Κίττυ Παϊταζόγλου: «Αδυνατούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, γιατί έχει προσωπικό κόστος»

O ηθοποιός μίλησε για την παράσταση «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» και τις υπαρξιακές θέσεις του ατόμου μέσα από το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου.

Παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. στο θέατρο Ζίνα, σε σκηνοθεσία της Δήμητρας Δερμιτζάκη και πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Κίττυ Παϊταζόγλου. Σχηματίσαμε τις καλύτερες των εντυπώσεων και, με αφορμή τα ερεθίσματα που το έργο προκαλεί ιλιγγιωδώς, συζητήσαμε με την ηθοποιό προεκτάσεις και τα νοήματα.

Καταρχάς, να σας συγχαρώ για την ερμηνεία στο έργο και τα αισθήματα ταύτισης τα οποία προκαλείτε στον θεατή. Επρόκειτο για μονόλογο. Διεργασία εξαιρετικά απαιτητική για τον ηθοποιό και επίπονη ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Ποια η σχέση την οποία αναπτύξατε με τον εαυτό σας κατά την διάρκεια της προετοιμασίας; Αποτέλεσε έναυσμα για μία μορφή αυτοψυχανάλυσης;  

Δεν πιστεύω στο θέατρο ως μορφή αυτοψυχανάλυσης. Αυτό δημιουργεί πάρα πολλές παρεξηγήσεις σχετικά με τους λόγους που κάποιος επιλέγει να μπει σε αυτό το χώρο.

Πιστεύω όμως στη λυτρωτική  λειτουργία της τέχνης. Που για να συμβεί, και να έχει νόημα, εννοείται αναμετριέσαι με τον εαυτό σου, βάζεις στοιχεία απόλυτα προσωπικά, βουτάς στα βαθιά μέσα σου, ψάχνοντας τα φωτεινά και σκοτεινά κομμάτια σου. Αυτό συμβαίνει όμως, για να ανοίξεις ένα χώρο μέσα σου για τους άλλους, για να μεταφέρεις λόγια που άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν.  

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επί της ουσίας, η πρωταγωνίστρια του έργου έρχεται αντιμέτωπη με υπαρξιακές θέσεις του ατόμου μέσα στην κοινωνία. Θέσεις τις οποίες δεν επεξεργάζεται κριτικά παρά μόνο αναπαράγει τεχνητά. Θέλετε να μας μιλήσετε για την προσωπική σας οπτική αυτών των καταστάσεων, των οποίων γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά, αλλά αδυνατούμε να διακρίνουμε την εναλλακτική προοπτική;  

Διαφωνώ λίγο στο ότι αυτές τις θέσεις δεν τις επεξεργάζεται κριτικά η συγκεκριμένη ηρωίδα. Νομίζω απλά ότι τις έχει τόσο πολύ επεξεργαστεί κριτικά, που πια έχει κουραστεί, έχει μπουχτίσει να προσπαθεί. Κι αφήνεται πια να τις αναπαράγει με σαρκασμό και πίκρα. 

Το άτομο πάντα θα συγκρούεται με την κοινωνία, πάντα θα πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα πρέπει, τις επιταγές, τις εκάστοτε «μόδες» και τα δικά του θέλω σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Μια χαρά διακρίνουμε την εναλλακτική προοπτική, μια κοινωνία χωρίς κούφιες αυθεντίες, κούφιες απαγορεύσεις, χωρίς σεξισμό, ρατσισμό και κάθε είδους βία, απλά ακόμα αδυνατούμε να την αλλάξουμε, γιατί έχει πολύ προσωπικό κόστος, και κάποιες φορές μας βολεύει κιόλας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

H ανατομία της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τον σαρκασμό των συμβάσεων και των περιορισμών, τα οποία επιβάλει στο άτομο, είναι καθολική στο έργο. Μοιάζει να ισορροπεί η ερμηνεία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό. Ποια στοιχεία διακρίνετε στον πρώτο και ποια στον δεύτερο στην πρωταγωνίστρια;

Ναι, το κείμενο έχει κάτι αδυσώπητα ελληνικό. Αυτό που λέει στο τέλος δηλαδή η ηρωίδα πως «η ψυχολογία του Έλληνα είναι ψυχολογία κότας», είναι πολύ χαρακτηριστικό. Ο Έλληνας που θέλει συνεχώς να πετάξει και του κόβονται τα φτερά. Ο Έλληνας που συνεχώς ονειρεύεται κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο απόλυτο, αλλά ούτε έχει τα μέσα να το αποκτήσει , ούτε ο εαυτός του, ούτε η πραγματικότητα της κοινωνίας του τον βοηθά σε αυτό. Καλά, αυτό πάει πολύ πίσω στο παρελθόν μας, αν σκεφτείς από τη ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, πάντα εξαρτημένοι ήμασταν, πάντα με δεκανίκια προχωρούσαμε και χτίζαμε την ταυτότητά μας. Πώς να πετάξεις αληθινά, αυτόνομα, ανεξάρτητα; Πώς να κάνεις πτήση, χωρίς να γκρεμοτσακιστείς;

Φυσικά και το έργο δεν είναι ρεαλιστικό, όπως λέτε. Φυσικά και ανοίγει σε μια τεράστια μεταφορά γιατί καταρχάς η γλώσσα είναι ποιητική, οι ρυθμοί της, οι ανηφοριές, οι κατηφοριές του λόγου, όλο το κείμενο χτίζεται σαν ένας ίλιγγος ενός ανθρώπου που για αλλού ξεκίνησε κι αλλού πήγε.

Κατασκευασμένοι ρόλοι, ανθρώπινες σχέσεις με διεκπεραιωτή προσέγγιση, εργαλειακή χρήση του λόγου και τεχνικές ευνουχισμού του ατόμου είναι μερικά από τα συμπτώματα της εποχής την οποία διανύουμε και τα οποία προβάλλονται στο έργο. Πόσο απέχει η «αλήθεια» των πραγμάτων όταν μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι; Θα ήταν δόκιμο να ισχυριστούμε ότι η μεταφορά της πραγματικότητας στο θέατρο ενεργοποιεί την κριτική σκέψη και θέαση αυτής ή απλώς προσλαμβάνεται ως μία «ακόμη» παράσταση δίχως προεκτάσεις;

Θα σας μιλήσω για τη δική μου λειτουργία στη συγκεκριμένη παράσταση. Εγώ προσπαθώ σχεδόν να μην «παίζω». Εννοώ να μην έχει «καλλιέπεια» αυτό που κάνω. Να αφεθώ στο να γίνω ένας αγωγός που να περνάει μια αλήθεια και μια πραγματικότητα που λέτε, χωρίς φτιασίδια, σχεδόν ερήμην μου. Τώρα αν όντως ενεργοποιηθεί η κριτική σκέψη και η συγκίνηση στο θεατή, και δεν την εκλάβει ως μια άλλη ακόμα παράσταση, αυτό είναι ευχής έργον, αλλά κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω απόλυτα. Θέλω να πω, για μένα ο θεατής είναι συνομιλητής, συμμετέχει ενεργά, αλλά σε ένα διάλογο  μπορεί να παρασυρθούν τα μέλη ή και όχι. 

Τα συναισθήματα τα οποία γεννά το έργο στον θεατή ποικίλουν. Από την ευθυμία στη θλίψη, από την αποδοχή στην άρνηση και την αποστροφή. Ποια τα δικά σας συναισθήματα κατά την διάρκεια του έργου και ποια μετά από το τέλος αυτού; Βιώνετε μία συγκρουσιακή κατάσταση με τον εαυτό σας;

Μα όλα μέσα στη ζωή δεν είναι; Τη στιγμή της απόλυτης ευτυχίας έρχεται ένα συμβάν να σου υπενθυμίσει πως η χαρά κρατά για λίγο. Ή και το ανάποδο, στα πιο βαθιά τάρταρα, κάτι θα συμβεί και θα σου δώσει ελπίδα. Από όλα περνά η ηρωίδα, από όλα προσπαθώ κι εγώ. Κάποιες φορές τα καταφέρνω, κάποιες αποτυγχάνω παταγωδώς. Είναι ένα ποτάμι αυτή η παράσταση, μπαίνεις και δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Έχει κάτι ζωντανό όμως. Με αυτό αναμετριέμαι, γιατί αυτό με συγκινεί κι εμένα να βλέπω στο θέατρο

Η πρωταγωνίστρια στρέφεται κατά πάντων και κατά παντός υπευθύνου. Αρνείται τα αποτελέσματα και τις αιτιάσεις αισιοδοξίας και περνά στον απέναντι δρόμο, αυτόν του πεσιμισμού. Μέχρις ότου αντιληφθεί ότι, και σε αυτό το μονοπάτι, επαναλαμβάνονται ίδιες συνθήκες μηδενισμού του ατόμου. Μήπως, εν τέλει, είμαστε εγκλωβισμένοι σε μία πραγματικότητα από την οποία εκλείπει η βούληση και κατ’ επέκταση όλες οι εναλλακτικές μοιάζουν ηττημένες;

Ναι, φαινομενικά περνάει σε ένα πεσιμισμό. Αλλά εγώ βλέπω, και θέλω να βλέπω, μια άλλη οπτική. Λέει όχι σε κάτι που την συνθλίβει, και παίρνει μια απόφαση να περάσει σε έναν άλλο κόσμο. Λέει: Σε αυτό το πλοίο για την Ιθάκη, που όλοι χωρίς βούληση πηγαίνετε, εγώ θέλω να κατέβω, θέλω να κάνω μια στάση, θέλω να εξερευνήσω κάτι άλλο…  Το έργο δεν τελειώνει τη στιγμή που παίρνει το χάπι και «πεθαίνει», εκεί θα ήτανε όντως μαυρίλα, το έργο συνεχίζει σε έναν άλλο κόσμο, που αυτή συνεχίζει να γελάει, να σαρκάζει και να απομυθοποιεί, και που δηλώνει πεντακάθαρα ότι : Παιδιά, μετάνιωσα, και θέλω να γυρίσω πίσω! Έχει μια δύναμη αυτό, μια συνεχή αναμέτρηση με τη μοίρα.

Προσωπικά, σαν Κίττυ, αν με ρωτάς, πάντα το νόημα στη ζωή θα σχετίζεται με την ανθρώπινη  βούληση, την απόφαση ότι εγώ «θέλω» κάτι κόντρα σε όλες τις πραγματικότητες.

Ο χώρος και χρόνος, μολονότι εμφανίζονται στατικοί στο έργο, ωστόσο, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για την εξέλιξη της πλοκής. Πώς αντιλαμβάνεστε τον χρόνο και τον χώρο στα οποία διαδραματίζεται η ιστορία; Είναι η ηρωίδα κομμάτι ενός ανεξέλεγκτου χωροχρόνου ή η προσωπικότητά της επεμβαίνει και ορίζει τις καταστάσεις;

Συμβαίνουν και τα δυο, έχω την αίσθηση. Και ο χωροχρόνος αλλάζει, με την ηρωίδα να βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτή την παράξενη αλλαγή, αλλά και εκείνη παίρνει αποφάσεις που μετα-κινούν, ορίζουν αλλιώς το χωροχρόνο.  Το σκέφτομαι λίγο σαν Αλίκη στη -Μαύρη-Χώρα των Θαυμάτων, μια πόρτα ανοίγει και καλείσαι  να μπεις, αλλά και ταυτόχρονα παίρνεις μια απόφαση να μπεις σε μια μαύρη τρύπα, που σε μεταφέρει αλλού. 

Η χρήση του Β. Τσιτσάνη και του Κ. Καρυωτάκη στο έργο είναι από εκείνες τις στιγμές κατά τις οποίες η μνήμη του παρελθόντος και η ιστορία του παρόντος συναντιούνται. Τί έχει να μας διδάξει το παρελθόν και τί καρποφορείται στο μέλλον από τη γνώση του;   

Όπως έχει πει και ο Ακύλλας Καραζήσης και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη: «η ιστορία δεν μας μαθαίνει τίποτα για το παρελθόν, μας μαθαίνει όμως πολλά σε σχέση με τον τρόπο που τη βλέπουμε, το ποιοι είμαστε» 

Info: «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», της Λένας Κιτσοπούλου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, στο θέατρο Ζίνα. Εισιτήρια στη viva.gr και στο ταμείο του θεάτρου.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook (εδώ), twitter (εδώ) και instagram (εδώ) για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.