Αφιέρωμα: Είναι ο Γιάννης Μόραλης ο μεγαλύτερος Έλληνας ζωγράφος;

Θεωρείται από τους πιο ακριβοπληρωμένους Έλληνες ζωγράφους. Παθιασμένος και απόλυτα ακριβής. Τελειομανής και ακούραστος. Άνηκε στην γενιά καλλιτεχνών του ΄30 αν και ο ίδιος δεν προτιμούσε τις ταμπέλες ούτε τις προκαθορισμένες έννοιες.

Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1916 στην Άρτα. Το 1922 μετακομίζει στην Πρέβεζα. Η εφηβεία τον βρήκε να έχει εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών γίνεται δεκτός από την Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών. Μαθήτευσε δίπλα στον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Αλέξανδρο Παρθένη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Παράλληλα, γράφτηκε στο απογευματινό εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού. 

Το 1932 συμμετέχει στην έκθεση μαθητών της Α.Σ.Κ.Τ. και δημοσιεύεται η πρώτη ενθουσιώδης κριτική για το έργο του από τον Δ. Κόκκινο στο περιοδικό «Νέα Εστία». Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του φεύγει με υποτροφία του κληροδοτήματος Ουρανίας Κωνσταντινίδη της Ακαδημίας Αθηνών για την Ρώμη και παρακολουθεί μαθήματα νωπογραφίας. Λίγο αργότερα ταξιδεύει στο Παρίσι και παρακολουθεί μαθήματα στην Εcole Nationale des Beaux Arts και ψηφιδωτό στην Εcole des Αrts et Μetiers. Στην Ελλάδα επιστρέφει λίγο μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ως καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Α.Σ.Κ.Τ, όπου παρέμεινε ως το 1983.

Μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Παναγιώτη Τέτση και τον αδελφικό του φίλο Νίκο Νικολάου ιδρύουν το 1949 την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» και οργανώνουν από κοινού τρεις εκθέσεις, η πρώτη ήταν το 1950 στο Ζάππειο.

Η πρώτη μεγάλη αναγνώριση ήρθε το 1958 όταν εξέθεσε την σειρά έργων του «Επιτύμβια» στην γκαλερί «Χίλτον». Μια από τις πιο επιβλητικές συνθέσεις του ζωγράφου.

Βασικό θέμα της σύνθεσης είναι μια σκηνή αποχαιρετισμού. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μαύρο, η ώχρα και το βαθύ κόκκινο. Ο Μανόλης Χατζηδάκης, Έλληνας Βυζαντινολόγος έκανε λόγο για ξεκάθαρες Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές αναφορές λόγω του παιχνιδίσματος χρώματος-σκιάς. Εντούτοις, ο Γιάννης Μόραλης αυτήν την τεχνική την αποκαλεί πολυγλώτεια και την αποδίδει στον αρχαίο ζωγράφο του 5ου αιώνα Πολύγνωτο. Οι τρεις γυναικείες φιγούρες είναι γυμνές και όλη η σύνθεση αφήνει την αίσθηση γεωμετρικού σχήματος και για αυτό αρκετοί κάνουν λόγο για επιρροές από τον Κυβισμό. Η λύπη ή μάλλον η μελαγχολία των τριών κοριτσιών που γερνάνε είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Το έργο φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη. Την ίδια χρονιά, το 1958, εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Αντώνη Σώχο. 

Παροιμιώδης είναι και η καλή σχέση που διατηρούσε με την Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Από το 1964, δύο χρόνια αφότου είχε ολοκληρώσει τη συνεργασία του με το Hilton Αθηνών, έως και τον θάνατο του ο ζωγράφος παρουσίαζε τα έργα του μόνο στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Η ίδια θυμάται πως δεν υπήρχε ημέρα που να μην την επισκεφθεί ο ζωγράφος. Πάντα κομψός και ακριβός, με το ίδιο αρχοντικό του ανάστημα κατέβαινε τα σκαλιά της γκαλερί στο Κολωνάκι.

Μεγάλη είναι και η συνεισφορά του στο θέατρο. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν σχεδιάζοντας σκηνικά και κουστούμια για την παράσταση «Γυμνές Μάσκες» -τέσσερα μονόπρακτα του Πιραντέλλο-. Αργότερα συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, καθώς και με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου.

Συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες για την διακόσμηση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων με γνωστότερη την πρόσοψη και την οπίσθια όψη του Ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα με χαρακτική μαρμάρινη σύνθεση της Προμάχου Αθηνάς με τα σύμβολα της εξουσίας της, τη γλαύκα, το άρμα και το πλοίο.

Πολύπλευρος καλλιτέχνης και πραγματικά ακούραστος είχε εικονογραφήσει εξώφυλλα δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι και μερικές από τις ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και του Γιώργου Σεφέρη, κατόπιν πρόσκλησης του Εκδοτικού Οίκου Ίκαρος.

Εξαιρετική είναι η λιθογραφία σε τσίγκο που φιλοτέχνησε για το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο» (1962) καθώς και το εξώφυλλο και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό» με την τεχνική της αυγοτέμπερας. 

Το 1965, ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικα. Η Ακαδημία Αθηνών το 1973 τον τίμησε με το Αριστείο των Τεχνών, ενώ το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής.

Ο Γιάννης Μόραλης κατάφερε να εφεύρει μια εντελώς δική του μορφοπλαστική γλώσσα μεταβάλλοντας μια ανθρώπινη φιγούρα σε ένα αυστηρό γεωμετρικό σχήμα με ξεκάθαρο χρώμα και δυναμική. Κυρίαρχο στοιχείο του είναι ο ερωτισμός, ο οποίος δεν τεκμηριώνεται με έμφαση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αλλά με έναν συνδυασμό που πλέκει το θερμό με το ψυχρό χρώμα, τις σκιές με τα κενά την καμπυλότητα με το αυστηρό πλαίσιο δημιουργώντας μια διαλεκτική των αντιθέτων.

Αφενός επέμενε σε μια πιστή αναπαράσταση των σωμάτων  αφετέρου έκλεινε το μάτι στην προ αρχαϊκή περίοδο (περίπου το 1000-700 π.χ.). Όσοι είχαν την τύχη να ανήκουν στο στενό περιβάλλον του μιλούν για έναν σεμνό και γοητευτικό άνθρωπο, που δεν έβγαινε από το σπίτι του χωρίς να αρωματιστεί έχοντας πάντα μια μικρή χτένα στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Από το θρυλικό καφέ «Brazilian» στην Βουκουρεστίου και τις συζητήσεις με τους μαθητές του μέχρι τις γκαλερί της Αθήνας ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο αγαπητούς Έλληνες ζωγράφους!

Δείτε επίσης