«Largo» ή αλλιώς ένα παιχνίδι με τον χρόνο. Μια χειρονομία αντίστασης, όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης στο πρώτο του λογοτεχνικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο συγγραφέας αφήνει για λίγο την Συγκριτική Πολιτική του Παντείου Πανεπιστημίου και τις κοινωνιολογικές μελέτες και μεταπηδά στον κόσμου του διηγήματος με πρόθεση να παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν οξυδερκές κρυφτό μεταξύ ρεαλισμού και φανταστικού. Το μόνο σίγουρο είναι πως ολοκληρώνοντας την ανάγνωση όλοι και ο καθένας μας χωριστά θα βρει κάτι δικό τους στις δεκαπέντε σύντομες ιστορίες του Largo.
Το «Largo» είναι το πρώτο σας λογοτεχνικό βιβλίο και αποτελείται από μια συλλογή δεκαπέντε διηγημάτων. Πείτε μας δυο λόγια.
Είναι ένα πρωτόλειο και έτσι πρέπει να διαβαστεί. Οι μικρές ιστορίες που το συναποτελούν δεν μπορούν να κρύψουν τις αδυναμίες και τις αστοχίες τους, αντίθετα, τις εκθέτουν σε κοινή θέα – εξάλλου και ο συγγραφέας τους, όπως οι συνομήλικοί του, αποτελείται επίσης κυρίως από τέτοιες. Επίσης, αναζητούν μες στην ετερογένεια κάτι να τις συνέχει· καταπιάνονται με τη μοναξιά, την αγάπη, την εργασία, την ταυτότητα, αλλά έχουν ως συγκολλητική ουσία την έννοια του χρόνου. Τα ετερόκλητα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένες (παράδοξο και ρεαλισμός, φιλοσοφία και κόμικς, νουάρ και επιστημονική φαντασία, «υψηλό» και ποπ) αντικατοπτρίζουν κάτι από το αισθητικό γούστο της γενιάς μας.
Γιατί επιλέξατε έναν μουσικό όρο για τίτλο του βιβλίου σας;
Όπως σε μια παρτιτούρα ο συνθέτης δηλώνει τον ρυθμό δίνοντας μια «οδηγία» για το πώς θα παιχθεί το μουσικό κομμάτι, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να δώσω κι εγώ εξαρχής μια τέτοια οδηγία: «Να διαβαστεί σε ρυθμό largo» (που είναι ένας από τους πιο αργούς στη μουσική). Σαν μια χειρονομία αντίστασης, μάταιη φυσικά, στον μεγάλο δυνάστη χρόνο και στις φρενήρεις ταχύτητες της εποχής. Αλλά και επειδή ο ρυθμός στη γραφή μπορεί να λειτουργεί όπως στη μουσική: πυκνώνει ή αραιώνει, κάνει παύσεις ή σφυροκοπά, το ίδιο μοτίβο παιγμένο σε διαφορετικό ρυθμό μπορεί να αλλάζει εντελώς.
Διαβάζοντας ο αναγνώστης τις ιστορίες σας διαπιστώνει πως το στυλ γραφής που ακολουθείτε ποικίλει, διαφέρει. Είναι ένας συνειδητός πειραματισμός αυτή η τακτική;
Είναι, νομίζω, ένα στάδιο από το οποίο περνάει ο μαθητευόμενος: να δοκιμάζει διαφορετικές εκφραστικές φόρμες, είδη και γλώσσες, στην αυστηρή μορφή τους ή ως παρωδία, αφενός για να τα μάθει, αφετέρου για να βρει τη δική του γλώσσα, αυτήν που του ταιριάζει. Στην ουσία, είναι δοκιμές και αυτοσχεδιασμοί, ένα παιχνίδι καλύτερα. Βοηθάει επίσης να μην παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.
Το άλλο σημείο που εντόπισα είναι ένα κρυφτό ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο εξωπραγματικό. Τα πρόσωπα και οι τοποθεσίες μοιάζουν να υπάρχουν και την ίδια στιγμή δίνουν την εντύπωση του μη οικείου. Γιατί επιλέξατε να παίξετε, έτσι, με τον χρόνο;
Γιατί έχω καταλήξει (προσωρινά) ότι αυτό είναι και το παιχνίδι του ίδιου του χρόνου. Η μνήμη και η προσδοκία, δύο βασικές διαστάσεις της εμπειρίας μας, κινούνται εκεί κάπου, ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό ή το οικείο και το ανοίκειο. Αλλά μιλώντας για λογοτεχνία, νομίζω ότι ένα βασικό ερώτημα είναι αν μπορεί κανείς να ξεφύγει από την απλή αναπαράσταση του υπάρχοντος, να πάρει μια ειρωνική απόσταση από την πραγματικότητα και να αναζητήσει τις αντιφατικές, μαγικές και παράδοξες διαστάσεις της. Μπορεί και να είναι μια απλοϊκή σκέψη, βέβαια.
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης ανάμεσα σε ποια συνθήκη βρίσκεται; Ή αν προτιμάτε, που επιθυμεί ο ίδιος να ζει, στον πραγματικό κόσμο ή στον ονειρικό;
Κάπου ανάμεσα. Εκεί δεν ζούμε όλοι;
Στον «Προορισμό ενός νησιού», όταν ο ήρωας πεθαίνει, μαζί του πεθαίνει και ο κόσμος του, οι μνήμες του, όλα όσα υπήρξαν δίπλα του. Τι σκεφτόσασταν όταν γράφατε αυτήν την ιστορία;
Σκεφτόμουν, κατά κάποιον τρόπο, το αντίθετο: ότι κάθε άνθρωπος, όσο ζει, ακόμη και ο πιο αδιάφορος και βαρετός, είναι φτιαγμένος από τόσα θαυμάσια και απεχθή πράγματα που θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε σαν έναν ολόκληρο κόσμο. Και ένα μυστικό, από το «εργαστήρι»: είχα επίσης κατά νου τη νουβέλα του Στίβεν Κινγκ The Langoliers και την ομώνυμη τηλεταινία του 1995. Έτσι κάπως κατασκευάστηκε αυτή η ιστορία, που μέσα από την εξιστόρηση του τέλους προσπαθεί να δείξει την απέραντη έκταση που μπορεί να έχει ό,τι προηγήθηκε.
Ποιες είναι οι επιρροές σας; Ποιους συγγραφείς θα συναντήσουμε στην βιβλιοθήκη σας;
Θα συναντήσετε κυρίως αδιάβαστα βιβλία, οπότε ας μην θίξουμε αυτό το θέμα, είναι κάπως ευαίσθητο.
Περιγράψτε μου μια δική σας ιδανική ημέρα – πραγματική ή φανταστική.
Ένα απολύτως τεμπέλικο Σάββατο που να κρατάει 72 ώρες. Κάτι εντελώς φανταστικο δηλαδή.