Ιωάννα Νιάχα: «Ίσως με τον καιρό να κλείσει το τραύμα του Εμφυλίου»

Η σκηνοθέτις Ιωάννα Νιάχα καταπιάνεται με την πραγματική ιστορία της της τελευταίας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο. 5 ιστορίες γυναικών-μαχητριών της ομάδας, διατρέχουν οριζόντια τη Δεκαετία της Φωτιάς, 1940-1949. Με αφορμή την παράσταση «Ο τελευταίος αντάρτης» που θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες μας μίλησε για το τραύμα του Εμφυλίου και την σκηνοθετική της προσέγγιση πάνω στο μελανό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.

Κυρία Νιάχα, δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα και πάλι σκηνοθετώντας μια αληθινή ιστορία. Από το Χάδι της μητέρας, στον Τελευταίο Αντάρτη. Μιλήστε μας για την παράσταση και πως γεννήθηκε η σκέψη γι’ αυτή την πραγμάτωση.

Όλα τα μέλη της ομάδας, θεωρούμε ότι το θέατρο πρέπει να είναι ένα μέσω αφύπνισης, ευαισθητοποίησης, υπενθύμισης και προβληματισμού. Πέρα από «Το χάδι της Μητέρας», που είχε ως θέμα την παιδική κακοποίηση, έχουμε κάνει έργα για την κακοποίηση των γυναικών, το bulling και φέτος αποφασίσαμε να αγγίξουμε ένα ιστορικό θέμα, που δυστυχώς δεν γνωρίζουμε και τόσο πολλά. Ή  που γνωρίζουμε πιο επιφανειακά… Είχα δει το έργο όταν είχε πρωτοπαιχτεί και πραγματικά είχα συγκλονιστεί, από τις αληθινές ιστορίες των 5 γυναικών, αλλά και την ιστορία του Τάκη Σάντρα, που ήταν και η μόνη φορά που είχα την τιμή να τον δω από κοντά. Έτσι άρχισα μια πρώτη έρευνα, για την εποχή του εμφυλίου και αφού αποφασίστηκε από κοινού, να γίνει αυτό το έργο ο κάθε συντελεστής, άρχισε να μαζεύει υλικό και να το εξετάζουμε πολύ προσεκτικά. Σε όλη αυτήν την έρευνα, είχαμε μαζί μας και τον συγγραφέα του έργου, Ανδρέα Ζαφείρη, που μας έλυνε οποιαδήποτε απορία μας γεννιόταν και δεν μπορούσαμε να απαντήσουμε.

Στόχος είναι να προβάλουμε, αυτό το κομμάτι τις ιστορίας (εμφύλιος) με το οποίο δεν έχουμε συμφιλιωθεί εκατό τοις εκατό σαν λαός, να το γνωρίσουν οι πιο νέοι άνθρωποι, να το ξαναδούν από άλλη πλευρά οι παλιοί και ίσως, με τον καιρό να κλείσει και αυτό το «τραύμα». 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στον Τελευταίο Αντάρτη έχουμε πέντε ιστορίες γυναικών-μαχητριών της  τελευταίας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο μέσα από την αφήγηση του Τάκη Σάντρα. Εκτός, από τις αφηγήσεις του Σάντρα, ερευνήσατε το θέμα εκείνης της εποχής και πως οι γυναίκες ενήργησαν επικουρικά;

Όπως σας ανέφερα, ανατρέξαμε σε διάφορες πηγές κατά την έρευνα, κρατήσαμε αυτά που είχαν, κάποια σχέση με το έργο και δουλέψαμε συνδυαστικά. Αυτό που μας έκανε εντύπωση, είναι το πόσες γυναίκες ήταν αντάρτισσες, αλλά όχι στο βουνό. Λειτουργούσαν, σαν πληροφοριοδότες γι’ αυτούς… Επίσης εντυπωσιαστήκαμε, όταν μάθαμε ότι υπήρχαν αντάρτισσες που ήταν μάχιμες. Τους δόθηκε κανονικά όπλο και δεν ήταν απλά, στο βουνό για την περίθαλψη ή την σίτιση των ανταρτών. Που σήμαινε, ότι είχε ξεκινήσει παράλληλα και ένα φεμινιστικό κύμα, που δεν ήθελε την γυναίκα σε «δεύτερες» θέσεις, αλλά σε καίριες και ουσιαστικές. Κάτι που διαφαίνεται και τέλος του έργου μας.

Κακά τα ψέματα, είναι μια περίοδος, αυτή του Εμφυλίου, που υπήρχε και υπάρχει ένας δισταγμός τόσο στις παραστατικές τέχνες, όσο και στη λογοτεχνία. Ήταν κάτι που σας προβλημάτισε;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καθόλου! Θεωρώ ότι οποιαδήποτε μορφή τέχνης  κι αν κάνεις, πρέπει να καταπιάνεσαι και με λιγότερο «συμβατικά» θέματα. Αν φυσικά έχεις κάτι να πεις στον κόσμο που θα έρθει να το δει, αν όχι δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνεις, απλά και μόνο για λες ότι έκανα μια παράσταση και γι’ αυτό. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου συνέχεια, ήταν να προσεγγίσω με σεβασμό τις προσωπικές ιστορίες του κάθε ήρωα, αλλά και όλων όσων βίωσαν εκείνη την περίοδο. 

Μέσα από την παράσταση έχετε την ανάγκη να πάρετε κάποια θέση;

Το έργο από μόνο του, παίρνει μια θέση.  Από τις 5 ηρωίδες, οι 2 είναι αυτές που δείχνουν να έχουν μια πολιτική σκέψη, αλλά κι αυτό πολύ αμυδρά. Σίγουρα κατανοώ τους λόγους, που ανέβηκε η καθεμία στο βουνό ,που δεν ήταν πολιτικός, οπότε ναι κατά μια έννοια παίρνω θέση. Είμαι μαζί τους!

Η απόφαση σας να δράσετε σκηνοθετικά επηρεασμένη από το Θέατρο Ντουκουμέντο, σας δίνει την ελευθερία της της αφήγησης;

Η αφήγηση, ενισχύει την θεατρική φόρμα και το συγκεκριμένο είδος μας βοηθάει να δούμε και το ιστορικό κομμάτι. Θέλησα να καταπιαστώ, με αυτό γιατί  σου δίνει την δυνατότητα να είσαι και «μέσα και έξω», κατά μια έννοια. Υπάρχει η αφήγηση, που σε εισάγει σε αυτό που πρόκειται να δεις, οπότε ακούς την ιστορία και μόλις ξεκινήσει η σκηνική δράση, από ακροατής αρχίζεις να «ζεις» σαν θεατής το έργο. Επίσης επειδή η αφήγηση σε εμάς γίνεται, μέσω βιντεοπροβολής συνδυάζει και την τέχνη του θεάτρου, με αυτή του κινηματογράφου.

Με ποια φράση του έργου θα επιθυμούσατε να κλείσουμε τη συζήτηση;

Δεν πολεμήσαμε για να μείνουμε ζωντανές μόνο, αλλά για καλύτερες μέρες. Όχι μόνο δικές μας, αλλά για όλους μας!

Info: «Ο Τελευταίος Αντάρτης» από Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020 και κάθε Τετάρτη στις 21:00 στο Θέατρο Άβατον (Ευπατριδών 3, Γκάζι / 210 3412689)