Κριτική: Η Μαύρη κηλίδα (La Mancha negra)

Ελλιπές σενάριο και υπερβολή με φόντο την Ανδαλουσία του 1971

Μετά τον θάνατο της ηλικιωμένης Ματίλντ Σισνέρος, οι τρεις κόρες της βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν γείτονα που θα τους γυρίσει την πλάτη, έναν ιερέα που έχει κηρύξει πόλεμο στην οικογένεια και την απρόσμενη άφιξη του μεγαλύτερου γιου.

Βρισκόμαστε στο 1971 και η Ισπανία βρίσκεται στο τέλος της δικτατορίας του Φράνκο. Σε ένα χωριό της Ανδαλουσίας τρεις αδερφές ετοιμάζονται για την ταφή της μητέρας τους. Την νύχτα της αγρύπνιας και ενώ υπάρχει ήδη μια αποπνικτική ατμόσφαιρα μια σειρά από γεγονότα θα δοκιμάσουν τις αντοχές όλων. Μυστικά θα αποκαλυφτούν, η άφιξη του έκπτωτου γιου θα ζωντανέψει ένα παρελθόν που όλοι θέλουν να ξεχάσουν και όλα αυτά μπροστά στο νεκρό σώμα της μητέρας που μοιάζει να το απολαμβάνει.

Ο Ενρίκε Γκαρσία με επιρροές από το ισπανικό μελόδραμα θέλει να συνομιλήσει κινηματογραφικά με τις παραδόσεις και τα ήθη των Ιβύρων και δη της παλαιότερης Ανδαλουσίας. Το παραδοσιακό χωριό που έγιναν τα γυρίσματα δίνει όλο το άρωμα και τις γεύσεις μιας πραγματικότητας που δεν διαφέρει και πολύ από ένα ελληνικό χωριό. Εξουσία έχει ο ιερέας και εκείνος που έχει τα χρήματα. Οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο από τους άντρες, η θέση τους είναι, σαφώς, δυσμενέστερη και η ηθική συνθήκη της εποχής δεν επιτρέπει καμία επιθυμία και αν υπάρξει την τιμωρεί.

Ολόκληρη η ιεροτελεστία προετοιμασίας της νεκρής μητέρας είναι ενδιαφέρουσα αποκαλύπτοντας όλο το πολιτισμικό και κοινωνιολογικό πλαίσιο μιας θρησκείας που δεσμεύει τους πιστούς της περισσότερο από ότι τους απελευθερώνει, Αυτός δεν είναι και ο σκοπός της κάθε θρησκευτικού δόγματος; Και, ενώ, μέχρι εδώ όλα λειτουργούν σωστά η τροπή που παίρνει το σενάριο κάνει το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα να μοιάζει Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Σαφώς, οι οικογενειακές μαζώξεις δεν έχουν πάντα αίσιο τέλος, αλλά ξαφνικά γεμίσαμε αίματα και χάσαμε το μέτρημα. Μπορεί το πάθος, ο πόνος και η αίσθηση αδικίας να εξαγριώνει, αλλά μέχρι να μεταμορφωθεί στον ψυχοπαθή δολοφόνο με το πριόνι υπάρχει ένα σενάριο δρόμος. Και, επειδή, ο ίδιος ο σκηνοθέτης επικαλέστηκε το σινεμά του Χίτσκοκ, να πούμε εδώ πως ο τρισμέγιστος, θείος Άλφρεντ, υποστήριζε πως ο κινηματογράφος είναι το σενάριο και φυσικά όλες εκείνες οι λεπτομέρειες που μπορούν να κάνουν και την πιο ευφάνταστη ιστορία δική μας.

Με λίγα λόγια το σενάριο στην συγκεκριμένη ταινία είναι ελλιπές και προχειρογραμμένο. Μια κεντρική ιδέα που δεν αναπτύσσεται ή μάλλον αναπτύσσεται στην καθόλα υπερβολή της και καταλήγει σε ένα, επίσης, ατεκμηρίωτο τέλος.

Οι χαρακτήρες δεν ξεφεύγουν της υπερβολής, αλλά δεν ενοχλούν, γιατί έχουμε καλές ερμηνείες και απόλυτο ταίριασμα με το ύφος του έργου. Η μουσική και η φωτογραφία, επίσης, διασώζονται -ίσως και να οδηγούν την κούρσα των εντυπώσεων- με δραματικές συνθέσεις και μαύρες ατλαζένια φορέματα να κυριαρχούν.

Τα δύο αστεράκια για το ανδαλουσιανό κλίμα και τις Ισπανικές καντρίλιες.

Σκηνοθεσία: Ενρίκε Γκαρσία
Σενάριο: Ενρίκε Γκαρσία, Ίσα Σάντσεθ
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Χοσέ Αντόνιο Κρεσπίγιο
Μοντάζ: Άνα Άλβαρεθ Οσόριο
Διάρκεια: 90 λεπτά
Πρωταγωνιστούν: : Κούκα Εσκριμπάνο, Πάμπλο Πουγιόλ, Μαρία Αλφόνσα Ρόσο, Νοεμί Ρουίθ, Χοακίν Νούνιεθ

Βαθμολογία: 2/5

    • Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις 29 Ιουλίου από την Tanweer.

Δείτε επίσης