Χρίστος Κυθρεώτης: «Μια από τις φιλοδοξίες μου ήταν να καταγράψω το κλίμα της εποχής»

Γεννημένος στη Λευκωσία, αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα, ο συγγραφέας Χρίστος Κυθρεώτης έχοντας λάβει το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας στην Κύπρο και ένα μήνα μετά την ανακοίνωση των Κρατικών βραβείων Λογοτεχνίας, μάς μιλά για το τελευταίο του βιβλίο «Εκεί που ζούμε» (εκδόσεις Πατάκη).

Στο κιρκάδιο μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία του Αντώνη Σπετσιώτη, ένα σύγχρονο ήρωα με οξυδέρκεια και χιούμορ συνθέτοντας ένα παζλ για μια εποχή που συνεχίζει να απασχολεί.

Ο συγγραφέας σπούδασε νομικά και έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη για νέους συγγραφείς (2007), καθώς και στον αντίστοιχο διαγωνισμό του Βρετανικού Συμβουλίου (2009). Το 2014 τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεµφανιζόµενου Συγγραφέα (εξ ηµισείας) για το βιβλίο «Μια χαρά».

Έχει περίπου ένα μήνα που απονεμήθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Ποια τα συναισθήματα σας για την υποψηφιότητα του δεύτερου λογοτεχνικού σας έργου; Είχατε την ελπίδα πως θα το παραλάβετε, όντας ήδη βραβευμένος στη δεύτερη πατρίδα σας, την Κύπρο;

Κατ’ αρχάς, ήταν τιμή για μένα και μου έδωσε μεγάλη χαρά η ένταξη του Εκεί που ζούμε στη βραχεία λίστα, μαζί με τόσα καλά βιβλία και συγγραφείς που αγαπώ και θαυμάζω. Την ίδια χαρά μού έδωσε και η βράβευση στην Κύπρο, όπως και οποιαδήποτε ανάλογη διάκριση. Προσπαθώ να αντιμετωπίζω κάθε τέτοια καλοδεχούμενη είδηση ως ενθάρρυνση για τη συνέχεια. 

Στο κιρκάδιο μυθιστόρημα, εξιστορείται μια μέρα του Αντώνη Σπετσιώτη – τους προβληματισμούς του, τις σχέσεις του, το εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε ως προς συγγραφή του έργου και την ανάλυση των χαρακτήρων;

Θα έλεγα ότι πολλές από τις δυσκολίες αυτού του βιβλίου τις αντιμετώπισα πριν αρχίσω να το γράφω – γράφοντας άλλα βιβλία, που ποτέ δεν τελείωσα ή εξέδωσα. Τα πράγματα που δεν λειτούργησαν εκεί με βοήθησαν να δω πιο καθαρά και νηφάλια το υλικό του συγκεκριμένου βιβλίου, την ιστορία του Αντώνη και όσων τον περιβάλλουν, πριν μπω στη διαδικασία να τη γράψω. Από εκεί κι έπειτα ακολούθησε το συνηθισμένο πλέγμα δυσκολιών: αμφιβολίες, αναθεωρήσεις, περικοπές, αντιμεταθέσεις, ξαναγράψιμο. Αλλά αυτά ισχύουν για όλα σχεδόν τα βιβλία.

Ο χρόνος ή ιστορία του ήρωα είναι το ζητούμενο για ένα συγγραφέα έχοντας δομική βάση ένα 24ωρο;

Σίγουρα, αυτά τα δύο συνομιλούν. Το να αφηγηθείς τον χρόνο είναι η μορφή εξιστόρησης που απομένει όταν δεν πιστεύεις πια στις ιστορίες ή στη δυνατότητά σου να τις πεις ειλικρινά – και αυτό ακριβώς συμβαίνει στον Αντώνη. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που με έπεισε ότι το συγκεκριμένο μυθιστορηματικό καλούπι ταίριαζε στον συγκεκριμένο χαρακτήρα.



Το πορτρέτο του Σπετσιώτη αποτυπώνει μια χαμένη γενιά ανθρώπων. Στοχεύατε να αναφερθείτε στα σημερινά αδιέξοδα των τριανταπεντάρηδων;

Όχι ακριβώς. Μια από τις φιλοδοξίες μου ήταν να καταγράψω στο Εκεί που ζούμε με τον τρόπο της πεζογραφίας το κλίμα της εποχής – ας πούμε τη διανοητική και συναισθηματική ατμόσφαιρα της προηγούμενης δεκαετίας. Αναπόφευκτα, όμως, επειδή η καταγραφή αυτή γίνεται από έναν τριανταπεντάρη πρωτοπρόσωπο αφηγητή –και μάλιστα από μια οπτική γωνία πολύ εσωτερική, σε ένα βιβλίο πιστό στις συμβάσεις του ρεαλισμού–,  πέρασε σε πρώτο πλάνο, σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του βιβλίου, η εμπειρία της συγκεκριμένης γενιάς, με όλη την αμφισημία που εμπεριέχει ο όρος.

Εσείς πώς αντιμετωπίσατε την κρίση της τελευταίας δεκαετίας; Ο ήρωας προβάλλει τις ανησυχίες και την κριτική σας σκέψη;

Παρότι το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, πολλά από τα περιβάλλοντα στα οποία κινείται ο Σπετσιώτης είναι βιωμένα κι από μένα – η ηλικία του, ο επαγγελματικός περίγυρος, τα μέρη όπου έχει ζήσει. Διστάζω να πω όμως ότι μοιραζόμαστε οτιδήποτε άλλο, ακόμα κι αν κάποιες από τις σκέψεις του που καταγράφονται στο βιβλίο, θα μπορούσα να τις είχα κάνει κι εγώ σε παρόμοιες συνθήκες. Διστάζω κατά βάση επειδή ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, ακόμα κι είναι ανοιχτός όπως θεωρώ ότι είναι ο Αντώνης, είναι πάντα πολύ πιο «κλειστός», δηλαδή οριστικός και μονοσήμαντος, απ’ όσο είμαστε εμείς. Περιέχουμε πολύ περισσότερα και αντιφατικά πράγματα απ’ όσα μπορούν να χωρέσουν σε έναν λογοτεχνικό ήρωα, ακόμα και σε έναν αντιφατικό λογοτεχνικό ήρωα. 

Ποια τα πρότυπα και οι επιρροές σας στη λογοτεχνία; 

Πολλά και διάφορα κατά καιρούς. Κάθε βιβλίο που σου ασκεί κάποια επίδραση, έστω και μικρή, νομίζω πως ανακινεί λίγο αυτό που λέμε υλικό – είτε βιωμένο, είτε επινοημένο. Σε καλεί να το δεις υπό μια διαφορετική γωνία, να το πιλατέψεις λίγο ακόμα. Επιδιώκω συνειδητά αυτού τους είδους τη συνάφεια με ό,τι διαβάζω, εξού και δεν έχω κανέναν δισταγμό να αφήσω ένα βιβλίο στη μέση ή και στην αρχή, όταν διαπιστώνω πως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα τέτοιο εδώ.

Πως αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας; Είναι ζήτημα επιλογής;

Υποθέτω πως μάλλον το επέλεξα με κάτι σαν την απαγωγή εις άτοπον: τίποτα άλλο δεν λειτουργούσε για μένα, τουλάχιστον όχι από μόνο του. 

Ακολουθώντας και τις δύο λογοτεχνικές φόρμες, διήγημα και μυθιστόρημα, ποια από τις δύο σας γοητεύει περισσότερο; 

Οι αναγνωστικές μου αναφορές προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον χώρο του μυθιστορήματος, οπότε η πρώτη μου παρόρμηση είναι να σκέφτομαι και να επεξεργάζομαι ένα υλικό υπό το πρίσμα της μεγάλης φόρμας. Νομίζω ότι από ψυχολογικής πλευράς, το μυθιστόρημα γοητεύει με την υπόσχεση που σου δίνει ότι μπορεί να απορροφηθείς για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα σε αυτό, να «χαθείς μέσα του», όπως λέγεται, είτε ως αναγνώστης είτε ως συγγραφέας. Τώρα το γιατί αυτό είναι καλό, δεν έχω καταφέρει να το απαντήσω.

Ποιο το 24ωρο του Χριστού Κυθρεώτη εν μέσω πανδημίας; 

Επειδή δουλεύω από το σπίτι έτσι κι αλλιώς, η καθημερινότητά μου άλλαξε βεβαίως πολύ, αλλά όχι δραματικά. Ας πούμε ότι ενέταξα σε αυτήν πολύ πολύ περισσότερο περπάτημα.