Μέσα μου φέγγουνε ἄσβηστα καὶ τὰ γλαυκά σου μάτια.
Ἄθερος κάμπος καὶ πλατὺς ποιὸς σὰν ἐμένα εὑρέθη;
Μηδὲ τὰ στάχυα μὄσπειρεν ἀνθρώπινο ἕνα χέρι·
μὲ τὴ σιγὴ τὰ θέρισες καὶ μὲ τὴν καλοσύνη.
Κι ἂν κάποτε τὰ μάτια σου μὲ βλέπουνε, σὰ μάτια
ποὺ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν σὲ σιωπηλὸ ποτάμι,
κι ὡς ἀκλουθᾶν τὰ ρέματα, τὸ κλάμα ἀργὰ ἀνεβαίνει
– τὰ μάτια φεύγουν ἀπὸ μὲ κι ἀκολουθᾶν τὸ ρέμα-
σκυμμένα δὲν ἀναρωτοῦν γιὰ μὲ τὴ γῆ, ποὺ πέφτει
ἡ σκιά μου ὡς ἀνοιξιάτικου συννέφου ἀπάνωθέ σου,
καὶ τὸ χαμόγελο ὡς βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη·
ὡς τὴν καρδιά σου ἀπ᾿ τὸ θαμπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου
σοῦ ἀλάφρωσα, καὶ τὸ αἷμα σου στὴ φλέβα ρέει σὰ λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτᾶν τὰ μάτια σου ὡσὰ μάτια
π᾿ ἀλησμονήθηκαν ψηλὰ στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι!
Απόσπασμα από το ποίημα Τύμβος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού και τις Ραψωδίες του Ιονίου (Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965).