Δημήτρης Φραγκιόγλου: «Η αγάπη του κόσμου είναι ίσως και η μεγαλύτερη απολαβή στη δουλειά μας»

Τον γνωρίσαμε μέσα από κωμικούς κυρίως ρόλους και τον αγαπήσαμε για την αμεσότητα και το αστείρευτο ταλέντο του. Μέσα από μια μεγάλη πορεία στα ΔΗΠΕΘΕ, τον φετινό χειμώνα ο Δημήτρης Φραγκιόγλου θα σκηνοθετήσει το έργο Οι ψαράδες, της Sophie-Valentine Borloz, όπου θα παιχτεί στο Θέατρο Τέχνης. Μια παράσταση για τον έρωτα, τον φθόνο, το φόβο του διαφορετικού.

Ο θεατρικός χειμώνας σας βρίσκει να σκηνοθετείτε το έργο της Sophie-Valentine Borloz, Οι Ψαράδες. Τι είναι αυτό που σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο κείμενο και πως προέκυψε αυτή η συνεργασία; Το έργο έφτασε στα χέρια μου πριν δυο χρόνια – λίγους μήνες μετά το πρώτο ανέβασμά του στην Ελβετία. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα γιατί είχα χρόνια να διαβάσω ένα έργο που να αφηγείται απλά και μεστά μια δύσκολη ιστορία – που μας αφορά όλους. Να προκαλεί αβίαστα το συναίσθημα αλλά και το γέλιο. Σκέφθηκα ότι θα ήθελα να το ανεβάσω. Σκέφθηκα ότι θα ταίριαζε στο Διεθνές Φεστιβάλ Αναλόγιο – έναν καταξιωμένο θεατρικό θεσμό, και σαν πρώτο βήμα το πρότεινα στην κυρία Σίσσυ Παπαθανασίου. Το διάβασε, της άρεσε, άρεσε και στους συνεργάτες της και έτσι θα μας δοθεί η ευκαιρία να συστήσουμε τους Ψαράδες της Sophie-Valentine Borloz στο ελληνικό κοινό.

Η παράσταση θα ανέβει στο Θέατρο Τέχνης; Πείτε μας για αυτήν την σύμπραξη και δυο λόγια για τους συντελεστές της παράστασης. Οι Ψαράδες θα παρουσιαστούν σε ένα χώρο σημείο αναφοράς για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Η ιδέα το Φεστιβάλ να απλώνεται στα θέατρα της Αθήνας είναι πολύ έξυπνη και λειτουργική. Σ’ αυτή την πρώτη παρουσίαση του έργου «ουσιαστικοί συντελεστές» είναι οι ηθοποιοί που θα μας το διαβάσουν. Είναι ένα πάντρεμα παλιών και νεότερων ηθοποιών – το απαιτεί εξάλλου το έργο. Με τους περισσότερους θα συνεργαστούμε για πρώτη φορά. Τους αναφέρω με τη σειρά που παρουσιάζονται στο έργο: Βασίλης Βασιλάκης, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Δημήτρης Παπαδάκης, Στέλιος Κουλετάκης, Ελένη Κερολάρη, και Εβελίνα Αραπίδη. Τους ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκαν και που μου διέθεσαν τον χρόνο τους σε μια περίοδο που όπως ξέρετε όλοι τρέχουν για την προετοιμασία των παραστάσεών τους για τη χειμερινή σεζόν. Επί σκηνής θα είναι μαζί τους και ο εξαιρετικός μουσικός Γιώργος Στεφανακίδης που έγραψε τους στίχους και τη μουσική του έργου. Θα παίζει ζωντανά και θα συνοδεύει την παρουσίαση του έργου.

Μέσα από την εξέλιξη της πλοκής του βιβλίου, παρακολουθούμε πρόσωπα που επιχειρούν – ίσως και εν αγνοία τους – να σπάσουν τα στερεότυπα. Αναφέρομαι στον ρόλο της Τέσα και όχι μόνο. Υπάρχει τίμημα για αυτήν την παρρησία; Αν σας ζητούσα να το φέρεται στο τώρα, θα βρίσκατε κοινά σημεία με την εποχή μας; Τα πρόσωπα – οι άντρες-ήρωες του έργου, λειτουργούν σαν «θεματοφύλακες» των άγραφων νόμων, των ηθών του μικρού νησιού και των καλά κρυμμένων μυστικών του. Υπερασπίζονται – σαν από υποχρέωση τα ιερά και τα όσια της μικρής κοινωνίας τους – ίσως γιατί δεν έχουν το κουράγιο να αλλάξουν κάτι. Αυτό έρχεται να το χαλάσει με τον τρόπο της η Τέσα. Αρχικά εν αγνοία της, με την περιέργεια και το πείσμα – ενός κοριτσιού που μόλις βγαίνει από την εφηβεία. Κι αργότερα πιο συνειδητά όταν αρχίζει να ξέρει τι θέλει εκφράζει τη γνώμη της με θάρρος και ειλικρίνεια. Με τη συμπεριφορά της θα προκαλέσει έναν κατακλυσμό από γεγονότα που θα αναστατώσουν το νησί. Και φυσικά θα πληρώσει το τίμημα. Ο ρόλος της Τέσα – ιστορικά επαναλαμβάνεται τόσο στην ζωή όσο και τη λογοτεχνία.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα τελευταία χρόνια ασχολείστε πολύ με τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Πιστεύετε πως η πολιτεία, η τοπική αυτοδιοίκηση στηρίζει όσο πρέπει τον θεσμό των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ; ή απομονώνονται καλλιτεχνικά; Είχα την τύχη να συνεργαστώ σαν σκηνοθέτης 2 φορές μέσα σ’ ένα χρόνο με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας – που επέστρεψε στον θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ μετά από 5 χρόνια. Κι έχω παίξει ως ηθοποιός σε αρκετά ΔΗΠΕΘΕ, παλιότερα, τη δεκαετία του ’90. Κατά τη γνώμη μου η καλλιτεχνική απομόνωση και η απαξίωση των ΔΗΠΕΘΕ τις περισσότερες φορές ξεκινάει εκ των έσω – από την ίδια την πόλη, δηλαδή την τοπική αυτοδιοίκηση που τα στηρίζει με μισή καρδιά γιατί δεν τα θέλει. Και γι αυτό αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς δεν ευθύνεται η πολιτεία. Για να πετύχει ένα ΔΗΠΕΘΕ πρέπει η τοπική αυτοδιοίκηση να το πιστεύει, να το στηρίζει και να έχει διαμορφώσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ώστε το θέατρο να γίνει ένα απαραίτητο «ζωντανό κύτταρο» της πόλης. Και φυσικά να το στελεχώνει με τους σωστούς ανθρώπους ξεκινώντας από τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ λειτουργούν χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή – τα διευθύνει ο εκάστοτε πρόεδρος του ΔΣ. Και έχει παρατηρηθεί επίσης το φαινόμενο η τοπική αυτοδιοίκηση να υποκαθιστά συστηματικά το επαγγελματικό θέατρο με ερασιτεχνικά σχήματα που της στοιχίζουν λιγότερα και μεταφράζονται και σε ψηφαλάκια, οπότε όλοι είναι χαρούμενοι.

Βλέπουμε συχνά να γίνεται μεταφορά των ταινιών του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου στο θέατρο. Από την άλλη το θέατρο είναι σε μια φάση πιο ερευνητική. Θεωρείτε πως αυτή η τάση αναβίωσης το εξελίσσει; Δεν πρόκειται για «μεταφορά ταινιών». Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες ήταν θεατρικά έργα πριν μεταφερθούν στον κινηματογράφο. Η τάση αυτή ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του ’90 και έχει σιγά-σιγά εξαπλώθηκε στο χώρο του ψυχαγωγικού θεάτρου. Έχει αρωγό τη περιέργεια και τη κουβέντα που ξεκινάει με την ανακοίνωση του ανεβάσματος και βασικό ατού τη νοσταλγία. Μπορεί να μην εξελίσσει το θέατρο – αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Ο χώρος του ψυχαγωγικού θεάτρου έχει ανάγκη από εύρωστες παραστάσεις. Ωστόσο έχουν γίνει και διαφορετικού τύπου ανεβάσματα – πρόσφατα μάλιστα με επιτυχία από όσο ξέρω στο εθνικό θέατρο.

Πολυτεχνείο, μετά Οικονομικό της Νομικής, όμως, τελικά σας κέρδισε το θέατρο. Πως ξεκίνησε αυτή η όμορφη περιπέτεια; Είναι κάτι που το είχατε στο μυαλό σας από πάντα ή σας προέκυψε στην πορεία; Η περιπέτεια ξεκίνησε από το θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου και τις παραστάσεις που συμμετείχα ως ηθοποιός. Εκεί βεβαιώθηκα ότι αυτή είναι η δουλειά που θέλω να κάνω. Κατάλαβα ότι μου ταιριάζει και της ταιριάζω. Από εκεί και μετά τα πράγματα με ένα μαγικό τρόπο πήραν από μόνα τους το δρόμο τους.

Εκτός από ηθοποιός και σκηνοθέτης γράφετε κιόλας. Από τους Απαράδεκτους στης Ελλάδος τα Παιδιά, όπου πρωταγωνιστούσατε κιόλας. Πως βλέπετε την τηλεόραση σήμερα; Υπάρχει υλικό, νέοι σεναριογράφοι ή με το διαδίκτυο να έχει μπει δυναμικά στο χώρο μιλάμε για παρακμή; Δεν μου αρέσει να μιλάω απαξιωτικά για την τηλεόραση. Είναι ένα μέσο με άπειρες δυνατότητες – και είναι κρίμα που στα χρόνια της κρίσης οι άνθρωποι που ήταν σε θέσεις κλειδιά δεν τόλμησαν να ρισκάρουν. Τα κανάλια που προτίμησαν την ελληνική μυθοπλασία – ακόμα κι αν ήταν χαμηλού προϋπολογισμού είχαν επιτυχία. Η τηλεόραση αλλάζει κι αυτή όπως αλλάζει η εποχή μας. Και στην καινούργια της μορφή θα είναι πολύ πιο ευέλικτη. Θα δίνεται πιο εύκολα η ευκαιρία να δοκιμαστούν νέες ιδέες και νέοι άνθρωποι. Γιατί υπάρχουν αρκετοί νέοι σεναριογράφοι με ταλέντο που πρέπει να τους εμπιστευθούμε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πέρυσι διδάσκατε στην Δραματική Σχολή της Μαίρης Ραζή “Θέατρο Πρόβα”. Πως είναι να έρχεστε σε επαφή με νέα παιδιά; Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που θέλει να γίνει ηθοποιός; Η επαφή με τα νέα παιδιά αρχικά σε αναζωογονεί καλλιτεχνικά. Ο ενθουσιασμός τους και η άγνοια του κινδύνου σε επιστρέφουν στο ξεκίνημά σου κι αυτό είναι κάτι πολύ όμορφο γιατί ξαναβρίσκεις σαν ηθοποιός τον εαυτό σου. Γενικά αποφεύγω να δίνω συμβουλές. Δε βρίσκω κάποιο νόημα στη «νουθεσία». Πιστεύω ότι ο καθένας μας κάνει κάθε φορά αυτό που νομίζει – πιστεύει σύμφωνα με τις ανάγκες του και την εμπειρία του. Εξάλλου από τα λάθη μας μαθαίνουμε.

Έχετε φτιάξει μια θεατρική ομάδα τους Χρυσοθήρες. Κυρίως ανεβάζετε Αμερικανούς συγγραφείς, κάτι που δεν το βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Μιλήστε μας για αυτό σας το εγχείρημα. Οι Χρυσοθήρες είχαν και έχουν σα στόχο τη διερεύνηση των ορίων της κωμωδίας, και όχι μόνο. Αναζητούν το πάντρεμα του παλιού θεάτρου με το σύγχρονο – όχι με τον τρόπο όμως που αντιμετωπίζεται από αυτό που ονομάζουμε σήμερα «μεταμοντέρνο θέατρο». Οι αμερικάνοι συγγραφείς που σύστησαν Οι Χρυσοθήρες στο ελληνικό κοινό (Christopher Durang, David Sedaris, David Lindsay Abaire, Shel Silverstein, Michael Hollinger) έχουν έντονα αυτό το στοιχείο στη γραφή τους. Παρόλο ότι ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, ο καθένας με το δικό του προσωπικό ύφος εκσυγχρονίζει τη κωμωδία τόσο θεματολογικά όσο και σαν τρόπο γραφής – πατώντας πάντα στις παλιές βασικές αρχές της κωμωδίας. Η επιλογή των έργων έγινε επίσης γιατί εκείνη τη χρονική στιγμή δεν υπήρχε κάποιο αντίστοιχο ελληνικό έργο – ή τουλάχιστον δεν έτυχε να φτάσει στα χέρια μου. Μιας και οι μεταφράσεις αυτών των έργων έχουν εκδοθεί πιστεύω ότι Οι Χρυσοθήρες έχουν βάλει ένα μικρό λιθαράκι με το δικό τους τρόπο.

Από το σήριαλ Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του μέχρι και την λατρεμένη περσόνα του Χλαπάτσα, ο κόσμος σας έχει αγαπήσει. Παράλληλα είστε ένας άνθρωπος ηπίων τόνων, που επιλέγετε να μη μιλάτε συχνά. Πως διαχειρίζεστε την δημοσιότητα και το γεγονός της έκθεσης στον κόσμο; Η αγάπη του κόσμου είναι ίσως και η μεγαλύτερη απολαβή στη δουλειά μας. Είναι συγκινητικό να σε πλησιάζουν και να σε ευχαριστούν για τις στιγμές γέλιου και χαράς που τους έχεις προσφέρει. Φροντίζω να μιλάω μόνο με αφορμή τις δουλειές μου και γενικά να μην τοποθετούμαι επί παντός επιστητού. Γιατί πολύ απλά δεν τα ξέρω όλα αλλά και γι αυτά που ξέρω τοποθετούμαι προσεκτικά. Η δυνατότητα που μας δίνεται σήμερα από τον ηλεκτρονικό τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να μιλάμε εύκολα κάποιες φορές γίνεται κουραστική και ανούσια. Ως προς τη δημοσιότητα – αναγνωρισιμότητα είχα την τύχη να την ζήσω από νωρίς. Δεν είναι και τόσο εύκολη η διαχείρισή της είναι πολύ εύκολο να τη ψωνίσεις. Ωστόσο μπορώ να πω μου έκανε καλό γιατί κατά κάποιο τρόπο με κοινωνικοποίησε επειδή γενικά είμαι κλειστός άνθρωπος. Με τα χρόνια συμπεριφέρομαι όπως νιώθω εκείνη τη στιγμή και ανάλογα με αυτό που εισπράττω από την άλλη πλευρά.

Info: Το έργο θα παρουσιαστεί την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2018 στις 20:00 στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου. Περισσότερα εδώ.