Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσιάζει το έργο «Όσα η Καρδιά μου στην Καταιγίδα» του Άκη Δήμου, σε σκηνοθεσία Πάνου Δεληνικόπουλου, στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών, έως το Σάββατο 31 Μαρτίου 2018.
«Κρίμα. Κρίμα να πάει τόσο κορμί αταξίδευτο».
Σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης στις αρχές του περασμένου αιώνα. Στην ηλικία που γεννιέται η επιθυμία. Που το κορμί ξυπνάει κι ανακαλύπτει την έκτασή του. Ένα Αγόρι ερωτεύεται για πρώτη φορά. Όχι ένα κορίτσι, αλλά μια Γυναίκα. Ένας Άντρας και μια Μάνα κλείνουν τον κύκλο των σωμάτων που χορεύουν στην άκρη του γκρεμού. Των σωμάτων που απαγορεύεται να συναντηθούν. Με τη θάλασσα από κάτω τους να περιμένει.
Βασισμένος στην «Πρώτη Αγάπη» του Ιωάννη Κονδυλάκη, ο Άκης Δήμου γράφει μια παραλλαγή του γνωστού διηγήματος, για την ιερή, την απελπισμένη Πρώτη Αγάπη. Σε μια γλώσσα ποιητική, που θα μιλήσει για όσα το σώμα δεν μπόρεσε.
Η ιδέα της μεταγραφής της Πρώτης αγάπης για τη σκηνή –ακριβέστερα: η ιδέα της γραφής ενός θεατρικού έργου με αφορμή τη νουβέλα του Ιωάννη Κονδυλάκη– γεννήθηκε ξαφνικά, υποψιάζομαι ωστόσο ότι, όπως συμβαίνει με όλα όσα “γεννιούνται ξαφνικά”, επωαζόταν χρόνια.
Για να είμαι ειλικρινής, λίγο με απασχόλησε πώς θα τη γράψω. Περισσότερο με τριβέλιζε το γιατί: για ποιο λόγο έπρεπε να ξαναειπωθεί η ιστορία της ερωτικής αφύπνισης ενός νεαρού άντρα με τα σαρωτικά ξεσπάσματα, την υφέρπουσα απελπισία, τις καταθλιπτικές υφέσεις, τις δοξαστικές κορυφώσεις και τις εκκωφαντικές της αμφισημίες (κυρίως αυτές);
Να τ’ αγαπάς τ’ ανήμερα που μέσα σου φωλιάζουν. Να τα φιλεύεις όλο σου το στόμα
Τι είναι ο έρωτας;
Τέσσερις άνθρωποι βάζουν αυτό το ερώτημα και προσπαθούν να το απαντήσουν. Ένας άνδρας, μια γυναίκα, μια μάνα, ένα παιδί. Δύο γυναίκες, δύο αγόρια. Δύο κορίτσια, δύο άνδρες. Τέσσερις άνθρωποι. Που παίζουν με τον έρωτα και γίνονται παιχνίδι του. Τον θυμούνται και τον ξεχνούν. Τον διεκδικούν και τον αρνούνται. Τους έλκει και τους απομακρύνει, τους εξυψώνει και τους καταστρέφει, χάνονται μέσα του και μέσα του ξαναγεννιούνται.
Τέσσερα σώματα κι η επαφή τους. Το άγγιγμά τους. Που το επιθυμούν, το ανιχνεύουν, το ξορκίζουν, το φοβούνται, το προκαλούν.
Κι εκεί έρχεται η αρρώστια. Γιατί εκτός από το θαλερό, το υγιές, το παλλόμενο, συμβαίνει και το άλλο σώμα. Το φθειρόμενο. Ή το σιωπηλό. Ή το αποσυρμένο. Για να υπενθυμίσει πως η παντοδυναμία της νεότητας είναι μια ψευδαίσθηση που είτε ο χρόνος είτε το τυχαίο είτε η επιλογή, θα καταλύσουν. Που φανερώνει την άλλη πλευρά του έρωτα. Την οδύνη. Την απελπισία. Την άρνηση.
Αφήνοντας, αφού καταλαγιάσει, να εκκρεμεί ακόμα το ίδιο ερώτημα: Τι είναι ο έρωτας; Με την απάντηση συνεχώς να διαφεύγει. Όπως σ’ όλα τα ερωτήματα που έχουν πραγματικά σημασία. Σαν μια σφαίρα γύρω από την οποία εσαεί δορυφορούμαστε, καταδικασμένοι να βλέπουμε πάντα μόνο τη μία όψη της, χωρίς ποτέ να μπορούμε να τη δούμε ολόκληρη.
Ένα ερώτημα, ωστόσο, που κανείς ποτέ δεν μπορεί να πάψει να ρωτά. Που στη δύναμή του δεν μπορεί να πάψει να ενδίδει. Γιατί αυτό το υπέροχο, το βασανιστικό, το αδηφάγο, ερώτημα –κι όχι η απάντησή του– μόνο που αρθρώνεται, εγείρεται ως αντίσταση στη λήθη. Τη λήθη του ίδιου του ζώντος σώματος που το διατυπώνει.
Σκηνοθεσία: Πάνος Δεληνικόπουλος
Σκηνικά – Κοστούμια: Φανή Σκουλικίδη Μπουκουβάλα
Φωτισμοί: Ελένη Χούμου
Επιμέλεια κίνησης: Ειρήνη Καλογηρά
Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Λιάτσου
Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Χριστοφίδου
Γ’ βοηθός σκηνοθέτη: Λυδία Ζαχαράκη
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου
Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschureen
Παίζουν: Μομώ Βλάχου (Βαγγελιώ), Γιώργος Κολοβός (Άντρας), Κωνσταντίνος Λιάρος (Γιώργης), Μαρία Τσιμά (Μάνα)