Επτά από τις πιο σπουδαίες ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση του μεγάλου υπερρεαλιστή Σουηδού σκηνοθέτη (14/7/1918 – 30/7/2007), θα θυμηθούμε επτά αριστουργήματα του, που αποτελούν σταθμούς της έβδομης τέχνης.

Έβδομη σφραγίδα (1957)  Η ταινία που έκανε τον Μπέργκμαν διάσημο διεθνώς μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Καννών του 1957, όπου απέσπασε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, είναι μια ποιητική αλληγορία με φόντο τη μεσαιωνική Σουηδία του 14ου αιώνα, η οποία αφανίζεται από την πανούκλα, ενώ κυριαρχεί ο σκοταδισμός και η δεισιδαιμονία. Η ιστορία, η οποία βασίζεται στο θεατρικό έργο του Μπέργκμαν «Ζωγραφιά πάνω σε ξύλο» που έγραψε το 1954 και ανέβασε στο Μάλμε, ξεκινάει με την επιστροφή του Ιππότη Αντώνιους Μπλοκ στην πατρίδα έπειτα από εννέα χρόνια στις Σταυροφορίες. Τον συνοδεύει ο ιπποκόμος του, Γιονς. Ο Μπλοκ, τον οποίο υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοφ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, συναντάει δίπλα στη θάλασσα τον Θάνατο που έρχεται να τον παραλάβει κι εκείνος του προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι −αν κερδίσει, ο Θάνατος θα τον αφήσει ήσυχο.

Ο Μπέργκμαρ θέτει καίρια ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, τη σημασία της ζωής, τον θάνατο. Πρόκειται για ερωτήματα που επανέρχονται σε κάθε βήμα της πορείας του και που ο ίδιος θέτει με κάθε ευκαιρία σε όλη την ταινία. Ο Μπέργκμαν βασίζει τον τίτλο στο Βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ έχει επηρεαστεί από το «Ταξίδι στη Δαμασκό» του Στρίντμπεργκ, από τους κλόουν του Πικάσο και από μια ζωγραφιά του 1489 του Αλμπέρτους Πίκτορ που εντόπισε σε εκκλησία έξω από τη Στοκχόλμη, η οποία απεικονίζει έναν ιππότη να παίζει σκάκι με έναν σκελετό. Η πιο διάσημη εικόνα της ταινίας, πάντως, δεν είναι άλλη από τον χορό του θανάτου, λίγο πριν από το τέλος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άγριες φράουλες (1957) Ο 78χρονος γιατρός Ισαάκ Μποργκ, τον οποίο ερμηνεύει ο Βίκτορ Σγιόστρομ, ο σημαντικότερος σκηνοθέτης βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Μπέργκμαν θεωρούσε μέντορά του, ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Ίνγκριντ Τούλιν, η οποία δεν τρέφει και τα ευγενέστερα των συναισθημάτων για τον εγωπαθή, τσιγκούνη και ιδιότροπο πεθερό της, και θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του ηλικιωμένου επιστήμονα. Η ταινία ξεκινάει με έναν εφιάλτη του Μποργκ, που εξελίσσεται με φόντο την παλιά πόλη της Στοκχόλμης στην οποία περιδιαβαίνει ο ίδιος, ώσπου παρατηρεί ένα μεγάλο ρολόι χωρίς δείχτες. Κάποια στιγμή βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή, κατά την οποία ένα φέρετρο πέφτει από την άμαξα που το μετέφερε. Όταν πλησιάζει, βλέπει να προεξέχει από το φέρετρο ένα χέρι που τον αρπάζει, ενώ σταδιακά αποκαλύπτεται πως ο νεκρός είναι ο ίδιος.

Σε αυτήν την ταινία ο σκηνοθέτης κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Λίγο πριν το οριστικό τέλος, η εσωτερική πάλη ενός ανθρώπου που αναπολεί την ίδια του τη ζωή και επαναπροσδιορίζει τις επιλογές του. Η ταινία κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερο Σεναρίου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη (1961) Περιτριγυρισμένη από τον σύζυγό, τον πατέρα και τον αδελφό της, η Κάριν περνά τις καλοκαιρινές της διακοπές προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα της, ενώ εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στο σύμπαν της σχιζοφρένειας. Ο κάθε ήρωας στη ταινία υποφέρει με τον τρόπο του, ο καθένας νιώθει μέσα του μια απέραντη μοναξιά: η Κάριν ταλαιπωρείται λόγω της ανίατης αρρώστιας της, που καταστρέφει την προσωπικότητά της, ο σύζυγός της – λόγω της απελπισμένης αγάπης του προς αυτή και της αδυναμίας του να την βοηθήσει. Ο μικρός της αδερφός – γιατί νιώθει την ανάγκη και ταυτόχρονα δυσκολία να βρει τρόπο να επικοινωνήσει με το πατέρα τους, και, τέλος ο πατέρας – επειδή συνειδητοποιεί την αδιαφορία και απόσταση που τον χωρίζουν από τους αγαπημένους ανθρώπους. Σ’ αυτή τη περίπτωση το μοναδικό στήριγμα, μοναδική λύση μπορεί να αποτελέσει μόνο η αγάπη.

Ο Bergman απομονώνεται στο νησί Fore αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει μια και καλή το “πρόβλημα” του Θεού. Αρχίζει μια βαθιά κατάβαση μέσα στην ανθρώπινη ψυχή η και οποία ολοκληρώνεται πέντε χρόνια αργότερα με το Persona το οποίο και κορυφώνει ουσιαστικά την καλλιτεχνική του πορεία. Στην διάρκεια της πορείας αυτής η ματιά του αλλάζει και ο κατακόρυφος κινηματογράφος της μεταφυσικής αναζήτησης, μετασχηματίζεται σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει ταινίες δωματίου. Με τον όρο αυτό αναφέρεται σε ένα λιτό σκηνοθετικό ύφος το οποίο και επιτρέπει την εμβάθυνση στις πιο κρυφές και λεπτές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού. Η κάμερα κινείται ελάχιστα, επιλέγεται η εκτενής χρήση του εσωτερικού μοντάζ στο κάδρο και κυριαρχεί το γκρο πλάν. Έντονα στοιχεία χορογραφίας στις κινήσεις και κάδρα με βάθος πεδίου ολοκληρώνουν την αίσθηση της μουσικότητας και θεατρικότητας στο ύφος. Το ντεκόρ είναι γυμνό και αυστηρό ώστε απερίσπαστα η ματιά να επικεντρώνει στους λίγους χαρακτήρες.

Persona (1966) αριστουργηματική ταινία του Μπέργκμαν που μαζί με το «Κραυγές και Ψίθυροι» μαρτυρούν το ίδιο το μεγαλείο του συγραφέα. Είναι, δε, η μόνη ταινία στην οποία έσπασε τη φόρμα και η κινηματογράφηση υπερέβη τη συμβατική γραφή που κατά κανόνα ακολουθούσε. Στην «Persona», παράλληλα με το κυρίως στόρι, ο θεατής γίνεται μάρτυρας και της διαδικασίας γυρίσματος μιας ταινίας. Η ιστορία έχει να κάνει με την Ελίζαμπεθ, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση ψυχολογικού σοκ αφωνίας, ζώντας στη σιωπή και στην απομόνωση σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Παρακολουθεί στην τηλεόραση τη διάσημη σκηνή αυτοπυρπόλησης βουδιστή μοναχού κι αυτό την ταράζει ακόμα περισσότερο. Η Άλμα, μια νεαρή νοσοκόμα που της μοιάζει φυσιογνωμικά, έχει αναλάβει να την προσέχει. Η Ελίζαμπεθ δεν βγάζει άχνα, η Άλμα δεν σταματάει να μιλάει. Στην ουσία είναι η αλληλοσυμπλήρωση η μία της άλλης. Η νεαρή νοσοκόμα περιγράφει στην Ελίζαμπεθ ένα ερωτικό τρίο που είχε συμμετάσχει. Είναι τόσο άμεση η περιγραφή που παρά το αρχικό σοκ της πρωταγωνίστριας, στην πορεία της αφήγησης βλέπουμε πόσο αρχίζει να μπαίνει μέσα στη φαντασίωση. Η πράξη συνεχίζεται όταν ο σύζυγος της πρώτης, κάνει έρωτα στην Άλμα, νομίζοντας πως είναι η γυναίκα του. Οι δυο γυναίκες πια είναι μία. Δύο λεηλατημένα πρόσωπα που στην τελευταία σκηνή δεν ξεχωρίζουν η μία από την άλλη. Με την «Persona» ο Μπέργκμαν ανατέμνει τη γυναικεία ψυχοσύνθεση όσο κανείς άλλος, ενώ παράλληλα θέτει τα μεγάλα θέματα της βίας και του θανάτου. Στην Ελλάδα παίχτηκε αρχικά με τον τίτλο «Έρωτες χωρίς φραγμούς».

Η Ντροπή (Skammen, 1968) Ένα ζευγάρι μουσικών, κάτοικοι ενός ήσυχου νησιού, παραμένει αμέτοχο στις βίαιες εξελίξεις ενός απροσδιόριστου πολέμου που μαίνεται στον έξω κόσμο. Όταν όμως ο πόλεμος χτυπήσει κάποια στιγμή την πόρτα του αγροκτήματός τους, θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση αντιμετωπίζοντας διλήμματα που θα αλλάζουν  για πάντα τον τρόπο που ο ένας βλέπει τον άλλο και την ίδια τους τη ζωή.

 Το φιλμ αναγνωρίστηκε, καθυστερημένα, ως ένα από τα κορυφαία του Σουηδού σκηνοθέτη. Αντιπολεμική δήλωση τρομερής δύναμης, ερμηνευμένη ανυπέρβλητα από τους Σίντοφ και Ούλμαν, η «Ντροπή» αποτελεί μια ηθική παραβολή μεγάλης υπαρξιακής αγωνίας και αξέχαστων σκηνών, την οποία οφείλει να ανακαλύψει, επιτέλους, μια ευρύτερη μερίδα θεατών.

Κραυγές και ψίθυροι (1972) Το έργο που θυμίζει τις Τρεις αδερφές του Τσέχωφ, πραγματεύεται με χειρουργική λεπτότητα την γυναικεία ψυχοσύνθεση. Τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των αδελφών, που στην πορεία θα διαψευστούν και θα μετατραπούν σε απωθημένα και μίση. Όταν αρρωσταίνει η μία εκ των τριών αδερφών, οι άλλες δύο κάνουν το χρέος τους στην ανύπαντρη αδερφή τους. Εκεί αποκαλύπτεται όλη η παθογένεια της καθωσπρέπει οικογένειας. Η σύγκρουση που θα ακολουθήσει είναι αναπόφευκτη. Κι έτσι, αυτή την καίρια στιγμή, αποδεικνύεται ότι το σπίτι κρύβει κραυγές και ψίθυρους, υποκρισίες και ψέματα. η Λιβ Ούλμαν, η Χάριετ Άντερσον, η Ίγκριντ Τούλιν και ο Έρλαντ Γιόζεφσον, δίνοντας συνταρακτικές ερμηνείες.

Φάννυ και Αλέξανδρος (1982) Ο Μπέργκμαν αποφασίζει να ξορκίσει τους δαίμονες του με αυτήν την ταινία. Τα πολύ δύσκολα παιδικά του χρόνια με τους πολύ αυστηρούς καθολικούς γονείς του και τα βασανιστήρια που βίωνε τον οδήγησαν σε αυτό το κινηματογραφικό διαμαντάκι.

Παρακολουθούμε τη ζωή μιας πολυμελούς, θεατρικής φαμίλιας, τρομερά ευκατάστατης. Οι θεατρίνοι γονείς του Αλέξανδρου και της Φάννυ, ο Όσκαρ και η Έμιλυ, την οποία παίζει η πανέμορφη Εύα Φρέλινγκ, είναι άνθρωποι προοδευτικοί, ελαστικοί, ευτυχισμένοι, και ο βίος που διάγουν στο πατρικό αρχοντικό είναι πέρα για πέρα μια joie de vivre, μια ατέλειωτη γιορτή. Όλα τα μέλη της οικογένειας των Έκνταλ έχουν μια ιδιότητα για την οποία ξεχωρίζουν και τα δυο παιδιά παίρνουν μεγάλη αγάπη απ’ όλους, όπως και υπέροχα δώρα, σαν τη laterna magika που παίρνει ο Αλέξανδρος τα Χριστούγεννα. Η μορφή της γιαγιάς, την οποία υποδύεται η σπουδαία ηθοποιός Γκουν Βέλγκρεν, κυριαρχεί και αποτελεί την προσωποποίηση της τρυφερότητας, της σοφίας και της σύνεσης. Η ζωή κυλά εκπληκτικά μέχρι που ο πατέρας πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο και τα δύο παιδιά μένουν ορφανά. Η μητέρα τους αποδέχεται την πρόταση γάμου του χήρου Επισκόπου, χωρίς να ξέρει ότι έτσι η ζωή τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών της θα αλλάξει δραματικά. Ο Επίσκοπος έχει διαφορετικές αρχές από την οικογένεια Έκνταλ και αυτό ταράζει τη ζωή και την ψυχική ηρεμία του Αλέξανδρου, με τον οποίο οι συγκρούσεις είναι συνεχείς, της Φάννυ αλλά και της μητέρα τους, η οποία περιέρχεται σε απόγνωση και προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της από την παράνοια.

Η ταινία έγινε διεθνής επιτυχία, χαρίζοντας στον Μπέργκμαν τέσσερα  Όσκαρ: σκηνογραφίας, ενδυματολογίας, καλύτερης φωτογραφίας για τον Σβεν Νίκβιστ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.