Η Κωνσταντίνα Μόσχου μιλάει για το νέο της βιβλίο «Γεράκια στο Κλουβί»

Η Κωνσταντίνα Μόσχου γεννήθηκε στην Αθήνα και έχει εργαστεί ως συντάκτρια στον έντυπο ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Έχει εκδώσει ως τώρα επτά βιβλία και έχει συμμετάσχει σε τέσσερα συλλογικά. Τα δύο τελευταία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Bell (Οι κυρίες με τα τιρκουάζ, 2020 και Σταχτόνερο, 2019),όπως και το τελευταίο της πόνημα για το οποίο μας μίλησε εδώ, αυτό με τον τίτλο Γεράκια στο κλουβί που εκδόθηκε πρόσφατα.

Το τελευταίο της βιβλίο πραγματεύεται μία ιστορία μυστηρίου η οποία λαμβάνει χώρα πάνω σε ένα πλοίο με κατάδικους με προορισμό την Αυστραλία στις αρχές του 19ου αιώνα. Το ταξίδι του Νόρφοκ,- όπως ονομαζόταν το πλοίο-ήταν αληθινό ιστορικό γεγονός, γύρω από το οποίο η συγγραφέας πλέκει μία συναρπαστική ιστορία μυστηρίου. 

Γράφετε κυρίως ιστορίες μυστηρίου. Να υποθέσω ότι αυτές και τα αστυνομικά μυθιστορήματα αποτελούν το αγαπημένο σας ανάγνωσμα;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι μόνο οι ιστορίες μυστηρίου που επιδιώκω να γράφω και να διαβάζω. Υπάρχουν αρκετά κείμενά μου δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, χωρίς ίχνος μυστηρίου. Μάλλον το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία έτυχε να ασχοληθώ με αυτό το είδος  με κατηγοριοποίησε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης δεν έχει να κερδίσει κάτι με εμμονές σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πείτε μας πώς και αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το τόσο ασυνήθιστο θέμα. Πώς ακριβώς το ανακαλύψατε;

Είχα σκεφτεί από την αρχή ότι το επόμενο μυθιστόρημά μου θα ήταν ιστορικό και μια  σειρά από συμπτώσεις με έφερε σε αυτό το θέμα, κεντρίζοντάς με να το ψάξω καλύτερα. Υπάρχει αρκετό υλικό στην ελληνοαυστραλιανή κοινότητα που έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, για τους καταδικασμένους για πειρατεία ναυτικούς που ταξίδεψαν με το ιστιοφόρο Νόρφοκ προς την αυστραλιανή ήπειρο, και θεωρούνται οι πρώτοι Έλληνες άποικοί της. Η συγκέντρωση του υλικού ήταν χρονοβόρα και έγινε σε πρώτη φάση, με όλες τις πληροφορίες ακόμα και αχρείαστες, έτσι ώστε να έχω εικόνα της εποχής.

Κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημά σας είναι η Καρμέλα η μαγείρισσα. Υπήρχε πράγματι γυναίκα κατάδικος σε αυτό το ταξίδι ή η γυναικεία αυτή προσθήκη ήταν δικό σας συγγραφικό τέχνασμα;

Η επινόηση ενός ακόμα χαρακτήρα και μάλιστα γυναίκας, ήταν απαραίτητη ώστε αυτή να γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους φυλακισμένους και στους ελεύθερους. Φυσικά και υπήρχαν γυναίκες που είχαν καταδικαστεί και θα είχαν πάρει και αυτές τον δρόμο προς την καταναγκαστική εργασία στη νέα ήπειρο. Εδώ όμως, χρησιμοποίησα έναν κεντρικό χαρακτήρα, την Καρμέλα, ώστε να είναι η μοναδική γυναίκα κατάδικος, πέρα από δύο ακόμα ελεύθερες γυναίκες πάνω στο καράβι, ώστε να τονίσω επίσης τις αντιθέσεις: αρσενικό-θηλυκό, ελευθερία-σκλαβιά, αγάπη-μίσος, ηρεμία-καταιγίδα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πλοίο παρουσιάζεται στο βιβλίο σας ως μικρογραφία της ανθρώπινης κοινωνίας με τον καπετάνιο να διαθέτει απόλυτη εξουσία πάνω σε όλους τους επιβαίνοντες. Θα μπορούσε, άραγε, να υπάρχει δημοκρατία πάνω σε ένα καράβι ή το ταξίδι δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ χωρίς τη σιδηρά κυριαρχία ενός μονάχα κυβερνώντα;

Σε ένα βρετανικό ιστιοφόρο, η νοοτροπία της πλειοψηφίας του πληρώματος είναι φανερό ότι θα είναι αυτή ενός μέσου Άγγλου, δηλαδή να υπακούουν χωρίς δεύτερη σκέψη στον καπετάνιο τους. Όμως ακριβώς αυτή δεν είναι και η γενικότερη πεποίθηση των ναυτικών, ακόμα και σήμερα; Προφανέστατα δεν θα ολοκληρωνόταν το ταξίδι αν ο ίδιος επηρεαζόταν ή επέτρεπε να αποφασίσουν οι κατώτεροί του στην ιεραρχία ή αν άφηνε να γίνει ανταρσία. Μάλλον στα καράβια απαιτείται στρατιωτική πειθαρχία με προκαθορισμένους ρόλους. Μπορεί μεν να είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά είναι μια πλέουσα κοινωνία, άρα κάτι τελείως διαφορετικό, όπως στη περίπτωση ενός αεροπλάνου: για να φτάσει στον προορισμό του χρειάζεται ο πιλότος να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη πορεία, δεν μπορούν όλοι συλλογικά να οδηγήσουν.

Γιατί επιλέξατε να τερματίσετε το βιβλίο σας με την άφιξη του Νόρφοκ; Θα δίνατε, ίσως, κάποτε τη συνέχεια της ιστορίας αυτής με ένα άλλο σας βιβλίο;

Το βιβλίο τελειώνει, όταν το Νόρφοκ φτάνει στον προορισμό του. Ουσιαστικά, αυτό που ενώνει όλους τους χαρακτήρες είναι το καράβι. Όσα έζησαν εκεί και όσα τους έδωσε το ταξίδι, σαν μια μικρή Οδύσσεια. Με την αποβίβασή τους, ο καθένας θα τραβήξει διαφορετικό δρόμο –μάλιστα αναφέρω στο τέλος του βιβλίου στις σημειώσεις μου πώς εξελίχθηκε η ζωή των υπαρκτών προσώπων. Μάλλον δεν έχει αξία να γράψω τη συνέχεια της ιστορίας, αφού το τέλος είναι μεν πικρό αλλά δίνει ελπίδα, και είναι μια καλή αίσθηση για τον αναγνώστη να φαντάζεται πως αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι ίσως να βρήκαν κάτι καλύτερο εκεί.

«Ας μην ξεχνάμε πως πολλοί απ’ αυτούς τους κατάδικους είναι Έλληνες. Έχουν την πονηριά στο αίμα τους. Γι’ αυτό δεν θα τα καταφέρουν ποτέ να προκόψουν, ούτε πατρίδα θα μπορέσουν να έχουν, γιατί δεν τους είδα ούτε μία φορά ενωμένους. Εκεί ποντάρω, γιατί τους ξέρω καλά».

Ο «αφορισμός» αυτός για τους Έλληνες λέγεται από έναν ήρωα του βιβλίου σας για τους Έλληνες κατάδικους του Νόρφοκ. Απηχεί την αντίληψη της εποχής για τους Έλληνες ή τη δική σας για τον λαό μας;

Σε αυτό το σημείο, μιλά ο πιο αντιπαθής ήρωας του βιβλίου, ο Τόμσον, που έχει προηγούμενα με τους Έλληνες. Την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, υπάρχουν Ευρωπαίοι που μισούν κάθε εξέγερση και είναι έτοιμοι να καταδικάσουν κάθε ενέργεια ανθρώπων που πολεμούν για την ελευθερία τους. Και από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που βοηθούν με κάθε τρόπο, οι γνωστοί Φιλέλληνες. Φυσικά, τα λόγια του Τόμσον είναι ποτισμένα με μίσος, και δεν μπορεί να δει ότι οι Έλληνες έχουν ήδη δικό τους νεοσύστατο κράτος (είμαστε στα χρόνια του Καποδίστρια). Η μοναδική άποψη του ήρωα του βιβλίου που δεν θεωρώ άτοπη, είναι η αναφορά του στη διχόνοια των Ελλήνων. Γι’ αυτό το εθνικό μας σαράκι έχουν γράψει με τον δικό τους αξεπέραστο τρόπο, ο Σολωμός και ο Μακρυγιάννης. 

Σε όλο το βιβλίο είναι διάχυτος ένας μισογυνισμός τον οποίο έτρεφαν οι άντρες της εποχής για το άλλο φύλο. Πιστεύετε πως, εξαιτίας των προκαταλήψεων, ήταν πιο έντονος επάνω στα πλοία; Για ποιον λόγο θεωρούταν κακοτυχία η παρουσία μια γυναίκας σε ένα πλοίο;

Σε ένα καράβι του 1829, το πλήρωμα αποτελείται από σκληροτράχηλους και αμόρφωτους άντρες. Οι απόψεις τους για το γυναικείο φύλλο προφανώς είναι χειρότερες από εκείνες του γενικού πληθυσμού, αφού και η θάλασσα τους αγριεύει και οι γυναίκες που θα συναντήσουν στα λιμάνια είναι πόρνες. Γενικά, είναι δεισιδαίμονες, και μάλιστα ίσως μας φανούν αστεία όσα πίστευαν. Εκτός από τα γνωστά ότι είναι κακοτυχία να επιβιβάζεσαι με το αριστερό, να μη μπαίνει γυναίκα στο καράβι (αλλά παρ’ όλα αυτά είναι γούρι η γέννηση ενός παιδιού εν πλω), δεν έπρεπε να προφέρουν τις λέξεις γουρούνι και αντίο, να κόψουν τη γενειάδα τους, ενώ ακόμα ήταν γρουσουζιά οι πλατυπόδηδες και οι κοκκινομάλληδες στο καράβι. Σημειωτέον ότι οι μαύρες γάτες ήταν γούρι στο ταξίδι. Δεν υπάρχει λογική εξήγηση στις δεισιδαιμονίες, φυσικά.

Ανταρσίες, επιδημίες, τρικυμίες και έριδες. Πόσο επικίνδυνη ήταν, τελικά, η ζωή επάνω σε ένα πλοίο σε σχέση με σήμερα;

Και μόνο το γεγονός ότι τα ταξίδια γίνονταν με ιστιοφόρα, ισοδυναμεί με πολλά μερόνυχτα υπό άσχημες συνθήκες με καιρό ή θάλασσα. Έδινε λοιπόν περισσότερες πιθανότητες για ασθένειες και θανάτους, αφού η ιατρική περίθαλψη ήταν ελλιπής –ελάχιστοι ήταν οι γιατροί που δέχονταν να επιβιβαστούν. Οι αποστάσεις έπρεπε να καλυφθούν σε συγκεκριμένο διάστημα, για να προλάβουν την τροφοδοσία και το πόσιμο νερό στα λιμάνια ανεφοδιασμού, ενώ δεν υπήρχε επικοινωνία φυσικά για οτιδήποτε τυχόν θα τους συνέβαινε μεσοπέλαγα.  Τα καράβια ήταν επανδρωμένα με τυχοδιώκτες και ανθρώπους από κακό σινάφι, ακόμα και πρώην πειρατές, έτσι δεν έλειπαν ποτέ οι εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ τους. Το κυριότερο όμως ήταν η ανασφάλεια, αφού οι θαλάσσιοι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι, με τους πειρατές να οργώνουν τα πέλαγα για αιώνες. Είμαστε σε πλεονεκτική θέση σήμερα, με εξαίρεση την επάνοδο της πειρατείας όπως έχουμε δει αρκετά συχνά τελευταία.

«Γεράκια στο Κλουβί»
Εκδόσεις Bell
Τιμή: 15,50€
Σελίδες: 352
ΙSBN: 978-960-620-874-4