5+1 αριστουργήματα του Κουεντίν Ταραντίνο

Βλέποντας κάποιος πρώτη φορά ταινία του Ταραντίνο, η αίσθηση που αναπτύσσει είναι ότι βλέπει μια gore ταινία, δηλαδή αίμα και βία σαν να βγήκαν από κόμικς, όπου αποτελούν μια ξεχωριστή υποκατηγορία των ταινιών τρόμου.

Τι γίνεται όμως όταν το gore ή splatter έχει μια αισθητική και συνοδεύεται από μη-γραμμική (τα γεγονότα παρουσιάζονται εκτός χρονολογικής σειράς) εξέλιξη της πλοκής, σατυρική διάθεση, στοιχεία spaghetti western και νέο-noir ;

Τι γίνεται, όταν ένας σκηνοθέτης εφευρίσκει δική του γλώσσα, χρησιμοποιεί δικές του μάρκες προϊόντων (η μάρκα τσιγάρων «Red Apple, το εστιατόριο με θέμα 50’s, «Jack Rabbit Slim’s, το ταχυφαγείο με θέμα την Χαβάη, «Big Kahuna Burger»);

Δε διστάζει ακόμα να πειράξει τα soundtracks  ροκ επιτυχιών των 60’s και 70’s και να τα μετατρέψει σε Ισπανικές καντρίλιες;

Να προβάλει τον φετιχισμό του με τα δάχτυλα και τις πατούσες (συζήτηση για μασάζ ποδιών των Travolta-Samuel Jackson στο Pulp Fiction) είναι συχνό μοτίβο του Tarantino. Εντάξει, μη βιαστείτε να απαντήσετε, ρητορικές είναι οι ερωτήσεις. Ο Κουεντίν Ταραντίνο έχει δημιουργήσει το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν και είτε τον λατρεύουμε είτε μας σοκάρει, το σίγουρο είναι πως είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που ήρθε για να μείνει.

Reservoir Dogs (1992)
 
Ο Joe, ένα αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος, καλεί 5 εγκληματίες, άσχετους μεταξύ τους, για μια και μόνη δουλεία. Ένα χτύπημα και μετά θα εξαφανιστούν χωρίς να γνωρίζει ο ένας την κατεύθυνση του άλλου. Η ανωνυμία είναι βασικό κομμάτι του σχεδίου- κάνεις δεν ξέρει κανέναν και έτσι κανείς δεν μπορεί να καρφώσει κανέναν. Το σχέδιο μοιάζει τέλειο, μόνο που –όπως λένε και στις ταινίες- το «τέλειο έγκλημα» δεν υπάρχει. Κάποιος στην ομάδα είναι βαλτός και στο τέλος τους καρφώνει όλους.
 
Αρχικά έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό σενάριο ληστείας, όμως για τον Ταραντίνο τίποτα δεν είναι απλό. Η πρώτη ταινία του είναι μια έκρηξη τεστοστερόνης, βίας, και επιθετικότητας. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως είναι μια 100 τις εκατό αρσενική ταινία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη την διάρκεια δεν εκφέρεται ούτε μια λέξη από γυναικείο στόμα και η μοναδική γυναίκα που εμφανίζεται, εκτελείται στη στιγμή. Χμ, Κουεντίν, δε μας τα λες καλά..

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την αγαπημένη του μέθοδο των ετεροχρονισμένων αφηγηματικών σκηνών, που όμως στο μοντάζ γίνεται τόσο εξαιρετική δουλεία που δεν υπάρχει κανένα κενό, αλλά όλα μπαίνουν στη σωστή θέση την σωστή χρονική στιγμή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όλα τα κυρίαρχα στοιχεία της πρώιμης ταραντινικής περιόδου υπάρχουν σε ανεξάντλητες δόσεις στο περί ου ο λόγος φιλμ. Βία σε βαθμό απολαυστικά αποκρουστικό, διάλογοι βγαλμένοι από νουβέλα τρίτης διαλογής που χαράσσονται με μανία στη μνήμη, ένα κλειστοφοβικό και υπόκωφα ζοφερό κλίμα και μια σειρά από κινηματογραφικές αναφορές οριοθετούν το χώρο της ταινίας.

Pulp Fiction (1994)

Βάλτε την Misirlou να παίζει, παραγγείλετε ένα Royale with cheese και ίσως ένα σφηνάκι bourbon και αρχίζουμε…
 
Η ταινία είναι διασταυρούμενες ιστορίες συμμοριτών, ατόμων του υποκόσμου, μικροεγκληματιών και ενός μυστηριώδους χαρτοφύλακα. Ο τίτλος της ταινία αναφέρεται στα περιοδικά pulp και τις hardboiled crime νουβέλες, που ήταν δημοφιλείς στα μέσα του 20ού αιώνα, γνωστά για την εικονογραφημένη βία και τους δυναμικούς διαλόγους.

H πρώτη ανεξάρτητη ταινία που μάζεψε πάνω από $200 εκατομμύρια και εδραίωσε τον Quentin Tarantino ως τον μέγα auteur του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών.
 
Ένα καλτ έργο που έχει λαμπρούς διαλόγους. Ρεαλιστική υπόσταση  στους χαρακτήρες οι οποίοι έχουν δομηθεί έτσι ώστε στην αρχή του φιλμ να φαντάζουν αμιγώς κινηματογραφικοί χωρίς ρίζες στην πραγματικότητα και να εξελίσσονται καθ’ οδόν σε ανθρώπινες φιγούρες με συναισθήματα, κίνητρα και κυρίως φόβους. Όλοι φοβούνται κάτι και σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης ο φόβος αυτός ( για την απόρριψη, την μοναξιά, τον θάνατο, την τιμωρία, τον εξευτελισμό, την απώλεια) είναι ο ουσιαστικός συνδετικός κρίκος όλων των ηρώων. Αυτή λοιπόν η μετάβαση τους από καρικατούρες σε ανθρώπινες προσωπικότητες με βάθος, πάθη, παρελθόν και μέλλον υποβοηθείται από τους επιμελημένα ανέμελους, επιφανειακά αδιάφορους, βαθιά προβοκατόρικους διαλόγους. Εκεί βρίσκετε όλη η ουσία του έργου, στην αλληλεπίδραση των προσώπων. Τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Jackie Brown (1997)
 
Η Jackie Brown (Pam Grier) είναι μια όμορφη 44χρονη αεροσυνοδός σε μια μικρή αεροπορική εταιρεία, η οποία παράλληλα «δουλεύει» για τον έμπορο όπλων Ordell Robbie (Samuel L. Jackson), μεταφέροντάς για λογαριασμό του χρήματα από το Μεξικό. Το FBI, σε μια «μεταφορά» τη συλλαμβάνει και της προτείνει να κατονομάσει τον Robbie και να βοηθήσει στη σύλληψή του, με αντάλλαγμα την ελευθερία της. Ο Robbie, υποψιασμένος γαι τις προθέσεις του FBI και σχεδιάζοντας να βγάλει τη Brown «απ’ τη μέση» πριν ακόμα προλάβει να «μιλήσει», στέλνει τον κατ’ επάγγελμα εγγυητή Max Cherry (Robert Forster), για να βγάλει την Brown απ’τη φυλακή, ο οποίος και την ερωτεύεται.

O Quentin Tarantino διασκεύασε το μυθιστόρημα “Rum Punch” του Elmore Leonard, διαμορφώνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο ειδικά για την Pam Grier, πρωταγωνίστρια – «είδωλο» της δεκαετίας του ’70 σε blaxploitation  ταινίες, δίνοντας έτσι μια νέα ώθηση στην καριέρα της, όπως ακριβώς είχε κάνει και για τον John Travolta στο Pulp Fiction. Πέρα από τη Grier, η οποία ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις του ρόλου της, και τον Samuel L. Jackson, το cast περιλαμβάνει γνωστούς ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους (Bridget Fonda, Robert De Niro, Michael Keaton, Robert Forster). Ο Samuel L. Jackson σίγουρα κλέβει την παράσταση, ενσαρκώνοντας τον πολυμήχανο και αδίστακτο Ordell Robbie, και  τον Robert De Niro (Louis Gara).
 
Η ταινία, αν και σε κάποια σημεία αργή και μεγάλη σε διάρκεια, παρακολουθείται πολύ ευχάριστα. Έξυπνοι διάλογοι, χιουμοριστικά στοιχεία, σκηνές δράσης με πολύ πιστολίδι, καταπληκτικό soundtrack, αλλά και μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας της δεκαετίας του ’70 είναι ό,τι κυριαρχεί τα πρώτα λεπτά. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι, από σκηνοθετική άποψη, η πιο κρίσιμη σκηνή προς το τέλος της ταινίας, όπου βλέπουμε την ίδια σκηνή ειδωμένη με μεγάλη λεπτομέρεια μέσα από το βλέμμα τριών διαφορετικών προσώπων και το καθένα δίνει κι ένα επιπλέον στοιχείο για την εξέλιξη της πλοκής.

Kill Bill (2003-2004)

Η ταινία ακολουθεί ένα χαρακτήρα που αρχικά προσδιορίζεται ως “The Bride” (Νύφη). Είναι ένα πρώην μέλος της ομάδας δολοφόνων που αναζητά εκδίκηση από τους πρώην συναδέλφους της, οι οποίοι έσφαξαν τα μέλη της οικογένειας και τον σύζυγο της στον γάμο της και προσπάθησαν να την σκοτώσουν ρίχνοντας της μια σφαίρα στο κεφάλι, άλλα επιβίωσε και έπεσε σε κώμα. Αποφασίζει να πάρει εκδίκηση και να τους σκοτώσει όλους. Όλους όμως…
 
Καταρχάς, αυτή η ταινία έχει στυλ. Κάνει χρήση της τεχνικής anime (Γιαπωνέζικο animation) για την εξιστόρηση ενός μέρους της ιστορίας, η εναλλαγή από ασπρόμαυρο σε έγχρωμο, η ξιφομαχία σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ή στον παγωμένο κήπο του House Of Blue Leaves δείχνουν ένα ταλέντο του Tarantino για την στυλιζαρισμένη δράση που δεν είχε εκδηλώσει πριν.

Πομπώδεις διάλογοι, εξοργιστικά ζουμ, ποτάμια αίματος, και ανατολίτικη φλυαρία.  Δεν χρειάζεται να αναφερθώ καν στα προφανή, όπως η στολή της Uma (για τους αμύητους, ρίξτε μια ματιά στην βίβλο του είδους Game Of Death, με τον αμίμητο Bruce Lee).

Oι σκηνές μάχης είναι αρκετά βίαιες, με ακρωτηριασμούς και άφθονο αίμα (Πιτσιλιές ακόμα και στην κάμερα! Η χαρά κάθε gore φανατικού!).

Τέλος, ειδική μνεία στο καταπληκτικό soundtrack. Ο Ταραντίνο φανερώνει τις επιρροές του από το Ασιατικό σινεμά και εμείς γουστάρουμε τρελλά!

Inglourious Basterds (2009)
 
Την άνοιξη του 1944, ο υπολοχαγός Άλντο Ρέιν καλείται να στρατολογήσει μια ομάδα οκτώ Εβραιοαμερικανών στρατιωτών για μια αποστολή με στόχο να προκαλέσουν φόβο στο γερμανικό στρατό. Λέει στους στρατιώτες ότι ο καθένας τού χρωστάει 100 κρανία Ναζί. Η πολιτική τους είναι «δεν παίρνουμε αιχμαλώτους» και γίνονται γνωστοί ως οι «Μπάσταρδοι».
 
Ο Ταραντίνο αρχικά ήθελε τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο ρόλο του Χανς Λάντα πριν τελικά αποφασίσει ότι ο ρόλος χρειαζόταν έναν μεγαλύτερο σε ηλικία ηθοποιό. Έτσι ο ρόλος κατέληξε στον Κρίστοφ Βαλτς.
Για το ρόλο της Μπρίτζετ φον Χάμερσμαρκ ο Ταραντίνο συζήτησε με τη Ναστάζια Κίνσκι αλλά δεν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία και ο ρόλος κατέληξε στη Νταιάν  Κρούγκερ.
 
Με προϋπολογισμό 70.000.000 δολάρια, η ταινία έκανε άνοιγμα τριημέρου στην 1η θέση με 38 εκατομμύρια δολάρια. Συνολικά απέφερε 120,5 εκατομμύρια δολάρια στο αμερικανικό box office και 200,9 εκατομμύρια δολάρια στον υπόλοιπο κόσμο. Παγκοσμίως συγκέντρωσε 321,4 εκατομμύρια δολάρια.
 
Ο Ταραντίνο αφιέρωσε μια δεκαετία γράφοντας το σενάριο της ταινίας καθώς όπως είπε και ο ίδιος η ιστορία ενώ γραφόταν συνέχιζε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται. Ο Ταραντίνο έβλεπε το σενάριο ως το απόλυτο αριστούργημά του και έτσι ένιωθε ότι έπρεπε να αποτελεί ότι καλύτερο είχε γράψει ποτέ.
 
Όπως σε όλα τα film του Αμερικανού σκηνοθέτη, σημασία δεν έχει τι γίνεται, αλλά πως γίνεται.

Αν εξαιρέσουμε μια μικρή κοιλιά στο μισό της ταινίας και κάποιες υπερβολές στο φινάλε, το χιούμορ κυριαρχεί στις περισσότερες σκηνές. Οι ερμηνείες είναι εκπληκτικές με τον στάρ Μπράντ Πιτ να προσφέρει γέλιο σε αρκετές σκηνές, τον εκπληκτικό Κριστόφ Βάλτζ να κάνει την ευχάριστη έκπληξη (πανάξια βραβεύτηκε με Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου το 2010) και τον ταλαντούχο Μάικλ Φασπέντερ (Χ-Men: First Class, 300).

Django: Ο Τιμωρός (2012)

Αμερικανικό  γουέστερν, παραγωγής 2012 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Κουέντιν Ταραντίνο. Ο τίτλος και η τοποθεσία της ταινίας είναι εμπνευσμένα από το σπαγγέτι γουέστερν Django: Ο Τρομοκράτης του Πάσο-Ντόμπλε (Django, 1966).
 
Το 1858, αρκετοί σκλάβοι μεταφέρονται στο Τέξας από τους αδερφούς Σπεκ. Μέσα στους σκλάβους είναι και Τζάνγκο, ο οποίος πουλήθηκε χωριστά από τη σύζυγό του, τη Μπρουμχίλντα. Τα αδέρφια Σπεκ έρχονται αντιμέτωποι με τον Δόκτωρ Κινγκ Σουλτζ, έναν Γερμανό μετανάστη, πρώην οδοντίατρος και πλέον κυνηγός επικηρυγμένων. Ο Σουλτζ παίρνει μαζί του τον Τζάνγκο και σκοτώνει έναν από τους αδερφούς Σπεκ, αφήνοντας τους άλλους να σκοτωθούν από τους ελεύθερους πια σκλάβους. Όμως δε σταματάνε εκεί..
 
Πειραματισμός πάνω σ’ ένα ακόμα αγαπημένο του cult κινηματογραφικό είδος, αυτό του σπαγγέτι γουέστερν. Φόρος τιμής στους δύο Σέρτζιο, Λεόνε και Κορμπούτσι (σκηνοθέτη του αυθεντικού «Django»). Καυστικό σχόλιο για τα θεμέλια της αμερικανικής ιστορίας, ενός ολοκαυτώματος που δεν συζητούν πια ποτέ.  Καθαρόαιμη ταινία εκδίκησης και μαύρου, κατάμαυρου, χιούμορ και σάουντρακ.
 
Ο Ταραντίνο παίζει με τα όπλα, λέει στους ηθοποιούς του να «φτύνουν» στην κυριολεξία τις γρήγορες ατάκες τους, ανοίγει το φακό σε σινεμασκόπ τοπία ( όπως η επίθεση της Κου Κλουξ Κλαν)  κάνει χωροχρονικά άλματα στο χρόνο, ασχολείται με τα 3,5 εκατομμύρια σκλάβων, στο αίμα των οποίων χτίστηκε η γη της απαγγελίας – αν δεν άφηνε απ΄έξω και τους γηγενείς Ινδιάνους θα ήταν καλύτερα.