Κριτική: Καζαμπλάνκα

«Θα έχουμε για πάντα το Παρίσι»

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μαρόκο – ένα επικίνδυνο μέρος γεμάτο από διεφθαρμένους Γάλλους αστυνομικούς, κατασκόπους, μετανάστες, τζογαδόρους και πότες. Για τον κουρασμένο Αμερικανό ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου Ρικ Μπλέιν, αποτελεί το ιδανικό μέρος για κρυψώνα. Μια μέρα, απ’ όλα τα μπαρ του κόσμου, η χαμένη αγάπη του Ρικ, η Ίλσα, έρχεται στο μαγαζί του παρέα με τον Βίκτορ, το σύζυγό της και αρχηγό της αντίστασης, και ο Ρικ παρασύρεται ταυτόχρονα σε ένα ερωτικό τρίγωνο και ένα δίκτυο πολιτικής ίντριγκας. Η Ίλσα και ο Βίκτορ πρέπει να αποδράσουν από την Καζαμπλάνκα και ο Ρικ ίσως είναι ο μόνος που μπορεί να τους βοηθήσει.

Σε επανέκδοση στους κινηματογράφους μια κλασική ταινία που βρίσκεται στις 100 καλύτερες όλων των εποχών. Επίσης, το 2005 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την συμπεριέλαβε στην λίστα με τις πιο αναγνωρίσιμες ατάκες με την «Play it, Sam. Play “As Time Goes By”» και την «We’ll always have Paris» να είναι οι πιο διάσημες.

Ο Μάικλ Κέρτιζ, πέντε φορές υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και με το πολύτιμο αγαλματίδιο να έρχεται στα χέρια του το 1943 με το Καζαμπλάνκα κατάφερε με μεγάλη μαεστρία να χωρέσει σε 90 λεπτά στοιχεία κατασκοπείας, αντιφασισμού, έρωτα, χιούμορ και δράματος. Αν εξαιρέσουμε τον Ουμπέρτο Έκο που την χαρακτήρισε αδιάφορη και μέτρια δεν υπήρξε κριτικός κινηματογράφου που δεν την αποθέωσε. Το κοινό την ξεχώρισε και για αυτό βλέπουμε πως αν κι έχουν γίνει πολλές επανεκδόσεις και αφιερώματα δεν παύει να βρίσκεται στις πρώτες επιλογές. Είναι μια ταινία που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες φορές κι αν την δει κάποιος την ανακαλύπτει ξανά και ξανά.

Εκτός, την ίδιας της ιστορίας που γύρω από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα αποκαλύπτεται μια ολόκληρη εποχή με φόντο την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ήρωες συμπληρώνουν ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων που δεν σου γίνονται απαραίτητα συμπαθείς, αλλά σου θυμίζουν ανθρώπους που σίγουρα έχεις συναντήσει στην ζωή σου.

Το σενάριο είναι υποδειγματικό. Προσωπικά, θεωρώ πως έχουμε να κάνουμε με τον ορισμό του αφηγηματικού σεναρίου. Ο τρόπος που εξελίσσεται η ταινία και το πως σε οδηγεί καρέ καρέ είναι πανέξυπνος. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον και το πως φωτίζονται τα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών γέρνοντας ο ένας πάνω στον άλλον είναι υπέροχη.

Ο Μαξ Στάινερ υπήρξε 24 φορές υποψήφιος για Όσκαρ (κερδίζοντας το τις τρεις) κατέχει δικαίως μια στιγμή στην ταινία όπου στο κλαμπ τσακώνονται οι Σύμμαχοι με τους Γερμανούς. Οι πρώτοι τραγουδούν το πολεμικό εμβατήριο της Γαλλίας, την «Μασσαλιώτιδα» οι δεύτεροι το «Η Φρουρά στο Ρήνο» και όλα αυτά κάτω από την ένταση της ενορχήστρωσης του Αυστριακού μουσικοσυνθέτη.

Οι Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αν και φήμες τους ήθελαν να τσακώνονται στα γυρίσματα, στην ταινία έχουν απίστευτη χημεία και δεν ξέρεις ποιον από τους δυο θέλεις στο τέλος να παρηγορήσεις. Σκεφτείτε πως δεν ήταν καν οι πρώτες επιλογές του σκηνοθέτη, κι όμως, δεν νομίζω να μπορούσε να βρεθεί καλύτερο δίδυμο. Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν γλυκαίνει την σκληράδα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και εκείνος φέρνει ισορροπία στην γλυκιά και ευάλωτη παρουσία της.

Δεν ξέρω αν είναι η μεγαλύτερη ιστορία αγάπης, όπως, έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς -θα προτιμούσα να μην είναι, εξαιτίας, του τέλους της- αλλά είναι σίγουρα μια από τις ταινίες που μου έμαθε να αγαπώ τον κινηματογραφικό μελοδραματισμό και ναι, δεν ντρέπομαι για τα χαρτομάντηλα που έχω χαλάσει βλέποντας την.

Σκηνοθεσία: Μάικλ Κερτίζ
Σενάριο: Τζούλιους Έπσταϊν, Φίλιπ Έπσταϊν, Χάουαρντ Κοκ
Φωτογραφία: Άρθουρ Έντισον
Μοντάζ: Όουεν Μαρκς
Μουσική: Μαξ Στάινερ
Ηθοποιοί: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένραιντ, Πίτερ Λόρε

Διάρκεια: 102′
Χώρα: ΗΠΑ, Γλώσσα: Αγγλικά
Πρώτη Προβολή: 26 Νοεμβρίου 1942
Διανομή: Warner Bros

Βαθμολογία: 5/5

  • Υποψήφια για οκτώ Όσκαρ εκ των οποίων κέρδισε τα Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου.

 

Δείτε επίσης