Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Είναι υποψήφια διδάκτωρ Ιταλικής Φιλολογίας. Ποιήματά της και πεζά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, τούρκικα.
Το τελευταίο της βιβλίο τιτλοφορείται Εξόριστες βασίλισσες και η υπόθεσή του εκτυλίσσεται κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Ασχολείται με τη ζωή και την ψυχολογία μιας εξόριστης βασίλισσας, της Ευδοκίας, της συζύγου του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ και της κόρης της, της Ευδοξίας.
Η Άννα Γρίβα μας μίλησε στο tetragwno για την ταραγμένη αυτή εποχή, το βιβλίο, τις ηρωίδες της και την αγάπη που τρέφει για τις ταραγμένες εποχής της Ιστορίας, όπως ο Μεσαίωνας, αλλά και τη σχέση της με την ποίηση και τη Λογοτεχνία γενικότερα.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Θα σας φανεί παράξενο, αλλά όλα ξεκίνησαν μέσα από ένα όνειρο, έξι χρόνια πριν. Σε αυτό, μια όμορφη και επιβλητική γυναίκα εμφανίστηκε λέγοντάς μου πως είναι η Ευδοκία και πως όλοι έχουν ξεχάσει τα ποιήματά της, οπότε θα πρέπει κάτι να κάνω γι’ αυτό. Ξυπνώντας ο νους μου πήγε στην Ευδοκία τη Μακρεμβολίτισσα, που έζησε τον 11ο αι. και για την οποία ήξερα ότι ήταν και συγγραφέας. Όμως, μετά από μια αναζήτηση στην Εθνική Βιβλιοθήκη, βρέθηκα μπροστά στα συγκλονιστικά ποιήματα της Αθηναΐδος-Ευδοκίας, γραμμένα σε ομηρική διάλεκτο. Άρχισα να τα μεταφράζω στα νεοελληνικά, εκπληρώνοντας έτσι το αίτημα της Ευδοκίας του ονείρου. Σιγά σιγά όμως, μελετώντας τη ζωή της άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα που μπορούσα να κάνω για εκείνην. Ανέτρεξα στις πηγές και σε σύγχρονες μελέτες και «είδα» ολοζώντανη μπροστά μου εκείνη τη γυναίκα, την κόρη Αθηναίου φιλοσόφου, που προσπάθησε να αναχαιτίσει τη χριστιανική επιθετικότητα που εξέφραζαν οι νόμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, είδε τους ανθρώπους που την περιέβαλλαν να εξοντώνονται και έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της μακριά από το παλάτι, κάποιοι λένε αυτοεξόριστη, άλλοι εξόριστη (με αυτούς τους δεύτερους συντάσσομαι). Έτσι, μπήκα για τα καλά στα μυστήρια που μεταβατικού 5ου αι. με όχημα την Αθηναΐδα-Ευδοκία.
Ποια είναι η σχέση σας με την Ιστορία ως αναγνώστρια; Διαβάζετε ιστορικό μυθιστόρημα;
Διαβάζω ιστορικό μυθιστόρημα και το θεωρώ ένα σπουδαίο είδος. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, παρατηρώ ότι υπάρχει μια προκατάληψη προς το ιστορικό μυθιστόρημα, λες και αυτό αποτελεί ένα είδος «κατώτερο» σε σχέση με άλλα είδη πεζογραφίας, που είναι πιο πειραματικά ή που τέλος πάντων ασχολούνται με σύγχρονα προβλήματα. Σε αυτή την προκατάληψη ίσως έχει παίξει ρόλο η ύπαρξη ενός είδος ιστορικού «άρλεκιν» που κυκλοφορεί. Κι όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ σοβαρό είδος, που απαιτεί μελέτη, έρευνα, ακρίβεια και προσφέρει όχι μόνο γνώσεις, αλλά και μια βιωματική αίσθηση του ιστορικού κύκλου και της διαχρονίας των ανθρώπινων καταστάσεων. Η Μαργκαρίτ Γιουρσενάλ στο έργο της Απομνημονεύματα του Αδριανού μάς δίνει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που οφείλει να λειτουργεί ένας συγγραφέας ιστορικού μυθιστορήματος και αυτό το κείμενο της έχω πάντοτε σαν οδηγό.
Είναι το Βυζάντιο και ο Μεσαίωνας γενικότερα είναι η αγαπημένη σας ιστορική εποχή; Κι αν ναι, πείτε μας για ποιον λόγο.
Οι σπουδές μου αφορούν τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ερευνητικά ασχολούμαι με τη λογοτεχνική παραγωγή των γυναικών στη μεσαιωνική και αναγεννησιακή Ιταλία. Από το Βυζάντιο με ενδιαφέρουν οι μορφές εκείνες που ξέφυγαν από τον ασφυκτικό ιδεολογικό κλοιό της Εκκλησίας και του Κράτους: οι αιρετικοί, οι μάγοι, οι λόγιοι που με πείσμα και κινδύνους διατήρησαν ζωντανό το φως των αρχαίων γραμμάτων και στη συνέχεια έφυγαν στη Δύση και συντέλεσαν στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Κατατάσσω την Ευδοκία σε αυτή τη μυστική αλυσίδα λογίων: γιατί στο έργο της για τον βίο του Αγίου Κυπριανού κατορθώνει να διασώσει ένα πλήθος στοιχείων για τις παγανιστικές λατρείες, όπως σημειώνουν σοβαροί ξένοι μελετητές.
Στις Εξόριστες βασίλισσες γράφετε για γυναίκες ηρωίδες. Πιστεύετε ότι, ως γυναίκα και εσείς, κατανοείτε καλύτερα την ψυχολογία τους από κάποιον άνδρα συγγραφέα;
Όπως προανέφερα, με ενδιαφέρει η γυναικεία φωνή μέσα στους αιώνες, επιστημονικά αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Αισθάνομαι ότι μετά από αιώνες σιωπής, οφείλω να δώσω φωνή ακόμη και σε εκείνες που έμειναν στην αφάνεια, ταυτιζόμενη μαζί τους σε ένα επίπεδο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Βλέπω ότι και απέναντι σε αυτό το στοιχείο υπάρχει μια προκατάληψη, στο να επιμένει δηλαδή ένας συγγραφέας να δίνει στις γυναίκες τον πρωταγωνιστικό ρόλο, λες και αυτομάτως το έργο του μετατρέπεται σε «γυναικεία» λογοτεχνία. Η ίδια προκατάληψη υπάρχει και όταν ένας συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα του έρωτα. Κι όμως ο έρωτας είναι μια δύναμη επαναστατική, ένα πάθος που πολλές φορές άλλαξε τον ρου της ιστορίας και γι’ αυτό ελπίζω ο άνθρωπος του μέλλοντος να πιστέψει στη δύναμή του, που όπως μας λένε και οι αρχαίοι μύθοι, οι μεσαιωνικές ιπποτικές μυθιστορίες και οι σουρεαλιστές καλλιτέχνες έχει διαστάσεις κοσμογονικές και ανατρεπτικές. Από την πλευρά μου, τόσο με το καλλιτεχνικό μου έργο όσο και με το επιστημονικό, προσπαθώ να «σπάσω» τέτοιου είδους προκαταλήψεις, οι οποίες έχουν παγιωθεί από άντρες και δυστυχώς τις ασπάζονται και γυναίκες. Όμως η ποιοτική λογοτεχνία, που προϋποθέτει μόχθο και μελέτη, έμπνευση και αισθητική καλλιέργεια, τόλμη και γνώση, είναι μία, όποιοι κι αν είναι οι ήρωες ή τα θέματα που επιλέγει κανείς.
Οι γυναίκες του βιβλίου σας είναι δέσμιες των ανδρών και της τάξης τους από τη μία, αλλά και πανίσχυρες βασίλισσες από την άλλη. Εσείς θα θέλατε να ήσασταν στη θέση τους και να ζούσατε σε εκείνη την εποχή;
Όπως σωστά επισημαίνουν οι μελετητές, οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων συχνά βίωναν πολύ περισσότερο τα δεσμά του ρόλου που τους είχε ορίσει η κοινωνία απ’ όσο οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων. Μια φτωχή γυναίκα θα μπορούσε να παντρευτεί, για παράδειγμα, από έρωτα, ενώ μια αριστοκράτισσα αποτελούσε ένα μέσο για να πραγματοποιηθούν τα «παζάρια» μεταξύ των ισχυρών οικογενειών. Συνήθως αυτές οι γυναίκες αρραβωνιάζονταν από την παιδική τους ηλικία, όπως συμβαίνει με την κόρη της Ευδοκίας, την Ευδοξία, που είναι μία από τις πρωταγωνίστριες του βιβλίου μου, χωρίς έπειτα να έχουν τη δυνατότητα να αθετήσουν τις συμφωνίες των γονιών τους, πάνω στις οποίες «παίζονταν» ολόκληρα βασίλεια και περιουσίες. Αυτές οι πρακτικές συνεχίστηκαν για αιώνες. Ας μην ξεχνάμε τα συγκλονιστικά απομνημονεύματα της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, που περιγράφει τη ζωή των γυναικών των ανώτερων τάξεων στα χρόνια του 19ου αι.! Αν με έναν μαγικό τρόπο μεταφερόμουν σε εκείνη την εποχή, θα ήθελα να ανήκω στις γυναίκες-φιλοσόφους κάποιας φιλοσοφικής σχολής, σαν εκείνη που κατείχε ο Λεόντιος, ο πατέρας της Αθηναΐδος-Ευδοκίας.
Το βιβλίο σας περιέχει πολλούς και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες. Σκοπός σας ήταν περισσότερο η ηθογραφία ή η Ιστορία;
Σκοπός μου πάντα είναι ο συνδυασμός της ιστορικής καταγραφής, της ψυχογράφησης των ηρώων και της αντιπαράθεσης των ιδεών. Για εμένα η δράση ή η ψυχολογία, που δεν συνοδεύεται από την έκφραση των βαθύτερων ιδεών και των αγωνιωδών ερωτημάτων του ανθρώπου, είναι κάτι το ελλιπές. Θέλω να βλέπω πάντα τον άνθρωπο ως ένα ον ικανό να φιλοσοφήσει, να ανακαλύψει, να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Όλα αυτά όμως οι ήρωές μου τα κάνουν ενταγμένοι στην εποχή τους και παλεύοντας να αναδυθούν από τις τρικυμίες των χρόνων τους.
Η πάλη μεταξύ της αναδυόμενης θρησκείας του χριστιανισμού και της θνήσκουσας ειδωλολατρίας παρουσιάζεται έντονα στο βιβλίο σας και στην ψυχή της πρωταγωνίστριας Αθηναΐδας-Ευδοκίας, η οποία ακροβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους. Περιγράψτε μας εν συντομία αυτή την πάλη στις ψυχές των ανθρώπων της εποχής όπως τόσο έξοχα την απεικονίσατε στο πόνημά σας.
Ο 5ος αι. είναι μια εποχή γεμάτη αντιπαραθέσεις. Θα τολμούσα να πω ότι εκείνα τα χρόνια όρισαν τη μεγάλη μετάβαση από τον ελληνικό πολιτισμό στην επικράτηση του χριστιανισμού. Δεν θα μιλούσα για ειδωλολατρία, αλλά για παγανισμό, γιατί τα είδωλα είχαν πάντοτε μια λειτουργία συμβολική και βοηθούσαν στην ενατένιση του κάλλους και της αρμονίας. Κατά τη γνώμη μου, ο βυζαντινός κόσμος κάθε άλλο παρά αποτελεί μια συνέχεια του αρχαίου. Είναι δύο κόσμοι με αντίθετη κοσμοθεώρηση, αισθητική, ηθική. Κατά τον 5ο αι. ο ελληνικός κόσμος καθόλου δεν βρίσκεται σε παρακμή, όπως είθισται να αναπαράγουν κάποια βιβλία. Η σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει ότι κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ακμάζουν τα ελληνικά γράμματα, οι επιστήμες, η φιλοσοφία. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: στην Αλεξάνδρεια δρουν ο μαθηματικός Θέων και η κόρη του, η μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος Υπατία, η οποία βρίσκει φρικτό θάνατο τεμαχιζόμενη από τον χριστιανικό όχλο. Έχει προηγηθεί ο Διόφαντος, ο σπουδαίος μαθηματικός του 3ου αι. ενώ τη μαθηματική παράδοση των Ελλήνων ακολουθεί κατά τον 5ο-6ο αι. ο Ευτόκιος ο Ασκαλωνίτης. Ας έρθουμε στη φιλοσοφία: τον 5ο αι. θα συναντήσουμε τον Πρόκλο, νεοπλατωνικό φιλόσοφο και έξοχο σχολιαστή του Πλάτωνα, ενώ φτάνουμε στον 6ο αι. κατά τον οποίο δρουν μέσα στις δραστήριες σχολές τους οι πλατωνικοί Δαμάσκιος και Σιμπλίκιος. Στην αρχιτεκτονική, όλοι ξέρουμε τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο, τους δύο ανθρώπους που σχεδίασαν την Αγία Σοφία, ως άριστοι γνώστες των αρχαίων μαθηματικών. Θα μπορούσα να συνεχίσω με ονόματα και πεδία γνώσης για σελίδες ολόκληρες… Γνωρίζουμε ότι ειδικά στον ελληνικό χώρο υπήρξε μια μεγάλη καταστολή της αρχαίας θρησκείας, με σπασίματα αριστουργηματικών ναών, με σκληρές ποινές κατά των παγανιστών (χρονογράφοι της εποχής μαρτυρούν σταυρώσεις, γδαρσίματα, καψίματα παγανιστών σε διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας), με κλείσιμο φιλοσοφικών σχολών και θεάτρων, με παύση αθλητικών αγώνων. Ο Θεοδόσιος Β΄, σύζυγος της Ευδοκίας, πολέμησε τον παγανισμό, ενώ εκείνη προσπαθούσε να διατηρήσει την ελληνική παιδεία ιδρύοντας το Πανδιδακτήριο και μεσολαβώντας για την ελάφρυνση των ποινών κατά των παγανιστών. Ήταν μια έξυπνη γυναίκα που κατανοούσε ότι έπρεπε να προστατεύσει τις ρίζες της με όποιον τρόπο τής είχε απομείνει… Πρέπει να ήταν μια τρομερή κατάσταση τα γεγονότα του 5ου αι. για τα πιο φωτισμένα πνεύματα, για τους επιστήμονες και φιλοσόφους που πληροφορούνταν διατάγματα σύμφωνα με τα οποία οι μαθηματικοί ήταν μάγοι που έπρεπε να τιμωρηθούν, ενώ οι σχολές τους έπρεπε να κλείσουν.
Γενικότερα αντλείτε έμπνευση για τα βιβλία σας από ταραγμένες ιστορικά εποχές, όπως και η σημερινή;
Ναι, με ενδιαφέρουν οι μεγάλες μεταβάσεις στην ιστορία του κόσμου. Είδαμε τι συνέβαινε τον 5ο αι. Κάθε άλλο παρά μια ήρεμη εποχή. Με ενδιαφέρει πολύ και η εποχή της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης, για την οποία επίσης έχω γράψει ένα έργο, ανέκδοτο προς το παρόν. Και τότε οι δυνάμεις της Αναγέννησης και της επιστροφής στο κάλλος, στο σώμα, στον έρωτα κατέληξαν σε μια βάρβαρη οπισθοχώρηση. Τότε είναι που πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο κυνήγι μαγισσών και κυριάρχησε μια ασφυκτική ηθική σε πολλά μέρη του κόσμου. Φαίνεται πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από την αυτοκαταστροφική του φύση… Σήμερα, έχουμε περάσει σε μια κακώς εννοούμενη «επιστημονική» σκέψη, που δεν είναι άλλο από ένας αναχρονιστικός θετικισμός. Πιστεύουμε ότι έχουμε τον έλεγχο της φύσης, αρνούμαστε τις μεταφυσικές αναζητήσεις, έχουμε αποκοπεί από τον πυρήνα μας. Ας υπενθυμίσω όμως ότι οι μεγάλοι επιστήμονες αφήνουν πάντα ανοιχτές τις πόρτες των ερμηνειών και των αναζητήσεων. Γιατί όσο αυξάνει η γνώση, αυξάνουν και τα ερωτήματα.
Ποίηση, Λογοτεχνία, Βιβλιοκριτική και Μετάφραση. Πείτε μας πως καταφέρνετε και τα συνδυάζετε όλα αυτά μαζί. Σας εμπνέει ή σας μπερδεύει το γεγονός ότι ασχολείστε με όλα αυτά συγχρόνως;
Ως «τέκνο της Αναγέννησης» πιστεύω στον homo universalis. Μακάρι να έκανα και πολλά άλλα, όπως το να ήμουν μαθηματικός, αστρονόμος, φυσιοδίφης. Όσο περισσότερο ενεργούμε, κατανοούμε την περίπλοκη αλήθεια του κόσμου. Και τίποτε άλλο δεν έχει μεγαλύτερη αξία από αυτή τη γνώση.
Για εσάς είναι δυσκολότερη η συγγραφή του έμμετρου ή του πεζού λόγου;
Κάθε είδος λόγου έχει άλλες δυσκολίες. Δεν μπορώ να συγκρίνω τον τρόπο δημιουργίας ενός ποιήματος και ενός πεζού. Θα άξιζε όμως να αναφέρω μια βασική διαφορά: όταν η Μούσα έρχεται απρόσμενα για να μου δώσει έναν στίχο πρέπει να τρέξω να τον καταγράψω πριν λησμονηθεί, δηλαδή η Μούσα της ποίησης είναι βιαστική και αναπάντεχη. Η Μούσα της πεζογραφίας έχει μεγαλύτερη υπομονή, σε κατακλύζει με μια αίσθηση και μπορείς να περιμένεις, να βυθιστείς σε αυτή μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή της καταγραφής. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα δεν γίνεται χωρίς μια άλλη, μαγική επενέργεια που να φωτίζει την αλήθεια.
Κωνσταντινούπολη του 462 μ.Χ. Η Ευδοξία, βασίλισσα του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετά το τέλος της αιχμαλωσίας της από τους Βανδάλους, επιστρέφει από την Αφρική στη γενέτειρα πόλη της. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που μικρό κορίτσι εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα. Τώρα αισθάνεται ξένη και μόνη. Μάταια αναζητά έναν τρόπο να συνδεθεί με τις ρίζες της, ώσπου φτάνει στα χέρια της το ημερολόγιο της μητέρας της, της Αυγούστας Ευδοκίας. Η ανάγνωση του ημερολογίου θα φωτίσει τα γεγονότα του παρελθόντος με έναν εντελώς νέο τρόπο. Η Ευδοξία θα ανακαλύψει όχι μόνο την ιστορία της οικογένειάς της, αλλά την ιστορία του ανθρώπου που αγωνίζεται να δημιουργήσει έναν αληθινό εαυτό μέσα σε έναν βίαιο και σκληρό κόσμο, εκείνου που παλεύει για τον έρωτα, τη γνώση και την ελευθερία. Μέσα στο βιβλίο οι ιστορίες των γυναικών τέμνονται και αντανακλούν η μία την άλλη: η παθιασμένη Ευδοκία, η σκληρή και φιλόδοξη Πουλχερία, η ευαίσθητη Φαύστα, η περιπλανώμενη Ευδοξία, η αθώα Πλακιδία, οι ερημίτισσες της Ανατολής, οι ζητιάνες και οι μάγισσες. Άλλες βασίλισσες, άλλες φτωχές και ανώνυμες μέσα στο ποτάμι της ιστορίας, όλες εξόριστες από την ευτυχία, όλες σε μια διαρκή αγωνία να ορίσουν την ψυχή και το σώμα τους. Απέχουν άραγε οι ιστορίες τους από το παρόν και το μέλλον κάθε ανθρώπου που παλεύει να βρει τη θέση του μέσα σε έναν αβέβαιο κόσμο;
Βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ.