Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σίμωνας, από το 2000 μέχρι και σήμερα, πιστός σε έργα παγκόσμιου ρεπερτορίου μιλά στο Tetragwno.gr για τη νέα του παράσταση «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Νύχτες Έντγκαρ Άλλαν Πόε», του οποίου έχει και την καλλιτεχνική επιμέλεια.
Τρεις αστυνομικοί βρίσκονται εσπευσμένα στο τμήμα της πόλης τους, μια κρύα νύχτα του χειμώνα ύστερα από μια αιφνίδια πληροφόρηση για φονικές επιθέσεις σε σπίτι επί της οδού Μοργκ. Τα τρία αυτά πρόσωπα θα βρεθούν αντιμέτωπα όχι μόνο με τη ζοφερή εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά και με την κάθε πιθανή εξήγηση που θα διαλευκάνει το μυστήριο.
Τι σας ενέπνευσε να επιλέξετε το συγκεκριμένο έργο για το φεστιβάλ «Νύχτες Έντγκαρ Άλλαν Πόε»;
Η απόφαση να αναμειχθώ καλλιτεχνικά στο φεστιβάλ ήρθε κάπως αναγκαστικά λόγω μιας αποχώρησης για τεχνικούς λόγους μίας εκ των ομάδων, κυριολεκτικά τελευταία στιγμή. Είχαμε ξεμείνει από επιλογές που θα θέλαμε να αντιπροσωπεύσουν το πρόγραμμα και η συνεργάτης μου, μου πρότεινε να «γεμίσω το κενό». Με τον Ποε είχα ένα σχετικά καλό παρελθόν [sic], οπότε θεώρησε πως θα ανταπεξέλθω. Από την μεριά την δική μου, είχα στο μυαλό μου να ασχοληθώ (κάποτε) με τους «Φόνους» λόγω του αστυνομικού ενδιαφέροντος που έχει – και σίγουρα είχα αποφασίσει να επανέλθω στο νουάρ με δόσεις χιούμορ, αν όχι καθαρά κωμικά.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη διασκευή του διηγήματος του Έντγκαρ Άλλαν Πόε για τη θεατρική σκηνή;
Ο Ποε τόσα χρόνια πριν ανέδειξε το αναλυτικό ταπεραμέντο σε αυτό που αργότερα θα αποκαλούσαμε «ντετέκτιβ». Στην περίπτωσή μας, εν έτει 2025 πια, το να καυχιέται ένας υπάλληλος της αστυνομίας πως βρήκε την λύση της υπόθεσης με μαγικό τρόπο, μάλλον στερείται ουσίας αν όχι και ενδιαφέροντος. Κι όμως, υπάρχει κάτι μέσα στον Ποε και στο συγκεκριμένο διήγημα που λάμπει νοηματικά: η ματαιότητα της ύπαρξης, μέσα από ένα πρίσμα που λέει κοντολογίς ότι, το ανεξήγητο δεν θέλει προσπάθεια να εξηγηθεί, θέλει αποδοχή. Αυτή η σκληρή σκέψη, έχει ενδιαφέρον και αυτό προσπάθησα να εκμαιεύσω μέσω μιας κωμικά σκληρής ματιάς. Πρέπει να αντιληφθούμε πως η νοσηρότητα του κόσμου, αυτή που κατακραυγάζουμε μέσω των social, λες και κάνουμε κάποια επανάσταση, είναι γύρω μας, υπάρχει και είναι έτσι, στεγνή. Αυτό είναι το ρίσκο της παράστασης.
Υπήρξαν συγκεκριμένα στοιχεία του έργου που ανακαλύψατε ή εκτιμήσατε περισσότερο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας;
Ότι το μακάβριο στον Ποε είναι ταυτόχρονα και ειρωνία. Δηλαδή, τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρουν οι τρομαχτικές εικόνες επειδή παραληρεί μέσα σε δικά του περιβάλλοντα του μυαλού. Στην ουσία βλέπει μέσω μιας αστείας διάθεσης την ίδια την ζωή. Είναι καθαρά αμερικάνικο στοιχείο αυτό και το συναντάμε πολύ σε διάφορους απογόνους του. Ενδεικτικό παράδειγμα ο Κόρμακ Μακ Κάρθι που φτάνει σε ανατριχιαστικές σεκάνς στα έργα του.
Πώς αναπτύσσεται η σχέση μεταξύ των τριών αστυνομικών (Ντυπέν, Ισίωδος, Αλφόνσο) κατά τη διάρκεια της νύχτας;
Αλλόκοτα. Παρόλα αυτά είναι αρχετυπική σχέση. Έχουμε έναν αστυνόμο δαίμονα, έναν αστυνόμο συντηρητικό και έναν αστυνόμο σκεπτικό (όχι σκεπτικιστή). Το έγκλημα της οδού Μοργκ του βάζει σε έναν μηχανισμό να δείξει ο καθένας τον τρόπο που σκέφτεται τα σκοτάδια του κόσμου – και μιλώ όσο μπορώ υπαινικτικά για να μην προδώσω του τι γίνεται στην παράσταση. Η σύγκρουση δεν έρχεται επειδή ο καθένας είναι όπως είναι: εμφανίζεται λόγω του είδους του εγκλήματος και λόγω του ότι το έγκλημα, ως πράξη, αρχίζει να ανατέλλει στον δυτικό κόσμο με τέτοιες πτυχές. Πτυχές του παραλόγου. Ο κόσμος μας αλλάζει σε κάτι υπερβατικά παράλογο και έξω από τον (αδύναμο) ανθρώπινο νου.
Ποιο στοιχείο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε θεωρείτε πιο διαχρονικό και πώς το αναδεικνύετε στην παράσταση;
Εξηγεί το σκοτάδι, συζώντας μαζί του. Είναι συγκάτοικοι. Στην εποχή του, όπως είπα παραπάνω, έχουμε στοιχεία που κάνουν την εξήγηση αυτή, πιο γοτθική, πιο λυρική, πιο παραμυθική αλλά και πιο ουμανιστική – είμαστε στα γεννητούρια του ρομαντισμού μην ξεχνάμε. Στην συνέχεια της ανθρώπινης τέχνης τα πράγματα σκλήρυναν αλλά δεν άλλαξαν. Ο ρομαντισμός αρχίζει με τον Ποε και τελειώνει με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη στο Λονδίνο. Πόσο μεγάλη απόδειξη είναι αυτό, ότι τα πράγματα (θα) πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ο Ποε όμως δίνει ελπίδα, δεν τον ενδιαφέρει η κατάδειξη του σκότους μόνο, τον ενδιαφέρει γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν πεισματικά να είναι ευτυχισμένοι, κάτι που τον φέρνει (φυσικά) πλησίον του Σοπενάουερ, του φιλοσοφικού δηλαδή ογκόλιθου του ρομαντισμού.
Τι πιστεύετε ότι κάνει τους «Φόνους της οδού Μοργκ» επίκαιρους ακόμα και σήμερα;
Με μια πρώτη ματιά πρόκειται για ένα αστυνομικό νουάρ και ο κόσμος έλκεται από αυτό. Όμως, ένα έργο γίνεται επίκαιρο εξαιτίας της ανάγνωσής του από τον αναγνώστη ή της θέασης από τον θεατή. Θέλω να πω, δεν ξέρω τι κάνει επίκαιρο κάτι, ιδίως στην εποχή μας. Θέλει έναν τρόπο σκέψης για να φτάσει ένα έργο να θεωρείται επίκαιρο, ότι τον/την αφορά δηλαδή, στον όποιο αποδέκτη. Αυτή η μετάφραση, του ότι δηλαδή αυτό που βλέπω με αφορά, θέλει κόπο και συνδυαστική σκέψη και όχι μόνο ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Για να είναι κάτι επίκαιρο, σημαίνει ότι με απασχολεί και μετά την παράσταση/διάβασμα κοκ.
Ποια είναι η δική σας προσωπική σχέση με το έργο του Πόε;
Δεν γνωρίζω επακριβώς. Και δεν θέλω να ξέρω γιατί πιστεύω ότι αν ανακαλύψω αυτό το συστατικό της σχέσης θα χαλάσει η σχέση. Κάτι σε αυτόν, με κάνει να εξηγώ τον κόσμο μέσα από τις ιστορίες του, να βλέπω τα πράγματα με μια συγκεκριμένη διάθεση. Επιπλέον τον θεωρώ μια βαθιά ανθρώπινη ψυχή, έναν άνθρωπο συγκινητικό γιατί μέσα από την γραφή του (και την ζωή του), δεν σταμάτησε να επαινεί την ομορφιά και τις μικρές χαρές. Μην στεκόμαστε στο γεγονός ότι στο τέλος οι χαρακτήρες του πεθαίνουν, ανασταίνονται, είναι καταραμένοι κτλ. Πριν από αυτά, έχει πλέξει το εγκώμιο της «ομορφιάς της ζωής», του πόσο ωραίο είναι να ζεις. Και είναι, φυσικά και είναι.
Υπάρχει κάποια σκηνή στην παράσταση που θεωρείτε καθοριστική για τη συνολική αφήγηση;
Δεν μπορώ να το πω αυτό γιατί κατασκευαστικά η παράσταση αποκαλύπτεται βραδυφλεγώς και με ανατροπές. Σίγουρα υπάρχουν διάφορες σκηνές, που είτε ως σκηνοθεσία/υποκριτική, είτε λόγω νοήματος βάζουν σε ένα μονοπάτι την σκέψη του θεατή και του δίνουν τον χώρο να επιλέξει, πώς θα πάρει αυτό που του δίνουμε. Βέβαια, το χιούμορ είναι το βιτριόλι στην φωτιά που στήνουμε – πάνω από όλα, το χιούμορ στην παράσταση αυτή είναι ο καθοριστικός παράγοντας: η επιλογή να γίνει κωμική αυτή η ιστορία πιστεύω ότι θα συζητηθεί, αν όχι έτσι όπως το εκφράζω, σίγουρα σαν αίσθηση, σαν ανάμνηση ενώ έχει τελειώσει η παράσταση.
Κλείνοντας, πείτε μου δυο λόγια για το Φεστιβάλ «Νύχτες Έντγκαρ Άλλαν Πόε – Το κοράκι 1845 – 2025».
Οδεύουμε στο τέλος. Υπήρχε και υπάρχει μεγάλη ποικιλία θεαμάτων. Ήταν και είναι ένα μεγάλο στοίχημα. Νιώθουμε, ως ομάδα παραγωγής ευχαριστημένοι – και με σκέψεις όμως που θα συνεχίσουν για καιρό. Και κάτι τελευταίο που μπορεί να ακουστεί τετριμμένο αλλά για μένα δεν είναι: ανακάλυψα (ξανά) και ανακαλύπτω συνέχεια πόσο δύσκολο είναι να διασκευάσεις αυτόν τον συγγραφέα, ενώ στο άκουσμά του, λόγω το ότι είναι δημοφιλής φαίνεται εύκολος. Δεν είναι.
INFO: Τελευταίες παραστάσεις Δευτέρα 20 & Τρίτη 21 Ιανουαρίου στο Space Baby, στο Μεταξουργείο.. Εισιτήρια στο more.com
Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στο Google News και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, Χ (twitter) και instagram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.