«Η γιαγιά η Ευδοξία εβγήκε στις ξένες πόρτες. Εζήτεψε η γιαγιά. Εβγήκε στις ξένες πόρτες για να μεγαλώσει εμένα και να κοιτάξει να δώσει και στην κόρη της λίγο ψωμάκι να φάει. Ζητιάνεψε η γιαγιά»
Είναι το σημείο, που η Νένα Μεντή ανατριχιάζει όταν το ερμηνεύει από το κείμενο του Μάνου Ελευθερίου που έγινε μονόλογος και παράσταση από τον Μάνο Καρατζογιάννη, και θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
«Ήταν ζητιάνα η γιαγιά της» μου ψιθυρίζει συγκλονισμένη, «ζητιάνα!»
Η Νένα Μεντή θα μας αφηγηθεί τη ζωή μέσα από τα ίδια της τα λόγια, της Ευαγγελίας Πίσσα, γιαγιάς του πολύ σπουδαίου ποιητή, στιχουργού και συγγραφέα μας Μάνου Ελευθερίου, που φέτος κλείνει ένας χρόνος από την μεγάλη απώλειά του.
Βρέθηκα με την Νένα Μεντή, το σώμα και το στόμα πια της Ευαγγελίας Πίσσα, και τον Μάνο Καρατζογιάννη, τον άνθρωπο που επιμελήθηκε τόσο δραματουργικά όσο και σκηνοθετικά το όλο εγχείρημα, στο περιθώριο των εντατικών προβών τους και μιλήσαμε για την παράσταση, τον Μάνο Ελευθερίου, την σχέση τους μαζί του, το έργο του, το σήμερα και το χτες. Στην απομαγνητοφώνηση της συνομηλίας μας, αφουγκράστηκα αυτήν την συγκίνηση δύο «δικών» του ανθρώπων του ποιητή, την βαθιά, ουσιαστική και μειλίχια αγάπη τους στο πρόσωπό του.
Δεν έκανα ερωτήσεις, όλα απαντήθηκαν από μόνα τους, φυσικά και αυθόρμητα. Και έτσι θα τα παρουσιάσω. Σαν ένα χειρόγραφο φίλων για φίλο.
Πως ξεκίνησαν όλα
Νένα Μεντή: Θα ήταν το 2012 ή το 2013 όταν μου έδωσε ο Μάνος ένα κείμενο και μου λέει, για δες το, μήπως σ ενδιαφέρει να το κάνεις κάτι. Τον ρώτησα τι είναι αυτό, και μου απάντησε «της οικογένειας». Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Μου το έδωσε και γω το άφησα στο νησί εκεί, στη Σύρο και το ξέχασα. Ούτε ασχολήθηκα, ούτε το διάβασα τότε. Πέρσι που πέθανε ο Μάνος, τέτοιες περίπου μέρες, αυτομάτως ενεργοποιήθηκε αυτό το κομμάτι στο μυαλό μου, ότι κάτι μου έχει δώσει ο Μάνος προσωπικό, το έψαξα το βρήκα, το άνοιξα και είδα ότι δεν είναι του Μάνου Ελευθερίου προσωπικό, είναι ωστόσο τα γράμματά του και γράφει ότι είναι απομαγνητοφώνηση αφήγησης της Ευαγγελίας Πίσσα. Το διάβασα, το έδωσα σα κάποιους φίλους στη Σύρο, πολύ φίλους και του Μάνου και αμέσως μου στοιχειοθέτησαν ότι αυτή είναι η γιαγιά του, με τα επίθετα που είχε, γιατί είχε κάνει και άλλο γάμο κλπ. Αναμνήσεις της γιαγιάς του, λοιπόν.
Διαβάζω αυτό το κείμενο, πέρασε το καλοκαίρι, έρχομαι στην Αθήνα, το δίνω σε 2-3 ανθρώπους εδώ, μεταξύ αυτών και ο Μάνος Καρατζογιάννης, το βρίσκει πολύ ενδιαφέρον και μπαίνουμε στη διαδικασία ότι αυτό το έργο μπορεί να γίνει μια θεατρική παράσταση.
Η δυσκολία όμως ήταν στην αφήγηση, στον προφορικό λόγο, γιατί εκείνη μιλούσε στον Μάνο και ο Μάνος έγραφε σε κασετόφωνο (το 1975 αυτά, και μέσα στα επόμενα χρόνια έκανε την απομαγνητοφώνηση). Το πήρε ο Μάνος Καρατζογιάννης, το διάβασε ο Θανάσης Νιάρχος, κάποιοι άλλοι άνθρωποι δικοί μας και το βρήκαν πολύ ενδιαφέρον. Εγώ να πω την καθαρή μου αλήθεια, τρόμαζα λίγο, γιατί είχε ένα παραλήρημα έξω από τα δεδομένα του θεατρικού λόγου. Κατ’ αρχάς δεν καταλάβαινες τις σχέσεις των ανθρώπων, σε ποιους αναφερόταν, πήδαγε χρόνους, πήγαινε μπρος-πίσω, ήταν παραληρηματικός ο λόγος. Το πήρε ο Μάνος Καρατζογιάννης λοιπόν και το δούλεψε το κείμενο και το έφερε σε μια κατάσταση πιο συμβατική με το θέατρο, ενός μονολόγου.
Από εκεί και πέρα αρχίσαμε κάποιες χαλαρές πρόβες μες στο χειμώνα, και όσο το διάβαζα και όσο το έπαιζα, το αγάπησα πάρα πολύ, γιατί είναι πολύ ιδιαίτερο πράγμα. Έχω κάνει και άλλους μονολόγους, αλλά αυτό δε μοιάζει με τίποτε άλλο γιατί το κείμενο δεν έχει ωραιοποιηθεί, δεν έχει φτιασιδωθεί, είναι αδρό και σκληρό.
Μάνος Καρατζογιάννης: Κάπως έτσι λοιπόν κούμπωσαν όλα αυτά γιατί και εγώ είχα συνεργαστεί στο θέατρο άλλες δυο φορές μαζί του Μια φορά στην παράσταση για την Ελένη Παπαδάκη στην Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου, στην οποία μου είχε εμπιστευτεί το ιστορικό του αρχείο και η άλλη ήταν στο Ανοιχτό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη που ήταν η πρώτη φορά που έγραφε θέατρο ο ίδιος σε ένα τρίπτυχο μαζί με τον Κουμανταρέα και την Δούκα για μια παράσταση που διοργάνωνε για τους νεαρούς μετανάστες. Είχε γράψει έναν μονόλογο την «Μπλε Μελαγχολία». Με τη Νένα είχαμε συνεργαστεί πέρσι, πάλι σε ‘έναν μονόλογο, αυτήν τη φορά της Λούλας Αναγνωστάκη«Ο ουρανός κατακόκκινος» και κάπως έτσι προέκυψαν τα πράγματα.
Το έργο – Η παράσταση
Νένα Μεντή: Πραγματεύεται τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια της γιαγιάς του Μάνου Ελευθερίου, τα αφηγείται η ίδια, στη Σύρο στις αρχές του αιώνα της μεγάλης δυστυχίας της, της δύσκολής ζωής της, της φτώχειας, φτώχειας, φτώχειας και πάλι φτώχειας. Και δουλειά, και παιδική εργασία από 6 χρονών, δεν πήγε σχολείο αυτή η γυναίκα, ωστόσο διακρίνεις ότι το μυαλό της, η ποιότητα της αποδίδουν έναν άνθρωπο που είναι στα όρια του καλλιτέχνη. Το βλέπεις και στο κείμενο. Και από εκεί καταλαβαίνεις και τη συγγένεια του Μάνου Ελευθερίου και των αδελφών του. Βλέπεις έναν άνθρωπο με ποιότητες και ευαισθησίες φοβερές, δεν είναι απλά μια λαϊκή αμόρφωτη γυναίκα.
Αν αφορά το σήμερα η ζωή μιας γυναίκας στις αρχές του αιώνα; Το εδώ και το τώρα αφορά! Ιδιαίτερα στον τόπο αυτό, εάν δεν αφορά ένα τέτοιο κείμενο μιας διαδρομής του φτωχού ανθρώπου, του εγκαταλειμμένου ανθρώπου , του απαξιωμένου και αναξιοπρεπούς ανθρώπου που δεν έχει ενδιαφερθεί για αυτόν όχι μόνο η πολιτεία, αλλά ουδείς, τότε πότε και ποιον αφορά; Αφορά το εδώ και τώρα αυτής της χώρας. Τη χώρα του life style. Γιατί εδώ και πάρα πολλά χρόνια αυτή είναι η χώρα μας, ένα lifestyle
Μάνος Καρατζογιάννης: Για μένα υπάρχουν τρεις πολύ σημαντικοί λόγοι, για να το δει κάποιος.
Το ένα γιατί μιλάει για μια εποχή σε έναν τόπο που δεν γνωρίζουμε. Προσωπικά αυτήν την σκληρότητα σε ένα ελληνικό νησί δεν την φανταζόμουν. Για μένα ήταν ένας πρωτόγνωρος κόσμος.
Το κείμενο επίσης μιλάει για μια γυναίκα πολύ διαφορετική για την εποχή της. Πρόσεξε: Και γυναίκα και διαφορετική. Και το 2019 βλέπουμε δυστυχώς μέσα από την επικαιρότητα και όσα συμβαίνουν, όλα αυτά τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας πως αντιμετωπίζεται η γυναίκα ακόμα και σήμερα και πως αντιμετωπίζουν τη διαφορετικότητα οι γύρω μας.. Αυτά τα σπέρματα υπάρχουν στο κείμενο. Η θέση της γυναίκας και ενός ανθρώπου διαφορετικού γιατί και η ίδια ήταν ένα πνεύμα ιδιαίτερο , είχε στοιχεία θεατρίνας, έγραφε στίχους, ζωγράφιζε, άρα επηρέασε τα εγγόνια της, τον Μάνο και τις αδελφές του (η μία έγραφε και αυτή στίχους, ή άλλη ήταν ζωγράφος)
Ο τρίτος λόγος και πολύ σημαντικός μιας και η παράσταση συμπίπτει με τον ένα χρόνο από τον θάνατο του Μάνου Ελευθερίου, είναι η βαθύτατη επιρροή που είχε αυτή η γυναίκα στο ίδιο του το έργο . Μέσα σε αυτήν την αφήγηση τη σπαραχτικά αυθεντική με αυτήν την σπάνια προφορικότητα, εντοπίζονται όλα τα βασικά μοτίβα του έργου του Μάνου Ελευθερίου. Υπάρχει η κοινωνική αδικία, η σκληρότητα της επαρχίας, η μελαγχολία του θανάτου, η αγάπη για τη Σύρο και η αγάπη για τους θεατρίνους και το θέατρο, για την τέχνη πιο συγκεκριμένα. Βλέπεις ότι υπάρχει μια βαθιά επιρροή και σύνδεση με το έργο του Ελευθερίου. Άλλωστε εκείνη την περίοδο της ηχογράφησης έγραψε και τους στίχους του τραγουδιού που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης«Ευαγγελία Πίσσα». Μιλάει για εκείνην και την χαρακτηρίζει ως την «καταφυγή».
Μάνος-Νένα και Μάνος(και κάτι από Λούλα)
Μάνος Καρατζογιάννης: Και βέβαια, ένας ακόμη πολύ σημαντικός λόγος για την αξία της παράστασης αλλά και για μένα προσωπικά, σαν σκηνοθέτης, είναι η ίδια η πρωταγωνίστριά του, η Νένα Μεντή, στην οποία βεβαίως έχει και μια σημασία ότι σε εκείνην εμπιστεύθηκε ο Μάνος το κείμενό του..
Νένα Μεντή: Με αγαπούσε και με εκτιμούσε ως ηθοποιό. Και επειδή τότε είχα κάνει την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», και μάλιστα την είχε δει 2-3 φορές, θεωρώ ότι έπαιξε και αυτό ρόλο. «Κάτι» του έκανα. Και βέβαια, μετά, ποτέ δεν με ρώτησε για τη τύχη του κειμένου που τόσα χρόνια πριν μου είχε εμπιστευθεί. Σαν να μου το είχε κάνει «κατάθεση». Είναι και η Σύρος, το νησί, που μας συνέδεε, μιας και εκεί γνωριστήκαμε.
Μάνος Καρατζογιάννης: Ο Μάνος Ελευθερίου μαζί με την Λούλα Αναγνωστάκη ήταν από τους λίγους ανθρώπους που ήταν ίδιοι δημόσια και ιδιωτικά, δηλαδή όσο πήγαινες κοντά τους έβλεπες αυτό που έβλεπες και από μακριά. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δοτικός, πολύ γενναιόδωρος, που με στήριζε πολύ. Αλλά δε θέλω να μιλήσω προσωπικά.
Ο Μάνος Ελευθερίου και η Λούλα Αναγνωστάκη είχαν μια βαθιά ταπεινότητα, σαν να μην είχαν συναίσθηση του μεγαλείου τους, γιατί είναι άνθρωποι που άλλαξαν και τον στίχο και το θέατρο. Ήταν δύο πρωτοπόροι άλλα είχαν μια ταπεινότητα την οποία δεν την συναντάς πραγματικά στις μέρες μας. Μου άρεσε πάρα πολύ που αγαπούσαν και οι δύο τους περιθωριακούς, του ηττημένους, τους εξαπατημένους, τους ανθρώπους που έχουν υποστεί αυτό που λέμε στις μέρες μας μπούλινγκ.
Είχαν μια αριστερή σκέψη, αριστερή καρδιά αυτό που λείπει στις μέρες μας. Είχαν αλληλεγγύη, μια άλλη ματιά στα πράγματα και μια άλλη πολιτική στάση.
Η παράσταση «Ξένες Πόρτες» θα ανέβει για πέντε παραστάσεις στον Χώρο Ε της Πειραιώς 260 από την Πέμπτη 11 Ιουλίου. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.