Αφιέρωμα / Τα «Φτηνά τσιγάρα» σαν ποίημα του Εμπειρίκου

– To δικό σου όνειρο;
– Για απόψε είσαι εσύ.

(Για σένα και γι’ απόψε, Μέγας Ανατολικός. Όπου, ο Μέγας Ανατολικός, ήταν τολμηρό, έτσι; Είναι ριψοκίνδυνη ατάκα. Εκείνη την ώρα, ουσιαστικά, της λες: Θα σε πηδήξω, αλλά μόνο για απόψε).  Ρ. Χαραλαμπίδης

Πριν 20 χρόνια, ο Ρένος  Χαραλαμπίδης, επέλεξε να αποχαιρετήσει τον αιώνα της ενηλικίωσης  μας, φτιάχνοντας μια τρυφερή ταινία, που μιλούσε για τον Νίκο, την Σοφία, την νυχτερινή Αθήνα και πολλά… φτηνά τσιγάρα.

Με αφορμή το αφιέρωμα του Oneman.gr Φτηνά Τσιγάρα: 20 Καλοκαίρια Μετά, που προβλήθηκε στις 22 Ιουλίου και την συνέντευξη που έδωσε ο Ρένος Χαραλαμπίδης στην Ναστάζια Καπέλλα, νοσταλγήσαμε μια βόλτα στην νυχτερινή Αθήνα. Και ποια καλύτερη συντροφιά να επιλέγαμε από ένα φιλί που δεν δόθηκε ποτέ, ως φόρος τιμής σε όλα τα φιλιά που δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο τους!

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν βγήκε η ταινία στον κινηματογράφο ήμουν είκοσι χρονών. Τότε σνομπάραμε τις ελληνικές ταινίες (δυστυχώς κάποιοι ακόμη), και δύσκολα πηγαίναμε να τις δούμε. Όταν είσαι είκοσι όμως έχεις και χρόνο και ευτυχώς όχι ανάγκη από λόγους για να κάνεις κάτι.

Όποιος έχει μείνει στην πόλη τον Αύγουστο και έχει κάνει βόλτα στην νυχτερινή Αθήνα, είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει τον εαυτό του στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή.

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο, μαζί με τον Γιώργο Μπάκολα, μιας ιστορίας που υμνεί έναν αναπάντεχο έρωτα, που αλίμονο, δε πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Όχι γιατί δεν το ήθελαν ο Νίκος (Ρένος Χαραλαμπίδης) και η Σοφία (Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους), αλλά γιατί ο έρωτας δεν δικαιώνεται σε αυτά που γίνονται, αλλά σε αυτά που δεν πρόφτασαν. Για αυτό είναι και τόσο δύσκολο να κρατηθεί.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια αναπάντεχη συνάντηση, λίγο κινηματογραφική, δυο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων που ήταν γραφτό τους να συναντηθούν και να είναι βράδυ Αυγούστου σε μια πόλη που κρυφοκοιτάζει.

Εκείνος μποέμ και αθεράπευτα ρομαντικός, εκ πεποιθήσεως εργένης και επίμονα νοσταλγός μιας άλλης εποχής. Εκείνη δυναμική, γεμάτη ζωή και με ένα σύγχρονο τρόπο προσέγγισης του έρωτα και των ανθρώπων. Θα μπορέσουν αυτοί οι δύο διαφορετικοί άνθρωποι να μοιραστούν μια ιστορία αγάπης ή έστω μια νύχτα…

Η ταινία, πέρα από έναν ρομαντισμό ο οποίος ποτέ δεν αποκτά διαστάσεις μελό, διακρίνεται και από άφθονο χιούμορ. Εκτός των δύο πρωταγωνιστών, στη δημιουργία της όλης ατμόσφαιρας συμβάλλουν πολλοί καλοί ηθοποιοί, όπως ο Παναγιωτίδης, ο Τσάκωνας, ο Βακούσης, ο Σπυριδάκης, ο Ιατρόπουλος, η Πεφάνη.

Περισσότερο τύποι ανθρώπων, παρά χαρακτήρες. Άνθρωποι που συναντάμε καθημερινά και μας είναι τόσο άγνωστοι μα και τόσο οικείοι.

Με ξεκάθαρες επιρροές από τον Τζιμ Τζάρμους, τον ιδανικό εκφραστή του ανεξάρτητου Αμερικάνικου σινεμά, όπου ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό και κύριους χρηματοδότες τους ίδιους δημιουργούς, μετατρέπουν ένα απλό σενάριο σε υψηλή τέχνη.

Αυτό έκανε και ο Χαραλαμπίδης, πήρε μια απλή ιστορία, που όλοι θα μπορούσαμε να βρούμε τους εαυτούς μας σε αυτήν, την τοποθέτησε στην δική μας πόλη και το σημαντικότερο; Χρονικά μιλάει για το τώρα. Ούτε πριν, ούτε μετά, το τώρα. Και είναι τόσο μαγικό το παρόν που κάθε φορά και όποια φορά δει κάποιος την ταινία θα την θέτει στο ίδιο σημείο εκκίνησης, στο τώρα. Με έναν έντονο υπερβατικό μινιμαλισμό και επιρροές από Γαλλικό νεορεαλισμό. Μια έρημη Αθήνα, που σε παράλληλους χρόνους συνέβαιναν όλα όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα. Κόσμος, καφέ για αυτούς που ξενυχτούν, κίτρινο φως και δυο άνθρωποι άγνωστοι να  μετράνε τις δυνάμεις τους μπροστά στο άγνωστο που ξεδιάντροπα τους κλείνει το μάτι.

Η πρώτη σκέψη που γεννιέται τελειώνοντας η ταινία είναι, μα καλά είναι τόσο όμορφη η Αθήνα; Ή απλά στήθηκε για τις ανάγκες του film; Κι όμως, είναι τόσο όμορφη. Δεν την αλλάζει η ποιητική προσέγγιση του σκηνοθέτη, αλλά η δική μας οπτική και τοποθέτηση απέναντι σε αυτήν. Όπως και ο έρωτας; Μπορεί να υπάρξει έρωτας; Αβέβαιος, αναπάντεχος και διόλου συμβιβασμένος μέσα στις επιταγές της στοχευμένης  μας ζωής; Μα πως αλλιώς μπορεί να υπάρξει, αν όχι ολοκληρωτικά και αναπάντεχα αναίτιος. Ένας “moody film” έρωτα που φλερτάρει με ένα φιλί. Ένα φιλί που δε δόθηκε για να μείνει στην μνήμη ως μια στιγμή που δε δαμάστηκε. Έτσι κι αλλιώς, ο Νίκος συστήνεται στην Σοφία ως συλλέκτης στιγμών. Ένας ρομαντικός αδέξιος που περνάει τη ζωή του σε ένα καφέ, στο διαμέρισμα ενός φίλου του, μια υπόγεια διάβαση και καταστάσεις που θυμίζουν μπουρλέσκ κωμωδία.

Σαν ποίημα του Εμπειρίκου, ίσως του κύριου εκφραστή του σουρεαλισμού στην ελληνική ποίηση, που ζει και εξελίσσεται  μέσα στους δρόμους και τα καφέ.

Ο τρόπος ζωής του ήρωα, που καταφέρνει να γοητεύσει την Σοφία, είναι η θέληση του σε οποιαδήποτε στιγμή, οποιοδήποτε περιβάλλον να παραμένει ευτυχισμένος και αισιόδοξος. Όχι με μια χαζοχαρούμενη προσέγγιση, αλλά με μια στάση ζωής που επιμένει  σε μια αισιοδοξία τόσο απαραίτητη.

Συνωμότες σε όλο αυτό είναι   η μουσική της ταινίας, η οποία ανήκει στο συνθέτη Παναγιώτη Καλατζόπουλο και φυσικά η φωνή της Έλλης Πασπαλά, στα τραγούδια Λευκό μου Γιασεμί και Το Δάκρυ.

Αυτή η ταινία δε μιλάει για ένα συγκεκριμένο ζευγάρι. Όσοι έχετε δει την ταινία θα έχετε παρατηρήσει πως το όνομα του αφηγητή δεν αναφέρεται ποτέ μέσα στην ταινία και το όνομα της κοπέλας ελάχιστα. Απλά έπρεπε να δοθούν δύο ονόματα. Και όχι  σπάνια και επιτηδευμένα, αλλά τόσο συνηθισμένα, γιατί ο Νίκος και η Σοφία είμαστε εμείς. Εμείς που αγνοήσαμε μια αυγουστιάτικη νύχτα τον ίδιο τον έρωτα και προσπεράσαμε την ίδια μας την επιθυμία και για αυτό κάθε φορά που βλέπουμε τα Φτηνά Τσιγάρα, νιώθουμε λίγο μια γλυκιά θλίψη για όλα αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε, μα ακόμα προσμένουμε..