Νατάσα Τριανταφύλλη για τις «Δαναΐδες»: «…η θρησκεία μιας αληθινής γυναικείας καρδιάς»

«Οι Δαναΐδες», η μοναδική τραγωδία του Ανδρέα Κάλβου που ολοκλήρωσε και δημοσίευσε ο ίδιος το 1918, γραμμένη στα ιταλικά και πρότυπο κλασικιστικού έργου στηριγμένο στη δομή αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, θα παρουσιαστεί στις 2 και 3 Αυγούστου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου από τη Νατάσα Τριανταφύλλη.

Ένα έργο που θέτει τη βάση της ανάπτυξης του ελληνικού θεάτρου στις ρίζες του και την παράδοση του αρχαίου δράματος, όπου αντλεί το υλικό του από διάσπαρτες πηγές σχετικά με το μύθο των Δαναΐδων και που συνθέτει ένα κόσμο συναισθηματικων συγκρούσεων, διλημματικών επιλογών και μοιραίων αποφάσεων.

Στη σκηνή θα δούμε τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, την Λένα Παπαληγούρα και τον Άρη Μπαλή, ενώ τραγουδάει η Άρτεμις Μπόγρη σε μουσική της Monika. Η μετάφραση είναι του Δημήτρη Αρβανιτάκη, τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, ενώ σχεδιασμό στα φώτα θα κάνει ο Σάκης Μπιρμπίλης.

Η Νατάσα Τριανταφύλλη, σημειώνει για τις «Δαναΐδες»:

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«H δραματοποίηση του μύθου των Δαναΐδων από τον Ανδρέα Κάλβο μας χάρισε μια τραγωδία που επικεντρώνεται στον τραγικό πυρήνα τριών προσώπων, της Υπερμνήστρας, του αγαπημένου της Λυγκέα και του βασιλιά-πατέρα Δαναού, και στον λυρικού ύφους στοχασμό από τον χορό. Το καλβικό κείμενο, γραμμένο στα ιταλικά, παρέμενε σιωπηλό εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, περιμένοντας υπομονετικά τον χρόνο να αναδείξει την ποιητική του και να τη ζωντανέψει στη σκηνή. Με κεντρικά θέματα την ανειρήνευτη σύγκρουση ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα, τον εμποδιζόμενο γάμο και την αναμέτρηση της ηθικής φιλοσοφίας με την αστείρευτη θέληση για εξουσία, το έργο ανεβαίνει φέτος για πρώτη φορά στο θέατρο με αφετηρία τη Μικρή Επίδαυρο.
Η θρησκεία μιας αληθινής γυναικείας καρδιάς, της Υπερμνήστρας, ενεργοποιεί τον φόβο απώλειας της εξουσίας του βασιλιά-πατέρα Δαναού, και τον ηρωικό έρωτα του νεαρού Λυγκέα. Τα πρόσωπα ωθούνται δαιμονικά προς πράξεις που υπόσχονται απελευθέρωση έξω από «τα τείχη που εντός τους μεγαλώσαμε» («quelle mura fra cui crescemmo»), όμως ανεπαισθήτως συναντιούνται με τα πιο καλά κρυμμένα σκοτεινά τους ένστικτα και με τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο χορός, συμπονετικός και ευχητικός, κρατά τον τόνο και την ατμόσφαιρα του μελοδράματος, ενώ ατενίζει γενναία την αχτίδα που στέλνει από τα σύννεφα η ειρήνη γελαστή («or che Pace dai nembi mandaridente un raggio»), αναφωνώντας «Ποτέ να μην ξανάρθει η θλίψη!» («Deh non ritorni il lutto)
Στην ορχήστρα της Μικρής Επιδαύρου, τρεις ηθοποιοί και μια μεσόφωνος αναμετρώνται με το καλβικό σύμπαν, όπου συγκατοικούν, σε μια ευαίσθητη ισορροπία, η δραματουργία και η ποίηση. Ζητούν να σπάσουν τα δεσμά της εγκλωβισμένης αυτής τραγωδίας, των μυθικών προσώπων, και, γιατί όχι, ακόμα και της ίδιας τους της ύπαρξης»