας εγώ. Δεν σηκώνουμε την κριτική και βρίσκουμε καταφύγιο στην υποκρισία. Και όσο και αν το περιβάλλον γύρω μας βρωμίζει, περιβάλλον φυσικό, κοινωνικό, οικογενειακό, εμείς κλεισμένοι μέσα στον δικό μας μικρόκοσμο, νομίζουμε πως μπορούμε όλα τα λύσουμε από μέσα,ξεχνάμε το έξω, ξεχνάμε ότι είμαστε μέρος ενός ευρύτερου συνόλου.

Η σύλληψη της συγγραφέως αξίζει το πιο θερμό χειροκρότημα, επέμεινε υπερβολικά σε κάποιες ιδέες και δεν τις ανέπτυξε περαιτέρω.

Μια ευφυής  συγγραφική σύλληψη χρειάζεται ωστόσο και την ανάλογη σκηνοθετική (Ανδρέας Φλουράκης) – σκηνογραφική ( Χριστόφορος ΚώνσταςΧρήστος Μαγγανάς _Xsquare DesignLab) παρέμβαση για να μπορέσει ναυλοποιήσει παραστατικά τα δρώμενα στα μάτια των θεατών. Και εκεί είναι που το«Πείραμα» κερδίζει τον θεατή». Στην αίθουσα του Μεγάρου, είχε στηθεί μια γιγάντια φούσκα που έκλεινε μέσα της ολόκληρο τον θίασο. Αυτή η φούσκα άλλοτε μένει πλήρως διάφανη για να αποκαλύψει τους πρωταγωνιστές, άλλοτε πάλι πέφτουν πάνω της τα φώτα (Γιώργος Τέλλος _Lighting Art) και με ξεχωριστές προβολές,δημιουργούν ένα οπτικοακουαστικό θέαμα που δεν αφήνει κανέναν μες στο θέατρο ασυγκίνητο.

Πέραν όμως του εντυπωσιακού θεάματος το Πείραμα δεν παύει ποτέ να είναι μια θεατρική παράσταση και αφού είναι θέατρο έχει και τους πρωταγωνιστές του. Ο Πέτρος Λαγούτης, η  Φαίη Ξυλά και ο   Κωνσταντίνος Ελματζίογλου συνθέτουν την τριμελή οικογένεια. Ο πατέρας άβουλος και άχρωμος, η μάνα κυριαρχική, ο γιος ένας φυσιολογικός νεαρός που διψά για ελευθερία. Δίπλα στην οικογένεια κινείται με τα γρήγορα πατίνια της η Μυρτώ Αλικάκη, η γκουβερνάντα της οικογένειας, φωνή της λογικής, που προσπαθεί να τραβήξει τον γιο μακριά από την βλαπτική επίδραση των γονέων, που προσπαθούν να κρατήσουν το παιδί τους για πάντα παιδί, όπως βλέπουμε δυστυχώς συχνά και στην ελληνική κοινωνία. Τελευταίο μέλος του θιάσου, ο Μενέλαος Χαζαράκης στον ρόλο του παρατηρητή, του επιστήμονα που μελετά την οικογένεια όπως θα μελετούσε κανείς μια χημική αντίδραση.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Και οι πέντε ηθοποιοί αποδεικνύονται αντάξιοι στον ρόλο που τους έχει δοθεί. Και αυτό ειπωμένο με μία σκέψη συγκεκριμένη στο μυαλό. Ότι η ερμηνεία τους δόθηκε εν πολλοίς μέσα σε έναν χώρο κλειστό, τα πρόσωπά τους συχνά να κρύβονται πίσω από την σφαίρα και με τις φωνές τους να ακούγονται σαν να μην έρχονται από τους ίδιους αλλά από μαγνητοσκόπηση. Όλα τα παραπάνω στοιχεία σίγουρα δεν διευκολύνουν τον θεατή, ταυτόχρονα όμως ήταν τα αναγκαία μέσα για την πιστή απόδοση του παραλληρισμού με τον πυρήνα ενός ατόμου. Προσωπικά πάντως απόλαυσα ιδιαίτερα τις εκτός σφαίρας σκηνές, με τον Ελματζιόγλου να εκφράζει ιδανικά την οργισμένη αντίδραση ενός καταπιεσμένου ανθρώπου.

Ίσως, επίσης κάποιες από τις προβολές επί της σφαίρας να ήταν υπερβολικές σε έκταση, οριακά ασύγχρονη κυρίως εκείνη λίγο πριν το τέλος. Επιπλέον ενώ η σύλληψη της συγγραφέως αξίζει το πιο θερμό χειροκρότημα, επέμεινε υπερβολικά σε κάποιες ιδέες και δεν τις ανέπτυξε περαιτέρω. Η προβληματική σχέση γονέα-παιδιού είναι επίκαιρο θέμα. Η κοινωνική υποκρισία ομοίως. Έμεινε όμως εκεί, με κάποιες ιδέες να επαναλαμβάνονται, ενώ μπορούσε να πάει ένα βήμα παρακάτω όσον αφορά το προβληματίζει περί των κακών κειμένων της κοινωνίας.

Δεν παύει όμως το Πείραμα να αποτελεί μία εξαιρετικά πρωτότυπη θεατρική παράσταση, και το γεγονός ότι είναι αμιγώς δημιουργία Ελλήνων καλλιτεχνών, δίνει μια ανακουφιστική ανάσα αισιοδοξίας για τα επόμενα χρόνια. Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει κανείς να διαβεί τις πόρτες του Μεγάρου. Και δεν θα απογοητευτεί. Εξάλλου όλα στη ζωή δεν είναι παρά ένα Πείραμα. Και το δικό τους πέτυχε.