Κριτική: Μήλα / Ο Χρήστος Νίκου γυρίζει μια φεστιβαλική ταινία που βρίσκεται πολύ κοντά στο Όσκαρ

Μια αναπάντεχη επιδημία, που προκαλεί ξαφνική αμνησία στους ανθρώπους, βρίσκει τον Άρη, ένα άνδρα γύρω στα 40 να ακολουθεί ένα πρόγραμμα αποκατάστασης με την ονομασία «Νέα Ταυτότητα» που έχει ειδικά σχεδιαστεί για να χτίσει ένας αμνησιακός μια καινούργια ζωή. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει καθημερινές αποστολές που είναι ηχογραφημένες από τους γιατρούς του. Μετά την ολοκλήρωση κάθε αποστολής, ο Άρης βγάζει μια φωτογραφία polaroid ως αποδεικτικό στοιχείο.

Παρά την δύσκολη κινηματογραφική χρονιά λόγω της πανδημίας τα Μήλα του Χρήστου Νίκου διέγραψαν μια λαμπρή διαδρομή σε φεστιβάλ, όπως αυτό του Τορόντο, στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα Ορίζοντες του 77ου Φεστιβάλ Βενετίας και φυσικά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Προβλήθηκε σε πάνω από 35 χώρες και κορωνίδα όλων αυτών τα 93α Όσκαρ όπου θα διεκδικήσει το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους. Σίγουρα σε αυτό βοήθησε η στήριξη της Κέιτ Μπλάνσετ η οποία προώθησε την ταινία στην Αμερική ως executive producer χαρακτηρίζοντας την «μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία».

Όλα αυτά είναι σημαντικά και καλοδεχούμενα, το πιο άξιο όμως είναι πως τα «Μήλα είναι μια πραγματικά πολύ καλή ταινία που όχι μόνο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλες παραγωγές, αλλά παραδίδει μαθήματα φωτογραφίας και το σημαντικότερο είναι πως καταφέρνει να απευθυνθεί στο τώρα με ρετρό αποχρώσεις, όπως η χρήση μηχανής polaroid, και να αντιμετωπίσει την οικουμενική τεχνολογική δικτατορία με απλά νοήματα. Τα «Μήλα» είναι τα φρούτα, ο καρπός που μας βοηθάει να διατηρήσουμε την μνήμη μας σε μια «apple» πραγματικότητα.

Τον σκηνοθέτη Χρήστο Νίκου τον έχουμε συναντήσει ως συνεργάτη του Γιώργου Λάνθιμου στον «Κυνόδοντα» (2009) και στο «Πριν τα μεσάνυχτα» (2013) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, καθώς και στην μικρού μήκους «Km» (2012) όπου πάλι είχαν συνεργαστεί με τον Άρη Σερβετάλη. Ο τρόπος του είναι απαλός, ήρεμος και βαθιά μελαγχολικός, χωρίς, όμως κανέναν εκβιασμό. Τα πλάνα είναι ξεκάθαρα, σχεδόν τετράγωνα προτιμώντας διαστάσεις 4:3. Λιτές γραμμές που καδράρουν στα πρόσωπα που πολλές φορές μοιάζουν ανέκφραστα, θλιμμένα σαν να μην αντιλαμβάνονται ακριβώς αυτό που συμβαίνει. Το σενάριο είναι γεμάτο συμβολισμούς με μια φουτουριστική τοποθέτηση που όμως μιλάει για το τώρα. Ο τόπος είναι η Αθήνα του σήμερα, αλλά χωρίς κινητά, χωρίς οθόνες και έξυπνες συσκευές. Πόσο επώδυνο είναι να θυμόμαστε; Και τελικά χωρίς τις αναμνήσεις μας υπάρχουμε; Αναρωτηθείτε αν όλα όσα θυμόμαστε συνέβησαν στα αλήθεια ή είναι κατασκευασμένες αναμνήσεις ενός προγράμματος που μας έχει ταξινομήσει στην κατηγορία «αγνώστων στοιχείων».

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξη του είχε αναφέρει πως είναι επηρεασμένος από το έργο του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Τυφλότητος». Όταν, δε ξεκίνησε την συγγραφή του σεναρίου μαζί με τον Σταύρο Ράπτη ο σκηνοθέτης έχασε τον πατέρα του. Όλες αυτές οι στιγμές ενεργοποίησαν το παιχνίδι της μνήμης.

Η φωτογραφία του Bartosz Świniarski (Reflection/2018) συμβάλει στην υποβόσκουσα χωροχρονική αοριστία δίνοντας το σωστό τόνο μέσα από ένα μπλε-γκρι φίλτρο. Ολόσωστο «film look» που έδινε την εντύπωση του ξεθωριάσματος.

Ο Άρης Σερβετάλης ταιριάζει απόλυτα στην μελαγχολία του έργου με μια τρυφερότητα που όσο εξελίσσεται σεναριακά και ερμηνευτικά σε συγκινεί. 

Ο Χρήστος Νίκου με budget μόλις 250.000 ευρώ γύρισε μια φουτουριστική ταινία για την μνήμη, την απώλεια, την θλίψη, όπου ο άνθρωπος πρέπει να επιλέξει αν θέλει να θυμάται –με όποιο κόστος- ή αν επιθυμεί τον επαναπρογραμματισμό του σε μια πραγματικότητα που όλοι ξεχνάνε.

Επίσημη πρόταση της Ελλάδας στην φετινή 93η διοργάνωση των Όσκαρ διεκδικώντας το Βραβείο Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους.

Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου Σενάριο: Χρήστος Νίκου, Σταύρος Ράπτης Διεύθυνση Φωτογραφίας: Bartosz Świniarski Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης Μουσική: The Boy Σχεδιασμός ήχου: Λέανδρος Ντούνης Ηχοληψία: Κώστας Κουτελιδάκης Ηθοποιοί: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαιτζίδου, Αργύρης Μπακιρτζής Διάρκεια: 90 λεπτά Χώρα: Ελλάδα

Βαθμολογία: 4/5

Δείτε επίσης