Μια στιγμή στη μέρα: Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»

Τέλος τούτη η ιδέα του Χρόνου είχε μιαν ύστατη αξία για μένα, ήταν ένα κέντρισμα, μου έλεγε πως ήταν καιρός να ξεκινήσω, αν ήθελα να εγγίσω αυτό που είχα νιώσει μερικές φορές στη διάρκεια της ζωής μου, σε ξαφνικές αναλαμπές, από τη μεριά του Γκερμάντ, στις περιπλανήσεις μου με άμαξα μαζί με την κυρία ντε Βιλλεπαριζίς, πράγμα που με είχε κάνει να θεωρήσω τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς. Και πόσο περισσότερο άξια να τη ζήσω μου φαινόταν, τώρα που νόμιζα πως ήταν δυνατόν να αποσαφηνιστεί, αυτή η ζωή την οποία βιώνουμε μες στο σκοτάδι, ξαναφερμένη στο αληθινό της παρελθόν, αυτή η ζωή την οποία διαστρεβλώνουμε διαρκώς, εντέλει πραγματωμένη σ ένα βιβλίο! Πόσο ευτυχισμένος, σκεφτόμουν, θα ήταν όποιος έβρισκε τη δύναμη να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, πόση δουλειά θα τον περίμενε! Για να την προσεγγίσουμε, θα έπρεπε να δανειστούμε κάποιες παρομοιώσεις από τις πιο υψηλές και τις πιο διαφορετικές τέχνες· καθώς ο συγγραφέας αυτός, που θα κατόρθωνε άλλωστε να κάνει φανερές στο βιβλίο του τις αντιθετικές όψεις των χαρακτήρων, για να δείξει τις διαστάσεις τους, όφειλε να το φτιάξει ζυγίζοντας επιμελώς τις λεπτομέρειες, ανασυντάσσοντας αδιάκοπα τις δυνάμεις του, σαν μια προετοιμασία για επίθεση· κι όφειλε να το υπομείνει σαν κόπωση, να το αποδεχθεί σαν κανόνα, να το κτίσει σαν εκκλησία, να το ακολουθήσει σαν επιβεβλημένη δίαιτα, να το υπερνικήσει σαν εμπόδιο, να το κατακτήσει σαν φιλία, να το υπερσιτίσει σαν παιδί, να το πλάσει σαν κόσμο χωρίς να παραμερίσει τούτα τα μυστήρια που πιθανόν εξηγούνται μέσα από άλλους κόσμους και των οποίων η προαίσθηση αποτελεί εκείνο που μας συγκινεί πιο βαθιά στη ζωή και την τέχνη. Και πάλι, σε αυτά τα μεγάλα βιβλία υπάρχουν κάποια μέρη τους που απλώς ιχνογραφήθηκαν και που, κατά πώς φαίνεται, δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν ποτέ, τόσο ευρύ ήταν το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Πόσοι και πόσοι μεγάλοι καθεδρικοί ναοί δεν παραμένουν ημιτελείς! Το τρέφουμε το βιβλίο, ενισχύουμε τα αδύνατα μέρη του, το προφυλάσσουμε, κι ωστόσο αυτό είναι που στη συνέχεια αναπτύσσεται, υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις κακολογίες και για λίγο καιρό από τη λήθη. Ομως για να επανέλθω σε μένα τον ίδιο, αναλογιζόμουν με μετριοφροσύνη το δικό μου βιβλίο και θα ήταν μάλιστα ανακρίβεια αν θεωρούσα πως αυτοί που θα το διάβαζαν θα ήσαν οι δικοί μου αναγνώστες. Διότι, κατά την άποψή μου, δεν θα ήσαν αναγνώστες μου αλλά αναγνώστες του ίδιου του εαυτού τους, καθώς το βιβλίο μου δεν ήταν παρά σαν εκείνους τους μεγεθυντικούς φακούς που πρότεινε σ έναν αγοραστή ο καταστηματάρχης οπτικών στο Κομπραί· και με το βιβλίο μου θα τους προμήθευα τον τρόπο για να διαβάσουν μέσα τους. Δεν θα τους ζητούσα, ως εκ τούτου, να με επαινέσουν ή να με κακολογήσουν, αλλά μόνο να μου πουν αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, αν οι λέξεις που διαβάζουν μέσα τους ταυτίζονται με όσες έχω γράψει (από την άποψη αυτή, εξάλλου, κάποιες πιθανές αποκλίσεις δεν θα οφείλονταν πάντοτε στο ότι οδηγήθηκα σε πλάνη, αλλά ενίοτε και στο γεγονός ότι τα μάτια του αναγνώστη δεν ήσαν ανάμεσα σ εκείνα με τα οποία το βιβλίο μου ήταν δυνατό να συνταιριάξει ώστε αυτός να κατορθώσει να διαβάσει μέσα του). Ετσι, καθώς τροποποιούσα συνεχώς τις παρομοιώσεις, ενόσω απεικόνιζα καλύτερα, και πιο χειροπιαστά, τη δουλειά με την οποία θα καταπιανόμουν, συλλογιζόμουν πως σκυμμένος πάνω στη μεγάλη τάβλα, υπό το βλέμμα της Φρανσουάζ, που σαν όλα τα ταπεινά πλάσματα τα οποία ζουν κάτω από την ίδια στέγη διαισθάνονται κάτι από την υφή της εργασίας μας (είχα τόσο πολύ λησμονήσει την Αλμπερτίν ώστε να συγχωρώ πια τη Φρανσουάζ για όποιο κακό της είχε προκαλέσει), θα δούλευα πλάι της και σχεδόν με τον τρόπο της (όπως τουλάχιστον εκείνη εργαζόταν άλλοτε: ήταν τώρα τόσο γριά που δεν έβλεπε μπροστά της)· πράγματι, καρφιτσώνοντας εδώ κι εκεί κάποιο επιπλέον φύλλο χαρτί, θα έφτιαχνα το βιβλίο μου, δεν τολμώ να πω φιλόδοξα όπως κτίζεται ένας καθεδρικός ναός μα πολύ απλά όπως ράβεται ένα φόρεμα.

Mτφρ. Παναγιώτης Πούλος *το απόσπασμα προέρχεται από τον έβδομο και τελευταίο τόμο του έργου και σκιαγραφεί την προσωπική άποψη του Προυστ για την έννοια του χρόνου.