Η μούσα του Almodovar στην ταινία της Amanda Sthers

16 Αυγούστου στους κινηματογράφους από τη Feelgood

Σενάριο: Amanda Sthers, Matthew Robbins
Σκηνοθεσία: Amanda Sthers
Παίζουν: Toni Collette, Harvey Keitel, Rossy de Palma, Michael Smiley, Tom Hughes
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Regis Blondeau
Κοστούμια: Charlotte Betaillole
Σκηνικά: Herald Najar
Μοντάζ: Nicolas Chaudeurge
Μουσική: Matthieu Gonet
Διάρκεια: 91’
Με την υποστήριξη του προγράμματος CREATIVE EUROPE MEDIA

Αταξίες για κυρίως πιάτο

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η μούσα του Almodovar με την καθηλωτική φυσιογνωμία, Rossy de Palma (Γυναίκες στα πρόθυρα Νευρικής Κρίσης), κλέβει την παράσταση ως καμαριέρα-μοντέρνα Σταχτοπούτα σε μία διασκεδαστική κωμωδία ηθών με κοσμοπολίτικο αέρα. Ένα εντυπωσιακό διεθνές καστ πλαισιώνει την Ισπανίδα πρωταγωνίστρια με συμμετοχές του σπουδαίου Αμερικανού Harvey Keitel (Ξενοδοχείο Grand Budapest), της διακεκριμένης Αυστραλής Toni Collete (6η Αίσθηση) και του απολαυστικού Ιρλανδού Michael Smiley (Kill List), ενώ το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει η Γαλλίδα Amanda Sthers. Η ταινία διαδραματίζεται με φόντο το πάντα κομψό και ρομαντικό Παρίσι και χάρη στις άψογες ερμηνείες της και τα αιχμηρά αστεία ματιά της σε ζητήματα καρδιάς, αλλά και κοινωνικής ανισότητας, προσφέρει άφθονο γέλιο και ευκαιρία για φιλοσοφημένη ονειροπόληση, με τον μοναδικό τρόπο των Γάλλων.

Σύνοψη: Η Anne (Toni Collete) και ο Bob (Harvey Keitel) είναι ένα ευκατάστατο ζευγάρι Αμερικάνων με πολλές διασυνδέσεις, που για να δώσει εκ νέου σπίθα στον έγγαμο βίο, μετακομίζει σε μια έπαυλη στο Παρίσι. Ενώ γίνονται οι προετοιμασίες ενός πολυτελούς δείπνου με εκλεπτυσμένους, κοσμοπολίτες προσκεκλημένους, η οικοδέσποινα ανακαλύπτει ότι οι παρευρισκόμενοι θα είναι 13. Σε πανικό, η Anne πιέζει την πιστή της οικιακή βοηθό Maria (Rossy de Palma) να μεταμφιεστεί σε μία μυστηριώδη Ισπανίδα αριστοκράτισσα για να αποφύγει τον γρουσούζικο αριθμό. Αλλά το άφθονο κρασί και η χαριτωμένη κουβέντα φέρνουν κατά λάθος τη Maria κοντά σε έναν γόη Βρετανό έμπορο έργων τέχνης (Michael Smiley). Ένα ρομάντζο γεννιέται και η Anne θα αναγκαστεί να κυνηγήσει την οικιακή βοηθό σε όλο το Παρίσι, με σκοπό να δώσει ένα τέλος σ΄ αυτή την απρόσμενη και χαρούμενη ιστορία αγάπης.

Τα δύο βασικά υλικά της συνταγής

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν την ρωτούν για την προέλευση της ιστορίας, η Amanda Sthers παίρνει λίγο χρόνο για να σκεφτεί. «Πάντα μου παίρνει λίγο χρόνο για να καταλάβω από πού ξεκινάει κάτι. Έψαξα πώς προέκυψε η ταινία σε μία συνεδρία με τον ψυχαναλυτή μου. Στη ζωή, καμιά φορά νιώθεις ότι δεν είσαι στο σωστό μέρος, ότι δεν ταιριάζεις ακριβώς στο κόσμο που ζεις. Με άλλα λόγια, νιώθεις σαν απατεώνας. Το ένιωσα αυτό έντονα όταν ήμουν παιδί. Ο πατέρας μου είχε μόλις παντρευτεί για δεύτερη φορά μία γυναίκα πολύ πιο πλούσια από εκείνον. Ξαφνικά, από τις διακοπές με τους παππούδες βρέθηκα σε ένα τελείως διαφορετικό κλίμα. Όλη μου η ζωή ήταν αφιερωμένη στο διάβασμα, με σκοπό να βελτιώσω τον εαυτό μου και να γίνω πιο έξυπνη. Και ξαφνικά, βρέθηκα σε έναν κόσμο κενό, όπου κυριαρχούσε το χρήμα. Στα δείπνα αυτά, ένιωθα ότι είμαι η υπηρέτρια. Οπότε μπορεί ο χαρακτήρας της Μαρίας, που υποδύεται η Rossy de Palma, να είναι μία εκδοχή της εφηβείας μου».

Τι κάνει έναν δημιουργό να αποφασίσει ότι το επόμενο έργο θα είναι μια ταινία και όχι ένα θεατρικό ή ένα μυθιστόρημα; Για την Amanda Sthers μία καλή ιστορία είναι μια καλή ιστορία. «Αλλά καμιά φορά, τα μυθιστορήματα πραγματεύονται αφηρημένες ιδέες. Μερικές από αυτές που έχω γράψει δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στο πανί. Η Κυρία από Τύχη θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα ή ταινία, θα μπορούσε να είναι δράμα ή κωμωδία. Τα δάκρυα μπορούν κάλλιστα να κυλήσουν, όταν κάποιος γελάει, ή το αντίστροφο. Αυτό μου αρέσει στο ιταλικό σινεμά».

Η Rossy de Palma, η μαγνητική Ισπανίδα ηθοποιός που έγινε διάσημη στις πρώτες ταινίες του Almodovar και έχει γίνει η μούσα του Jean-Paul Gaultier, έδωσε πολλά στον χαρακτήρα της Maria. «Είναι μία πολύ θετική γυναίκα με δυνατή προσωπικότητα. Δεν νιώθει κατώτερη γιατί πρέπει να καθαρίσει αυτά που οι άλλοι λερώνουν. Είναι μια υπηρέτρια και είναι περήφανη για αυτό. Ένας απλός, φυσιολογικός άνθρωπος. Μοιράζομαι πολλά μαζί της, τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε τη ζωή, μία περιέργεια για τους άλλους. Κάτι παιδικό, την επιθυμία να μη χάσει το μικρό κορίτσι που ζει μέσα της. Η Maria είναι κοντά σε αυτό το μικρό κορίτσι κι εγώ, όσο μεγαλώνω, έρχομαι πιο κοντά του. Είναι μια μοντέρνα Σταχτοπούτα, ένα πολύ ρομαντικό άτομο που πιστεύει στα παραμύθια. Πιστεύω επίσης ότι μπορούμε να βάλουμε μαγεία στις ζωές μας. Άλλαξα τη φωνή μου για να υποδυθώ τη Maria. Την τοποθέτησα πιο ψηλά, την έκανα πιο οξεία, για να την κάνω πιο αθώα. Από τη στιγμή που είναι πιο εύθραυστη, ελέγχει τον εαυτό της πιο καλά απ’ ό,τι εγώ».

Οι συνδαιτυμόνες

Πλάι στη Rossy de Palma, η Amanda Sthers συγκέντρωσε ένα λαμπερό καστ. Η Anne και ο Bob, ένα πλούσιο ζευγάρι Αμερικανών, ζωντανεύουν στο πανί από την Toni Colette και τον Harvey Keitel. Η Colette ήταν υποψήφια για Όσκαρ στην Έκτη Αίσθηση και κέρδισε Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην τηλεοπτική σειρά United States of Tara. «Όταν πήρα το σενάριο για την ταινία, έκανα γύρισμα στο Τορόντο και σκεφτόμουν ότι είχε περάσει καιρός από τότε που είχα πάει στο Παρίσι για τελευταία φορά», θυμάται. «Η πρόταση για τον ρόλο ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Όταν διάβασα το σενάριο της Amanda ένιωσα συνεπαρμένη. Μου αρέσει το ύφος του, είναι φοβερά γραμμένο. Η Anne είναι πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, ίσως η πιο ναρκισσιστική γυναίκα που μου έχουν ζητήσει να παίξω. Ζει σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ελέγξει όσο γίνεται. Μετά, υπάρχει η ομορφιά της Maria με την απίστευτη όρεξη για ζωή, την άνεση με την οποία συνδέεται με τους άλλους, σε αντίθεση με την Anne».

Η καριέρα του Harvey Keitel είναι θρυλική. Έχει υποστηρίξει τα πρώτα βήματα του Martin Scorsese και του Quentin Tarantino και έχει δεχθεί τις σκηνοθετικές οδηγίες της Jane Campion, του Wes Anderson και πιο πρόσφατα του Paolo Sorrentino. «Το σενάριο είναι καλογραμμένο, πνευματώδες και έχει βαθιούς διαλόγους», λέει ο ηθοποιός. «Με άλλα λόγια, έχει ό,τι θέλεις από ένα σενάριο! Παίζω έναν άντρα του οποίου η οικογένεια έχει κάνει περιουσία από κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και από εμπόριο τέχνης. Για κάποιον που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, όπως εγώ, ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι επιμορφωτικός. Έπρεπε να συγκρατούμαι από το να βρίζω! Με τη γυναίκα του προσπαθούν να σώσουν τον γάμο τους. Πάντα μαθαίνεις κάτι όταν αντιμετωπίζεις τέτοιες καταστάσεις».
Ο Ιρλανδός ηθοποιός και κωμικός Michael Smiley, που έπαιξε στο The Lobster και το Rogue One, παίζει τον David Morgan, έναν έμπορο τέχνης που θέλει να διαπραγματευτεί την πώληση ενός Caravaggio, αλλά που τελικά μαγεύεται από ένα άλλο αριστούργημα: τη Maria, την υπηρέτρια, της οποίας δεν γνωρίζει την πραγματική ταυτότητα. «Ο David ήθελε πάντα να γίνει καλλιτέχνης. Κατέληξε να είναι έμπορος τέχνης. Ως λάτρης της τέχνης, καταλαβαίνω πώς μαγεύτηκε από την παρουσία της Maria, και ότι είδε πάνω της μία ομορφιά πιο μοναδική από τα μοντέλα».

Ο Michael επαινεί τον τρόπο που σκηνοθετεί τους ηθοποιούς η Amanda. «Η Amanda ήταν πολύ κοντά μας. Μας κατηύθυνε με ένα απαλό αλλά σίγουρο χέρι. Είναι η απόδειξη ότι μπορείς να σκηνοθετήσεις κάποιον με ηρεμία. Για μερικούς, η ευγένεια είναι αδυναμία, αλλά όχι για την Amanda. Αυτό μου ταίριαξε. Στο σχολείο, όσο πιο ευγενικός ήταν ο δάσκαλος, τόσα περισσότερα μάθαινα». Ο Harvey Keitel συμφωνεί: «Η Amanda είναι το είδος του σκηνοθέτη που θέλω σε κάθε ταινία. Καταλαβαίνει τι θέλουν οι ηθοποιοί. Ξέρεις τι θέλει, αλλά το παίρνει ευγενικά».

Όλοι υπογραμμίζουν τη χημεία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους ηθοποιούς, που προέρχονταν από διαφορετικά περιβάλλοντα. «Ήταν μία φοβερή ομάδα» λέει ο Keitel. «Η Rossy είναι Ισπανίδα, ο Toni είναι Αυστραλός, έχω ταξιδέψει στον κόσμο, αλλά πάντα βρίσκαμε κοινές συνιστάμενες». Η Toni Colette συμφωνεί: «Ο Harvey είναι πολύ γλυκός, ο πιο ευαίσθητος σύντροφος. Από μακριά, μπορεί να μοιάσει ακόμα και τρομαχτικός, αλλά όταν παίζεις μαζί του, είναι πολύ θερμός. Αναζητά τη σωστή ενέργεια, είναι πολύ ευδιάθετος». Μία γνήσια φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Michael Smiley και τη Rossy de Palma, που φαίνεται στις σκηνές που παίζουν μαζί. «Η Rossy έχει κάτι πολύ ξεχωριστό, μια απίστευτη παρουσία. Ο πατέρας μου έλεγε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αφήνουν το σημάδι τους μόλις μπαίνουν σε έναν χώρο. Η Rossy είναι έτσι. Είναι δυνατή, αστεία και έχει μία φοβερή ικανότητα να αυτοσχεδιάζει. Αντιμετωπίζει τους πάντες ως ίσους. Ταιριάξαμε πολύ. Μου αρέσουν οι δυνατές γυναίκες, ίσως γιατί κατάγομαι από τη Βόρειο Ιρλανδία, που είναι μητριαρχική κοινωνία. Η μητέρα μου ήταν από το Μπέλφαστ και ήταν αλύγιστη γυναίκα».

Η Amanda Sthers πιστεύει ότι ο κάθε ηθοποιός έχει τον δικό του τρόπο λειτουργίας. «Σκηνοθετείς τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Είναι σαν τη φιλία. Δεν κάνεις παρέα με όλους με τον ίδιο τρόπο. Για να είμαι ειλικρινής, με τρόμαζε ο Harvey Keitel. Είναι ένας θρύλος, μιλάει πάντα για τους φίλους του. Τον Martin Scorsese και τον Robert de Niro. Αλλά όταν δουλεύεις μαζί του, τα δίνει όλα! Ήταν γενναιόδωρος με τις ιδέες του. Η Toni Colette είναι σαν μετρονόμος. Έχει φοβερό συγχρονισμό. Είναι πολύ ακριβής στον ρυθμό της. Μαζί της, δεν μιλάς για τεχνική, μόνο για συναίσθημα. Ψάχνει την αλήθεια μιας κατάστασης και του χαρακτήρα».

Το στήσιμο

Η Amanda Sthers δούλεψε πολύ καιρό πριν το γύρισμα με τον διευθυντή φωτογραφίας Regis Blondeau, την ενδυματολόγο Charlotte Betallole και τον σκηνογράφο Herald Najar. «Έπρεπε να κάνουμε τους χαρακτήρες πολύ ξεχωριστούς από την αρχή, ειδικά τους προσκεκλημένους. Δουλέψαμε στην εμφάνιση του καθένα ξεχωριστά. Μου αρέσει να μαθαίνω τους ανθρώπους με πολλούς τρόπους, όχι μόνο από αυτά που λένε. Το σινεμά εκφράζει αυτά που δεν λέγονται».

Η προσέγγιση στον φωτισμό δίνει στην ταινία παραμυθένιο ύφος. «Ο Regis κι εγώ φανταστήκαμε ένα παραμυθένιο σκοτεινό ύφος, με περιστασιακές σπίθες ελπίδας. Έχει πολύ λίγες πινελιές λευκού, εκτός από το φόρεμα της Rossy, που φοράει στο δείπνο. Γενικά, το λευκό είναι το χρώμα της αγνότητας. Στην ταινία είναι το χρώμα του ψέματος». Μία από τις προκλήσεις στη σκηνοθεσία ήταν η σκηνή του δείπνου στην αρχή της ταινίας, που εισάγει τους χαρακτήρες και στήνει τη δυναμική της αφήγησης. «Είναι μια σκηνή που διαρκεί 20 λεπτά, την οποία δούλεψα πολύ με τον διευθυντή φωτογραφίας και τον βοηθό σκηνοθέτη. Δεν έχω εμπνευστεί από ανθρώπους που συνάντησα, αλλά έχω βρεθεί σε πολλά τέτοια δείπνα. Και μου αρέσουν οι καλοί διάλογοι. Καμιά φορά γράφω αυτά που θα ήθελα να ακούω σε αυτές τις περιπτώσεις, που συνήθως είναι πολύ βαρετές! Όταν σκηνοθετώ, η πρώτη μου σκέψη δεν είναι το κάδρο, αλλά πώς μπορούμε να βγάλουμε καλύτερα τον διάλογο».

Κοινωνική σάτιρα και ιστορία ηθών

Η ταινία θα μπορούσε να είναι η μοντέρνα, διαστρεβλωμένη εκδοχή της Σταχτοπούτας και η Amanda Sthers ήθελε η ιστορία της να αφορά τον κόσμο σήμερα. «Η ιστορία θα μπορούσε διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε περίοδο και θα είναι ακόμα σχετική σε έναν αιώνα από τώρα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο καπιταλισμός παρουσιάζεται όλο και περισσότερο ως παγίδα ή ψέμα. Όλοι ελπίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν και η κοινωνία σε αφήνει να πιστεύεις ότι γίνεται, αλλά αυτό είναι όλο και πιο δύσκολο. Η ταινία μιμείται περιπαιχτικά τα παραμύθια, που είναι οι σημερινές ρομαντικές κομεντί, όπως οι ταινίες με τον Hugh Grant, που συζητάνε μερικοί χαρακτήρες στην ταινία. Φυσικά, όλα τα αρχέτυπα, όλα οι κώδικες του παραμυθιού είναι εδώ, αλλά η ταινία μου είναι πιο ρεαλιστική. Γιατί αυτές οι ιστορίες δεν συμβαίνουν στην πραγματική ζωή. Όμως αυτό δεν είναι αρνητικό: μπορεί κάποιος να πάρει κάτι από ένα όνειρο που καταρρέει, κάποιος μπορεί να βρει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Η Maria καταλήγει να ξεφύγει από το πεπρωμένο των άλλων. Αυτή η ικανότητα να ζει με τους δικούς της όρους και να δει τον εαυτό της με καινούρια μάτια». Η Rossy de Palma συμφωνεί: «Είναι μία κωμωδία, αλλά έχει κάτι γλυκόπικρο. Πίσω από το παραμύθι, ασκείται κριτική στις κοινωνικές τάξεις, στο πώς οι πλούσιοι συμπεριφέρονται σε αυτούς που είναι λιγότερο ευκατάστατοι. Έχει μια βία, αν και το κοινό θα γελάσει πολύ και θα συγκινηθεί, ελπίζω».

Είναι ο Bob και η Anne ένοχοι αυτής της απάτης; «Ναι, νομίζω ότι η Anne ντρέπεται» λέει η Toni Colette. «Είναι περίπλοκη γυναίκα και κάπως απεγνωσμένη. Προσπαθεί να χειραγωγήσει τους άλλους για να αποδείξει ότι έχει δύναμη, ότι έχει τον έλεγχο. Ένα από τα θέματα της ταινίας είναι να μπορείς να είσαι ικανοποιημένος με τη ζωή σου, ειδικά αν είσαι προνομιούχος. Ξεκάθαρα, η Anne δεν το έχει καταφέρει αυτό». Η Amanda Sthers προσθέτει: «Η Anne και ο Bob είναι φυλακισμένοι στο κοινωνικό τους στάτους. Όλοι είμαστε φυλακισμένοι και προσπαθούμε να ξεφύγουμε, πράγμα πολύ δύσκολο. Καμία φορά, ακόμα κι αν το κάνεις, δεν είσαι ευτυχισμένος…» Το κοινωνικό υπόβαθρο της ταινίας δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Michael Smiley που, όπως και οι άλλοι ηθοποιοί, ήταν ενθουσιασμένος που έκανε γύρισμα στο Παρίσι. «Είναι μια πανέμορφη πόλη, όπου το φαγητό είναι απίστευτο ακόμα και οι είσοδοι είναι καταπληκτικές! Είναι τόσο λυπηρό να βλέπεις άστεγους και μετανάστες να ζουν στους δρόμους. Το βρίσκω πολύ συγκινητικό, αφού πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο να ζω έτσι με ένα παιδί, όταν έφτασα στο Λονδίνο στις αρχές του ’80. Αυτή είναι ξεκάθαρα η άλλη όψη της ταινίας…».

Επίγευση

«Η Κυρία από Τύχη δεν είναι ούτε γαλλική ούτε αμερικάνικη ταινία» εξηγεί η Amanda Sthers, που παραδέχεται ότι χρωστάει στις ταινίες του Woody Allen. «Είναι μια ταινία για τον σημερινό σύγχρονο κόσμο. Όταν ήμουν μικρότερη, οποτεδήποτε κάποιος πήγαινε στις ΗΠΑ, ζητούσα να μου φέρουν κάτι. Τώρα, μπορείς να βρεις τα πάντα, παντού, με ένα κλικ. Σχεδόν όλοι μιλάνε αγγλικά και καμιά φορά είναι δύσκολο να ξέρεις ποια είναι η εθνικότητα κάποιου. Αλλά η Γαλλία έχει δύο πράγματα, την τέχνη του έρωτα και τον έρωτα της τέχνης. Οι πρωταγωνιστές μας ήρθαν στη Γαλλία γιατί θεωρούν το Παρίσι ένα μουσείο του έρωτα, όπου ο γάμος τους θα αναζωογονηθεί. Τι θα συμβεί στη Maria στο τέλος της ταινίας; Αν οι άνθρωποι κάνουν αυτή την ερώτηση, τότε η ταινία λειτουργεί. Είναι μια ερώτηση που έκανα στον πατέρα μου όταν με πήγαινε στο σινεμά. Έχω τη δική μου απάντηση, αλλά ο κάθε θεατής πρέπει να βρει αυτή που του ταιριάζει».

Η Κυρία από Τύχη διηγείται την ιστορία μίας κοινωνίας που μία Κυρία μεταμορφώνει τη συνηθισμένη Maria σε Κυρία. Οπότε σε ποια από τις δύο αναφέρεται ο τίτλος; «Και στις δύο. Είναι πολύ παράξενο πώς, όταν ένα αφεντικό απευθύνεται στο προσωπικό, το αποκαλεί με το μικρό του όνομα και όταν το προσωπικό απαντά χρησιμοποιεί το Κύριε ή Κυρία. Βλέπεις την κοινωνική διαφορά σε μία απλή λεπτομέρεια. Αλλά εκτός εργασιακού περιβάλλοντος, κάποιος ερωτεύεται τη Maria και γίνεται Madame. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, κάθε γυναίκα μπορεί να γίνει Madame».