Κριτική: «Μην ανησυχείς αγάπη μου» της Olivia Wilde / Ένα κοινωνικό πείραμα με γνώμονα την πατριαρχική ομοιομορφία ιεράρχησης

Η Olivia Wilde σκηνοθετεί την ταινία με τίτλο «Μην ανησυχείς αγάπη μου» («Don’t Worry Darling») και μας μεταφέρει στον κόσμο τού ψυχογραφικού ρεαλισμού. Σε σενάριο των Katie Silberman, Carey Van Dyke & Shane Van Dyke, μεταφερόμαστε στη δεκαετία τού ’50 κατά την οποία το αμερικανικό όνειρο τελειοποίησης της ευτυχίας αποκτά σάρκα και οστά για μια σειρά από οικογένειες και ζευγάρια.

Ένα κοινωνικό πείραμα με γνώμονα την πατριαρχική ομοιομορφία ιεράρχησης των κοινωνικών δομών εξουσιαστικού ελέγχου, διαμορφώνει μία απομονωμένη κοινότητα σε πολυτελή επίπεδο διαβίωσης  και ικανοποίησης επιθυμιών και προτεραιοτήτων. Το σενάριο δεν απαντά στην πληθώρα ερωτημάτων τα οποία θέτει κατά την εξέλιξη της πλοκής, αλλά καθηλώνει με τη διαδοχή στιγμών στον χρόνο, μολονότι οι σκηνές τού έργου διαδέχονται η μία την άλλη σε στατικό χώρο.

Μία κοινότητα ψευδαισθήσεων στην οποία ο κεντρικός πυρήνας εκκινά και τελειώνει στο δαιμόνιο σχέδιο του Φρανκ (Κρις Πάιν). Οι άρρενες συνδαιτυμόνες τής ιστορίας επιστρατεύονται σε εργασιακή σχέση εξάρτησης από το μυστικό πρόγραμμα της κοινότητας «Victory», ενώ οι γυναικείες παρουσίες καλούνται να υποταχθούν σε ένα ημερήσιο και επαναλαμβανόμενο ωράριο διεκπεραίωσης οικιακών εργασιών και φιλικών διασυνδέσεων. Η κοινωνική διαστρωμάτωση έχει παραχωρήσει τη θέση της στην ωμότητα της πατριαρχικής διάστασης ανάμεσα στα δύο φύλα. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ρήξη με το εξωτερικό περίβλημα της φαντασιακής θέσμισης της ολοκληρωμένης αμερικανικής κοινωνίας, επέρχεται μέσα από τη μνήμη. Η τελευταία λειτουργεί στο μεταίχμιο της πρωταγωνίστριας Άλις (Φλόρενς Πιου), η οποία εισέρχεται σε μία εικονική πραγματικότητα ετεροπροσδιορισμών και αντιθέσεων, έως ότου καταλήξει η εσωτερική σύγκρουση στην εξωτερίκευση του αντίλογου προς την κεντρική αρχή του προγράμματος. Χαρακτηριστική σκηνή η οποία περιγράφει με τρόπο διεξοδικό αυτήν ακριβώς την κορύφωση της ρήξης είναι εκείνη του δείπνου στο οποίο είναι καλεσμένοι, μεταξύ άλλων, ο Φρανκ και η σύζυγός του.

Η κατά μέτωπο επίθεση της Άλις, η οποία επιχειρεί μέσα από ερωτήσεις στους καλεσμένους να αποδομήσει τον κόσμο των ψευδαισθήσεων στον οποίο υπάγονται τα πρόσωπα γύρω της, και η ταυτόχρονη αντεπίθεση του Φρανκ, στην οποία επιχειρείται η υπονόμευση της προσωπικότητάς της (βλ. η αναφορά στην ερωτική πράξη μεταξύ του Φρανκ και της Άλις), σηματοδοτεί τη μεταβολή των όρων ύπαρξης του ίδιου του προγράμματος.

Η μνήμη ενεργοποιείται ακριβώς στο σημείο κατά το οποίο η άρνηση της προσωπικής ταυτότητας αποτέλεσε βασικό παράγοντα αποδοχής στο πειραματικό πρόγραμμα. Είναι η Αχίλλειος πτέρνα του τελευταίου και η αδυναμία με την οποία ισορροπεί το εγχείρημα συνολικά. Και, φυσικά, είναι η διελκυστίνδα μέσα από την οποία η ρωγμή ως ενδεχόμενο θα μετατραπεί σε πεδίο αναφοράς για την έκθεση των συμβαλλόμενων μερών προ των ευθυνών τους. Επρόκειτο για μαεστρική διαχείριση αυτού ακριβώς του ζητήματος, του γεγονότος δηλαδή με το οποίο η μνήμη υπερβαίνει την τεχνική ψευδαίσθηση της εικονικής πραγματικότητας.   

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Φλόρενς Πιου χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ενεργητική παρουσία στο έργο, με έντονες τις συναισθηματικές μεταβολές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές αποτυπώνονται στα χαρακτηριστικά τού προσώπου και τις ενέργειες του σώματος, κυριολεκτικά μαγεύουν την ερμηνεία τού ρόλου και προσδίδουν υπεραξία στην ψυχογραφική απεικόνιση της εξωτερικής εικόνας γεγονότων.

Μέσα από σειρά εναλλαγών οπτικής διαδοχής, εικόνες που ερμηνεύουν το ασυνείδητο και το μεταθέτουν στον κόσμο τής εξωτερικής επιφανειακής διαχείρισης, η ηρωίδα διεισδύει μεθοδικά στην ανάλυση των τεκμηρίων αλήθειας ως βιωμένης εμπειρίας και ορίζει εξ αρχής, κάθε φορά, το περιεχόμενο των στόχων ανακάλυψής της (βλ. αλήθεια ως υποκειμενικής αποδοχής της πραγματικότητας).

Η ανατροπή τής ουτοπικής εικονικής ευτυχίας, στην Αμερική τής δεκαετίας τού ’50, συνδέεται άμεσα με την ανατροπή των ορίων ελέγχου τής συνείδησης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η ηρωίδα ακούει, σαν σε μετάδοση ραδιοφωνικής εκπομπής (μολονότι δεν βλέπουμε σε καμία σκηνή την ύπαρξη ραδιοφώνου), καθημερινά τη φωνή τού Φρανκ να μεγεθύνει την αξία τού εγχειρήματος και την σπουδαιότητα υπακοής σε αυτό και στους κανόνες που εκ των προτέρων έχουν αποδεχτεί.

Από την άλλη πλευρά, ο Τζακ (Χάρι Στάιλς) κινείται με προσωποκεντρική σχεδόν φωτογραφική απεικόνιση στις σκηνές. Λειτουργεί υποστηρικτικά στον ρόλο του, επιτρέποντας να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στη σύζυγό του Άλος. Αντιδρά συναισθηματικά και ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε δύο, κατά κύριο λόγο, σκηνές σε αυτήν της έκρηξης οργής μέσα στο όχημα που μένει ακινητοποιημένο, ενώ άνδρες του προγράμματος ασφαλείας απομακρύνουν βιαίως της Άλις και σε αυτήν κατά την οποία βιώνει τον θρίαμβο της προαγωγής του, όταν ο επικεφαλής Φρανκ του αναθέτει θέση στο διοικητικό συμβούλιο και επικυρώνει την επικυριαρχία του επί τού ατόμου ζητώντας του να χορέψει σαν μαϊμού προς όφελος  τη διασκέδαση των καλεσμένων. Οι χορευτικές του επιδείξεις εκφράζουν τη δυναμική τού συναισθήματος και συνάμα επιβεβαιώνουν τη μοναδική αισθητική αξία την οποία προσδίδουν στην παρουσία του στιγμιαίες εκφάνσεις τού υποκριτικού ταλέντου.  

Συνολικά, επρόκειτο για ταινία με ρυθμό και διαδοχικές σκηνές που άλλοτε εξαναγκάζουν τον θεατή να σκεφτεί βαθιά τα ενδεχόμενα που συνοδεύουν τις εικόνες του και άλλοτε καθηλώνει με τον εκκωφαντικό ρυθμό εναλλαγών και μεταβολών. Σίγουρα, όπως αναφέραμε ήδη, δεν απαντά σε ερωτήματα που το ίδιο το σενάριο θέτει, ωστόσο, η μουσική υπόκρουση, οι ενδυματολογικές επιλογές και οι σκηνοθετικές επιμέλειες του χώρου προσέθεταν διακριτικό χαρακτήρα στο έργο. Σίγουρα όχι πρωτότυπο ή καινοτόμο, στη σύλληψή του το σενάριο, αλλά εξαιρετικά δεικτικό ως προς την αποδόμηση της ευτυχίας, τόσο ως έννοιας όσο και ως εικονικής πραγματικότητας σε χρόνο ενεστώτα.   

Βαθμολογία: 3/5*

Σκηνοθεσία: Ολίβια Γουάιλντ
Σενάριο (βασισμένο σε ιστορία των Κάρει και Σέιν Βαν Ντάικ): Κέιτι Σίλμπερμαν
Πρωταγωνιστούν: Φλόρενς Πιου, Χάρι Στάιλς, Ολίβια Γουάιλντ, Τζέμα Τσαν, Κίκι Λέιν, Κρις Πάιν, Κέιτ Μπέρλνατ, Ασίφ Αλί
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Μάθιου Λιμπατίκ
Σχεδιασμός Παραγωγής: Κέιτι Μπάιρον
Κοστούμια: Αριάν Φίλιπς
Μοντάζ: Αφόνσο Γκονσάλβες
Μουσική: Τζον Πάουελ
Διάρκεια: 122 λεπτά
Παγκόσμια Πρεμιέρα, 79ο Φεστιβάλ Βενετίας

  • Η ταινία προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022, από την Tanweer.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.